Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1437/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«… Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 686
ΚΠολΔ, όταν κατατίθεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η γραμματεία του
Δικαστηρίου υποβάλλει αμέσως την αίτηση στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
ή του Ειρηνοδίκη, ο οποίος ορίζει τόπο, ημέρα και ώρα για τη συζήτησή της,
διατάζει την κλήση εκείνων κατά των οποίων απευθύνεται η αίτηση και ορίζει τον
τρόπο, κατά τον οποίο θα γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς η κλήση, καθώς και το χρονικό
διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει, κατά την κρίση του, μεταξύ της επιδόσεως
της κλήσεως και της συζητήσεως. Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου «η
γνωστοποίηση γίνεται με επίδοση εγγράφου που εκδίδεται από τη γραμματεία του
δικαστηρίου, στο οποίο αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζήτησης ή
με τηλεγραφική ή με τηλεφωνική πρόσκληση της γραμματείας του δικαστηρίου ή με
ηλεκτρονικά μέσα με δαπάνες του αιτούντος. Ο δικαστής του μονομελούς
πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορεί συγχρόνως με την επίδοση της κλήσης να
διατάξει και την επίδοση αντιγράφου της αίτησης». Περαιτέρω, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και σε περίπτωση που
η συζήτηση της υποθέσεως αναβληθεί εν απουσία ενός των διαδίκων, πρέπει να του
επιδοθεί αντίγραφο των πρακτικών της αναβολής, ώστε να λάβει γνώση του
προσδιορισμού της νέας δικασίμου, αφού δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη
διαδικασία οι διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, δηλονότι δεν γίνεται
εγγραφή της αιτήσεως στο πινάκιο, ώστε να επέχει, σε περίπτωση αναβολής, θέση
κλητεύσεως για όλους τους, νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθέντες, διαδίκους
(ΜΠρΘεσ 1948/1997 Αρμ 1998. 211, ΜΠρΠειρ 419/1989 Δίκη 20. 243, Γεωργίου,
Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1995, σελ. 36, Μπρακατσούλα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.
1994, σελ. 56). Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η κλήτευση του καθ’
ου η αίτηση, αν δε διατάχθηκε να γίνει κατά τον ειδικό τρόπο που προβλέπει το
άρθρο 686 παρ. 4 ΚΠολΔ, γίνεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 122
επ. ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 10474/2000 ΔΕΕ 2001. 903, ΜΠρΑθ 2507/1988 ΕλλΔνη 30. 639).Εξ
άλλου, η τήρηση της εκ της διατάξεως του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ
απορρεούσης θεμελιώδους αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως επιβάλλει, προκειμένης
επ’ ακροατηρίω συζητήσεως, την σε περίπτωση απουσίας ενός των διαδίκων
πρωταρχική και αυτεπάγγελτη έρευνα περί της νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως
του απολιπομένου διαδίκου και, σε αποφατική περίπτωση, την κήρυξη απαραδέκτου
της συζητήσεως (Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλ. Μέτρα, Δ΄ έκδ., σελ. 26). Οι διατάξεις για
την κλήτευση ως κανόνων δημοσίας τάξης δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο
δικονομικής σύμβασης γιατί διαστρεβλώνουν τη διαδικασία (Νίκας Πολιτική
Δικονομία ΙΙ σελ 19). Τέλος επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή άλλο κατά νόμο
όργανο είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομες συνέπειες (πρβλ. ΕφΑθ 584/1984
NοB 1984.510, ΕφΑθ 9871/1980 ΑρχΝ 1981.161)…
… Σημειώνεται ότι η 7η και 8η των καθ’ ων της α αίτησης (5ηκαι 6η των
καθών των β και γ αιτήσεων) δεν παραστάθηκαν σε καμία δικάσιμο αφού κλητεύθηκαν
μόνο για τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής (βλ. τις υπ αριθμ 6534ΣΤ, 6535ΣΤ,
6536ΣΤ, 6537ΣΤ, 6538ΣΤ, 6539ΣΤ/10.03.2017 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω
δικαστικού επιμελητή) και όχι για την αρχική δικάσιμο της 07.04.2017. Προκύπτει
περαιτέρω, από τα προσκομισθέντα ανεπισήμως μεταφρασθέντα από την αγγλική
γλώσσα email (αφού δεν πιστοποιείται ότι η συγκεκριμένη μετάφραση αποτελεί
ακριβή μετάφραση των εγγράφων και ότι ο μεταφράσας γνωρίζει την αγγλική γλώσσα
