Οι προϋποθέσεις καταλληλότητας όσων με δικαστική απόφαση πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα ανάδοχων γονέων, εξειδικεύονται για πρώτη φορά με το άρθρο 1 παρ. 2 του ΠΔ 86/2009 και διακρίνονται σε θετικές και αρνητικές. Μεταξύ των θετικών προϋποθέσεων είναι τα όρια ηλικίας των αναδόχων και η διαφορά ηλικίας που με παραπομπή στις διατάξεις για την υιοθεσία (άρθρα 1543, 1544 ΑΚ) πρέπει αυτοί να έχουν από τον ανήλικο (βλ. περισσότερα σε Δ. Κράνη, Αναδοχή ανηλίκου, ΕφΑΔ 2012/223). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1543 ΑΚ αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1544 ΑΚ η διαφορά ηλικίας μεταξύ αυτού που υιοθετεί και εκείνου που υιοθετείται, προσδιορίζεται μεταξύ ενός ελάχιστου ορίου δεκαοκτώ και ενός μέγιστου πενήντα ετών. Η θέσπιση των παραπάνω ηλικιακών ορίων επιβλήθηκε από ηθικούς και κοινωνικούς λόγους, για την ομαλή πορεία της υιοθεσίας, με την ύπαρξη ενός γονέα ηλικιακά ώριμου και ακμαίου και, επιπροσθέτως ως προς το ανώτατο όριο διαφοράς, με τη δικαιολογία ότι οι θετοί γονείς με μεγάλη ηλικία δεν παρέχουν τα εχέγγυα για την ομαλή ανατροφή του τέκνου. Η κατά το κατώτατο όριο διαφορά ηλικίας των δεκαοκτώ ετών είναι η ηλικία μίας «πλήρους ήβης», που θεωρείται ως ελάχιστο όριο τεκνογονίας. Εξαίρεση προβλέπει η ίδια διάταξη μόνον ως προς το κατώτατο όριο διαφοράς, και συγκεκριμένα όταν υιοθετείται τέκνο του συζύγου εκείνου που υιοθετεί, καθώς και όταν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος, οπότε το όριο μειώνεται στα 15 έτη (Ε. Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, 2008, σελ. 375 επ., Ι. Δεληγιάννης «Προϋποθέσεις και διαδικασία τέλεσης της υιοθεσίας ανηλίκων κατά το νέο δίκαιο (ν. 2447/1996)» Αρμ. 1998 σελ. 5). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 1545 § 2 ΑΚ (που προστέθηκε με το άρθρο 19 §2 ν. 2521/1997) ορίζει ότι, όταν η υιοθεσία γίνεται από συζύγους, οι απαιτούμενες από τα άρθρα 1543 και 1544 ΑΚ προϋποθέσεις αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο του ενός μόνο συζύγου. Η ρύθμιση αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη, ενόψει, άλλωστε, και του ότι υπάρχει πάντοτε και η ασφαλιστική δικλείδα του δικαστικού ελέγχου για το αν η υιοθεσία συμφέρει στο παιδί (Ε. Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, 2008, σελ. 402). Συνεπώς, είναι επιτρεπτή εκ του νόμου, όχι μόνο η υιοθεσία, αλλά πολύ περισσότερο και η αναδοχή ανηλίκου, όταν το όριο ηλικίας και η διαφορά ηλικίας του ενός μόνο συζύγου - αλλά όχι και των δύο - από τον ανήλικο, είναι κατώτερα από αυτά που τίθενται με τις διατάξεις των άρθρων 1543 και 1544 ΑΚ. Και τούτο, γιατί θα ήταν αντίθετο με το συμφέρον του ανήλικου τέκνου να ήταν ανάδοχος γονέας ο ένας μόνο σύζυγος, στο πρόσωπο του οποίου θα συνέτρεχαν οι ηλικιακές προϋποθέσεις, αλλά όχι ο άλλος σύζυγος, που θα παρέμενε ξένος προς την αναδοχή, ενόψει, άλλωστε, του ίδιου του σκοπού του νόμου, να αντιμετωπισθεί και να ρυθμισθεί προς το συμφέρον του ανηλίκου με ήπιο, κατά το δυνατόν, τρόπο, η ελλειμματική κατάσταση που δημιουργείται εξ αιτίας της ανεπάρκειας των φυσικών του γονέων. Τέλος, το Δικαστήριο αποφασίζει για την αναδοχή ανηλίκου, στηριζόμενο στα δικαιολογητικά του άρθρου 3 παρ. 2 του ΠΔ 86/2009 και συνεκτιμώντας την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας ως προς το ήθος, τις βιοτικές συνθήκες και την καταλληλότητα γενικά της ανάδοχης οικογένειας (άρθρα 1533 παρ. 3, 1608, 1664 εδ. γ ΑΚ πρβλ. και άρθρα 1646 παρ. 2 ΑΚ, 746 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ωστόσο, κατά το άρθρο 19 παρ. 4 εδ. β του Ν 2521/1997, αν η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς την έκθεση και αυτό αποτελεί συνηθισμένη πρακτική, αφού οι κοινωνικές υπηρεσίες, για τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 49 επ. του Ν 2247/1996 δεν έχουν ακόμη συσταθεί, οι δε φορείς κοινωνικής εποπτείας του άρθρου 5 του ΠΔ 86/2009 δεν έχουν αρμοδιότητα για τη σύνταξη τέτοιας έκθεσης, ενώ και οι ειδικοί επιστήμονες του άρθρου 54 του Ν 2447/1996 και του ΠΔ 250/1999 έχουν αρμοδιότητες κοινωνικής υπηρεσίας μόνο για τη λειτουργία του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης (Κράνης, Αναδοχή ανηλίκου, ό.π.). Άλλωστε, η έκθεση αυτή δεν είναι δεσμευτική αλλά απλώς συνεκτιμάται και συνεπώς η παράλειψη προσαγωγής της δεν δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για την συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης (ΕφΠειρ 381/2006 ΠειρΝομ 2006.416). Προπάντων όμως το δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει το συμφέρον του ανηλίκου προκειμένου να αναθέσει σε ανάδοχους γονείς την πραγματική φροντίδα του και με το συμφέρον αυτό πρέπει η απόφασή του να είναι σύμφωνη, αφού συνεκτιμηθεί και η γνώμη του ανηλίκου, ο οποίος ανάλογα με την ωριμότητά του πρέπει να ακούγεται από το δικαστήριο, όπως επίσης οι ανάδοχοι και οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπός του (άρθρα 1664 εδ. α και β ΑΚ, 2 § 4 ΠΔ 86/2009 πρβλ. και άρθρα 1647, 1648 ΑΚ, 796 § 4 ΚΠολΔ, 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν 2101/1992) και 3 και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών (Ν 2502/1997)). [σκεπτικό της υπ.αρ 2778/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης].
Το Προεδρικό Διάταγμα 86/2009 -ΦΕΚ 114/Α'/16.7.2009 "Οργάνωση και λειτουργία του θεσμού της αναδοχής ανηλίκων" μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.