Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Καταπάτηση αιγιαλού

 

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1133/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.   

«… Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2971/2001, ορίζονται τα εξής: "1. "Αιγιαλός" είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. 2. "Παραλία" είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα... ". Εξάλλου, στη διάταξη της παρ. 1 εδ. α του άρθρου 29 του ίδιου νόμου, αντίστοιχη της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 24 παρ.2α του ΑΝ 2344/1940, όπως αντικ. με το άρθρο 1 του ΑΝ 263/1968, ορίζεται ότι " όποιος χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόμου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την παραλία, τη θάλασσα οποιαδήποτε μεταβολή με την κατασκευή, τροποποίηση ή καταστροφή έργων ή του εδάφους ή του πυθμένα με τη λήψη χώματος, λίθων ή άμμου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ανεξάρτητα αν με τον τρόπο αυτό επήλθε ζημία σε οποιονδήποτε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους....." Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 4 και 5 του αυτού νόμου ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται (από την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου Επιτροπή, πλην όμως, η ιδιότητα του αιγιαλού δεν δημιουργείται με βάση την έκθεση της Επιτροπής, αλλά αυτή υπάρχει με βάση τα φυσικά δεδομένα, δηλαδή, από τις μέγιστες, πλην συνήθεις, αναβάσεις των κυμάτων και το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον δεν υπάρχει καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, μπορεί να καθορίσει τα όριά του, παρεμπιπτόντως σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα παραπάνω συγκροτούντα την έννοια του αιγιαλού στοιχεία.

Προκειμένου όμως περί παραλίας, για τη δημιουργία αυτής απαιτείται να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παρ. 1 (ως αντικ. με την παρ.3 του άρθρου 11 ν.4281/2014 και στη συνέχεια με την παρ. 5 του άρθρου 27 ν. 4321/2015) του ίδιου νόμου διαδικασία, που περατώνεται με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης), η οποία επικυρώνει την έκθεση της προαναφερθείσας Επιτροπής, οπότε μετά από την τοιαύτη δημοσίευση δημιουργείται η παραλία (άρθρο 4 παρ. 3, 4 και 6 του ίδιου νόμου). Προ της ισχύος του ν. 2971/2001 και ειδικότερα υπό την ισχύ του ΑΝ 2344/1940, ως και πριν την αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 7 ν. 2971/2001 κατά τα ανωτέρω, η ανωτέρω αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης ανήκε στον Υπουργό των Οικονομικών, μεταβιβάστηκε δε στη συνέχεια στους οικείους Νομάρχες (ΑΠ 1017/2018, 2497/2008) .

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως.

Σε κάθε όμως περίπτωση, δηλαδή είτε πρόκειται για καταδικαστική είτε για αθωωτική απόφαση, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ' επιλογήν. Περαιτέρω, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός που βασίζεται στην διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 του Π.Κ , σύμφωνα με την οποία η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν.

Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της άγνοιάς του ή της εσφαλμένης αντιλήψεώς του (ΑΠ 895/2017, 1899/2009). Ομοίως, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος για συγγνωστή νομική πλάνη, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή σε εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ 611/2017, 84/2013, 208/2012).

Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 110/2019 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν.2971/2001 (με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε' του ΠΚ)και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, με τριετή αναστολή. Ειδικότερα, το δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.", η οποία έχει στην ιδιοκτησία της το ξενοδοχειακό συγκρότημα με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στην παραθαλάσσια περιοχή ... την 17.6.2011 επέφερε χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τον Ν.2971/2001 μεταβολή στην παραλία έμπροσθεν του ξενοδοχείου.

Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο κατασκεύασε αυτός ένα ξύλινο περίπτερο διαστάσεων 9 μ. Χ 8μ. Χ 3μ. με σιδερένιες βάσεις βιδωμένο σε δάπεδο από σκυρόδεμα, χωρίς να κατέχει άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τον Ν.2971/2001. Η ανωτέρω κατασκευή έχει πραγματοποιηθεί αναμφισβήτητα (μη προβληθέντος ούτε από τον κατηγορούμενο αντίθετου ισχυρισμού) εντός της παραλίας, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην επίδικη περιοχή δυνάμει της υπ' αριθ. .../24.6.1983 απόφασης του Νομάρχη Αργολίδος, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως στο υπ' αριθ. 382/Δ7 30.8.1983 Φ.Ε.Κ. με το συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα καθορισμού ορίων αιγιαλού και παραλίας, ενώ τούτο διαπιστώνεται ευχερώς και από τις συνημμένες στην από 14.12.2011 έκθεση αυτοψίας του Υπολιμεναρχείου ... φωτογραφίες, στις οποίες αποτυπώνεται η διαμορφωθείσα κατάσταση. Αλλά και από τη λειτουργία αυτής - κατασκευής - ως αναψυκτηρίου ("beach bar") συνάγεται ευθέως ότι μόνο επί της παραλίας εδύνατο να τοποθετηθεί. Το επίδικο περίπτερο διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια περιπολίας τους από τους αρμόδιους λιμενικούς υπαλλήλους …. την 17.6.2011 κατά το στάδιο της κατασκευής του, η οποία ολοκληρώθηκε εντός του θέρους του ιδίου έτους, αφού, όπως αμφότεροι οι ανωτέρω υπάλληλοι κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε από τον κατηγορούμενο, την περίοδο εκείνη λειτούργησε αυτό ως αναψυκτήριο ("beach bar").

Τη διενέργεια οικοδομικών εργασιών κατά τον ως άνω χρόνο στο επίδικο κτίσμα δεν αμφισβήτησε ούτε ο εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ο οποίος τοποθέτησε χρονικά την έναρξη αυτών στο χρονικό διάστημα Απριλίου - Μάιου του έτους 2011. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, τον οποίο διατύπωσε και ο ίδιος ως άνω μάρτυρας υπεράσπισης, ότι δεν επρόκειτο για ανέγερση νέου κτίσματος παρά μόνο για τροποποίηση του ήδη υφισταμένου από το έτος 1986, δεν απεδείχθη βάσιμος. Ειδικότερα, όπως αμφότεροι οι ανωτέρω λιμενικοί - μάρτυρες κατέθεσαν με σαφήνεια και μετά λόγου γνώσεως, επρόκειτο για νέα κατασκευή, καθόσον κατά τον χρόνο διαπίστωσης της παράβασης το προηγούμενο κτίσμα είχε κατεδαφισθεί. Την ύπαρξη και τη λειτουργία δε του παλαιότερου κτίσματος γνώριζαν οι ανωτέρω μάρτυρες ως εκ της ιδιότητάς τους, δεδομένου ότι η υπηρεσία τους (Υπολιμεναρχείο ...) είχε ήδη από την 18.10.2010 επιβάλει πρόστιμο στην επίδικη ξενοδοχειακή επιχείρηση για την ανέγερσή του επί της παραλίας άνευ νομίμου αδείας (βλ. την υπ' αριθ. πρωτ. ...2/28/18.10.2010 απόφαση του Υπολιμεναρχείου ...).