κατ άρθρο 36 παρ 2 περ γ του Κώδικα δικηγόρων) ότι απεστάλη μήνυμα ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου προς τον 2ο καθ’ ών, κοινοποιούμενο προς τις 1η, 3η, 4η, 5η, και
6η των καθ’ ών δια του οποίου ενημερώνει ότι η υπόθεση ανεβλήθη για τη σημερινή
δικάσιμο (31.08.2017). Η γνωστοποίηση με
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που προσκομίζουν ωστόσο οι αιτούσες δεν είναι σύννομη,
καθώς αυτή πρέπει να διαταχθεί από τον προσδιορίσαντα την αίτηση δικαστή κατά
τον ίδιο τρόπο που διατάσσεται η τηλεγραφική ή τηλεφωνική κλήση. Εξάλλου η
γνωστοποίηση της παρ. 4 του άρθρου 686 ΚΠολΔ πρέπει να ερμηνευτεί σε συνδυασμό
με την παρ 5 του άρθρου 122 ΚΠολΔ, που ορίζεται ότι «5. Τα δικόγραφα είναι
δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, και με ηλεκτρονικά μέσα,
εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3
παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 150/2001. Το δικόγραφο που έχει
επιδοθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι επιδόθηκε, εφόσον επιστραφεί στον
αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική Απόδειξη, που θα φέρει
προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα ισχύει ως έκθεση
επίδοσης.». Η αρχή της εκατέρωθεν
ακρόασης επιβάλλει την παρεμβολή τρίτου προσώπου για την γνωστοποίηση ή
κοινοποίηση δικασίμου (δικαστικό επιμελητή, γραμματεία δικαστηρίου) και σε κάθε
περίπτωση, πιστοποίηση ότι ο παραλήπτης έλαβε γνώση αφού το άρθρο κάνει λόγο
για γνωστοποίηση. Η απλή αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) χωρίς
την παρεμβολή τρίτου προσώπου και χωρίς τις προϋποθέσεις της παρ 5 του άρθρου
122 ΚΠολΔ δεν μπορεί να νοηθεί ως γνωστοποίηση δικασίμου και δεν είναι σύννομη.
Εν προκειμένω δεν είναι σύννομη και για
τον πρόσθετο λόγο ότι οι καθ’ ών παραλήπτες των αποσταλέντων email δεν
προκύπτει αν έλαβαν (πραγματική) γνώση του περιεχομένου τους. Επομένως
μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή η παρ 5 του άρθρου 122 ΚΠολΔ με προεδρικό διάταγμα,
για την κλήση σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης των ασφαλιστικών μέτρων και
σε περίπτωση που κάποιος διάδικος δεν παρίσταται, απαιτείται κοινοποίηση
πρακτικού αναβολής ή γνωστοποίηση μέσω της Γραμματείας του Δικαστηρίου. Από
το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε στους καθ’ ων και
πρακτικό αναβολής, ώστε να λάβουν γνώση της παρούσης, μετ’ αναβολή, δικασίμου. Σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω θα έπρεπε
να αποσταλεί με ηλεκτρονική ειδοποίηση (email) ακριβές αντίγραφο του πρακτικού
αναβολής, η παραπάνω δε συνταχθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία να έχει
προσκομισθεί σε ακριβή μετάφραση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 36 παρ
2 περ γ του Κώδικα δικηγόρων. Οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι για κάθε επόμενη
συζήτηση συμπεριλαμβανομένης και της 31.08.2017 ισχύει η παράγραφος ΙΙΒ του
πρακτικού συμβιβασμού στο οποίο αναγράφονται τα εξής «Ότι ενόψει των ανωτέρω
συμφωνήθηκε η αναβολή συζήτησης των ως άνω αιτήσεων 30.06.2017, θα αναβάλλεται
δε περαιτέρω όσο οι καθ’ ων θα τηρούν τις ως άνω αναλα(μ)βανόμενες υποχρεώσεις
τους. Ο ως άνω όρος (σύμφωνα με τον ισχυρισμό των αιτουσών) δεν κάνει λόγο για
ματαίωση της συζήτησης ούτε για κλήτευση με δικαστικό επιμελητή αλλά αντιθέτως
κάνει λόγο για αναβολή για τη συζήτηση της 30.06.2017 και ότι η ίδια συζήτηση
θα αναβάλλεται περαιτέρω όσο οι καθ’ ων θα τηρούν τις υποχρεώσεις τους, ότι
τέτοια δε μόνη αναβολή είναι για τη σημερινή δικάσιμο, επιπροσθέτως δε ουδέποτε
οι καθ’ ων ζήτησαν να κλητευθούν με δικαστικό επιμελητή». Οι ως άνω ισχυρισμοί
τυγχάνουν μη νόμιμοι καθώς δεν μπορούν οι διατάξεις για τις επιδόσεις ως
δημοσίας τάξης να αποτελέσουν αντικείμενο δικονομικής σύμβασης ενώ και η (μη)
επίδοση κλήσης προς συζήτηση όπου απαιτείται, χωρίς δικαστικό επιμελητή όπως
κατά τις αιτούσες δεν απαίτησαν οι καθών, θα ετύγχανε ανυπόστατη διαδικαστική
πράξη. Εν όψει τούτων πρέπει, σύμφωνα και με τα εν αρχή αναφερόμενα, να
κηρυχθεί η παρούσα συζήτηση, λόγω μη κλητεύσεως των καθ’ ων η αίτηση,
απαράδεκτη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την παρούσα
συζήτηση…»