Την κρίση του Δικαστηρίου περί νέου κτίσματος ενισχύει και το γεγονός ότι το προηγούμενο κτίσμα αποτελούσε μία πρόχειρη ξύλινη αποθήκη - καλύβα για την αποθήκευση θαλάσσιων μέσων αναψυχής, ενώ το επίδικο προοριζόταν να λειτουργήσει ως αναψυκτήριο ("beach bar") κι ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, απαιτούσε σαφώς διαφορετικό τρόπο δόμησης και διαφορετικές προδιαγραφές ως κτίσμα. Για τον ίδιο λόγο δεν κρίνεται πειστικός και ο έτερος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το σκυρόδεμα που είχε τοποθετηθεί στην επίδικη κατασκευή ήταν η βάση του προηγούμενου κτίσματος, ενώ και ο ίδιος ως άνω μάρτυρας υπεράσπισης παραδέχθηκε ότι τμήμα μόνο του επίμαχου σκυροδέματος αποτελούσε τη βάση του παλαιότερου. Εξάλλου, όσον αφορά τη μεταλλική βάση, που στηριζόταν με βίδες επί του σκυροδέματος, η μάρτυρας κατηγορίας διαπίστωσε ιδίοις όμμασι ότι επρόκειτο περί νέας κατασκευής. Ενόψει όσων εκτέθηκαν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη έχει υποκύψει σε παραγραφή για τον λόγο ότι το επίδικο κτίσμα κατασκευάσθηκε τη δεκαετία του 1980 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο αντιφατικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου αφενός ότι δε γνώριζε για την επίδικη κατασκευή για τον λόγο ότι είχε αναλάβει τα καθήκοντά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της ξενοδοχειακής επιχείρησης δύο μήνες πριν τη διαπίστωση της επίμαχης παράβασης και αφετέρου ότι πίστευε ότι είχε εκδοθεί η απαιτούμενη οικοδομική άδεια για αυτό.

Ειδικότερα, από την υπ' αριθ. πρωτ. ...2/28/18.10.2010 απόφαση του Υπολιμεναρχείου ... σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. πρωτ. ...2/14/2010 αποστολή απόφασης επιβολής προστίμου αντίστοιχα της ιδίας υπηρεσίας, προκύπτει ότι καθ’ ο χρόνο ο κατηγορούμενος ανέλαβε τα καθήκοντα του νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω ξενοδοχειακής επιχείρησης (19.4.2011), είχε ήδη επιβληθεί πρόστιμο σε βάρος της τελευταίας από την ως άνω υπηρεσία για την ίδια με την παρούσα παράβαση του άρθρου 29 Ν.2971/2001 που αφορούσε την κατασκευή του προηγούμενου του επιδίκου κτίσματος και δη της ξύλινης αποθήκης, κατόπιν της κλήσης της προκατόχου του κατηγορουμένου Α. Κ. σε απολογία, το οποίο δεν απεδείχθη - ούτε ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε- ότι είχε καταβληθεί μέχρι τον ως άνω χρόνο (19.4.2011). Ως εκ τούτου, ουδόλως πειστικό κρίνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν τελούσε σε γνώση του προστίμου, που βάραινε την επιχείρηση που ο ίδιος διηύθυνε και της παράβασης για την οποία επιβλήθηκε, πολλώ δε μάλλον αφού η εν λόγω παράβαση συνεπαγόταν και ποινικές κυρώσεις σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της. Εξάλλου, η επίδικη κατασκευή ξεκίνησε, αποπερατώθηκε και λειτούργησε κατά τον χρόνο της δικής του θητείας ως νομίμου εκπροσώπου της ξενοδοχειακής επιχείρησης. Για τον ίδιο λόγο δεν κρίνεται πειστικός και ο ισχυρισμός του ότι πίστευε πεπλανημένα πως το συγκεκριμένο κτίσμα διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, αφού ήδη η ύπαρξη κτίσματος επί της παραλίας είχε κριθεί αρμοδίως ως παράνομη. Άπαντα τα ανωτέρω προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και δεν αναιρούνται από αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου να απορριφθούν ως αβάσιμοι".

Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο, στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Στην παραθαλάσσια περιοχή ... την 17-6-2011 χωρίς άδεια επέφερε στην παραλία μεταβολή με την κατασκευή έργου. Συγκεκριμένα, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." ιδιοκτήτριας της ξενοδοχειακής επιχείρησης με την επωνυμία "..." επέφερε μεταβολή στην παραλία έμπροσθεν του ξενοδοχείου κατασκευάζοντας ένα ξύλινο περίπτερο διαστάσεων 9 μ. Χ 8 μ. Χ 3 μ. με σιδερένιες βάσεις βιδωμένο σε δάπεδο από σκυρόδεμα, χωρίς να κατέχει άδεια της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τον νόμο 2971 /2001". Με αυτά που δέχτηκε το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε σ' αυτήν, με αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, την επιβαλλόμενη από τις μνημονευόμενες πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, που συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παράβασης του άρθρου 29 παρ• 1 του Ν•2971/2001, τις αποδείξεις από τις οποίες τα συνήγαγε, καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, το δικαστήριο ορθά, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις, δέχθηκε ότι συνιστά αυθαίρετη μεταβολή της παραλίας η κατασκευή ξύλινου περιπτέρου, διαστάσεων 9X8X3 μέτρων, με σιδερένιες βάσεις,  βιδωμένο σε δάπεδο από σκυρόδεμα. Το δε δικαστήριο ερευνώντας το πιο πάνω πλημμέλημα, που τελέστηκε από δόλο, εφάρμοσε το άρθρο 26 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ .

Συνεπώς, το αναγραφόμενο (στη σελίδα 11) άρθρο "26 Γ" (μεταξύ των άλλων διατάξεων του γενικού μέρους του ΠΚ) οφείλεται σε προφανή παραδρομή κατά την καθαρογραφή των πρακτικών και της αποφάσεως ως εκ τούτου, το δικαστήριο θα προβεί σε αυτεπάγγελτη διόρθωση του άρθρου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό με παράθεση του ορθού άρθρου 26§1 εδ. α. του ΠΚ (άρθρο 514 εδ. δ' του ΚΠΔ). Περαιτέρω, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος επισημαίνονται τα ακόλουθα: α) με σαφήνεια καθορίζεται στο σκεπτικό της απόφασης ο τρόπος και ο χρόνος της αυθαίρετης κατασκευής και αιτιολογείται η περί τούτου κρίση του, δηλαδή ότι πρόκειται για νέα κατασκευή, που έλαβε χώρα στο τέλος της άνοιξης και αρχές του θέρους 2011, απορρίπτοντας στη συνέχεια τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραγραφής, β) οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα αυτοτελείς ισχυρισμοί, περί πραγματικής και νομικής πλάνης, ήταν αόριστοι και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε δια του συνηγόρου του (σελ. 3 των πρακτικών) για τη θεμελίωση αυτών, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος ανέλαβε την 19-4-2011 και η παράβαση διαπιστώθηκε δύο μήνες αργότερα, δεν γνώριζε για την κατασκευή, υπήρχε αρχείο οικοδομικών αδειών για όλες τις κατασκευές".

Ωστόσο, το δικαστήριο απάντησε και διέλαβε πλήρη αιτιολογία για την απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, που διαλαμβάνεται στο ανωτέρω σκεπτικό της απόφασης και γ) από τα επισκοπούμενα πρακτικά προκύπτει ότι κατά τη συνεδρίαση της 29-1-2019 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου ο εκπροσωπήσας τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πληρεξούσιος δικηγόρος του δήλωσε ότι δεν κλήτευσε μάρτυρες υπερασπίσεως (σελ.4), συνεπώς όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες είχαν κλητευθεί από τον εισαγγελέα σύμφωνα με το άρθρο 326 §1 ΚΠΔ, σ' αυτούς δε περιλαμβανόταν και ο …, ο οποίος, σε άλλη δικάσιμο της ίδιας υποθέσεως (όταν εκδόθηκε η αναιρεθείσα 605/2017 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου), είχε εξετασθεί ως μάρτυρας υπερασπίσεως. Εξ αυτού του λόγου, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χαρακτηρίζεται ως μάρτυρας υπερασπίσεως κατά την αξιολόγηση της κατάθεσής του, χωρίς αυτό το γεγονός να δημιουργεί οποιαδήποτε αντίφαση ή ασάφεια που θα θίγει την πληρότητα της αιτιολογίας, εκ του λόγου ότι κατά την εξέταση του στο ακροατήριο αναφέρεται στα πρακτικά ως "μάρτυρας κατηγορίας". Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, αφού υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ 1 ΚΠΔ)…»


Στεφανία Σουλή

Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
https://stefaniasouli.gr/