Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του






Παρατίθεται απόσπασμα της υπ.αρ. 974/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. 

 

«… Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα η προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. 'Ετσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του. Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα ειδικά θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. Β'), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α'), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος" (παρ 4 εδ. β ) και ότι ''μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν, και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). 'Ετσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του. Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και στην περίπτωση της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 8 του ν.2251/1994 και από την αναλογικώς, κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 παρ. 10 του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επομ. 926 και 927 ΑΚ (ΑΠ 1227/2007).

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού απορρίφθηκαν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, οι αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή, ως προς τον ιατρό …... και την αναιρεσείουσα εταιρία, η από 14.3.2001 αγωγή της αναιρεσίβλητης και επιδικάστηκε σ' αυτήν, λόγω βαριάς σωματικής βλάβης της από αμέλεια του εν λόγω εναγομένου ιατρού …… και των προστηθέντων από την αναιρεσείουσα ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο μαιευτήριο της τελευταίας α) το ποσό των 79.068 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία της και β) το ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης.  Ήδη ή αναιρεσείουσα προβάλλει, 1) με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του και τον τρίτο πρόσθετο λόγο, την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8α ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και ειδικότερα, ενώ η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη περιορίστηκε με την αγωγή της στην αναφορά ότι υφίσταται ευθύνη της εναγομένης (αναιρεσείουσας) για τη βλάβη της υγείας της, διότι οι προστηθέντες στην υπηρεσία της εναγομένης εφημερεύοντες ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της ίδιας στο μαιευτήριο της εναγομένης από 22 έως 24 Ιουνίου 1999 δεν διέγνωσαν πριν από την καισαρική τομή και τη νοσηλεία της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν προέβησαν εγκαίρως στην αφαίρεση του κυήματος και ακόμη διότι ο προστηθείς νευρολόγος ιατρός …., που την εξέτασε στις 25.6.1999 προέβη σε εσφαλμένη διάγνωση, αποκλείοντας το ενδεχόμενο εγκεφαλικής αιμορραγίας, αυτό (Εφετείο) δέχθηκε, χωρίς πρόταση εκ μέρους της ενάγουσας, ότι η εναγόμενη ευθύνεται, ως προστήσασα, για τα σφάλματα των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού της ΜΕΘ, που αποφάσισαν να παραμείνει η ενάγουσα στη ΜΕΘ της εναγομένης, η οποία δεν διέθετε τα μέσα να αντιμετωπίσει ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, και οι οποίοι δεν διέγνωσαν και δεν αντιμετώπισαν εγκαίρως την εγκεφαλική αιμορραγία, 2) με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, τις αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ με το να δεχθεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εσφαλμένης διάγνωσης του ιατρού ….., ο οποίος, όταν εξέτασε την ενάγουσα στις 25.6.1999 απέκλεισε καταρχήν την περίπτωση εγκεφαλικής αιμορραγίας, αλλά συνέστησε προς επιβεβαίωση την άμεση υποβολή της σε αξονική τομογραφία, και της βλάβης της υγείας αυτής, ζήτημα για το οποίο διέλαβε στην απόφασή του αντιφατική αιτιολογία, 3) με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, τις αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, διότι δέχθηκε, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του άρθρου αυτού, ότι ο νευρολόγος ιατρός ….  με τον οποίο συνδεόταν με σχέση ελεύθερης συνεργασίας, είχε προστηθεί στην υπηρεσία της, ζήτημα, για το οποίο και διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του τα εξής: " Από τις αρχές του 1999 η ενάγουσα, που τότε ήταν 38 ετών, κυοφορούσε το πρώτο της τέκνο. Από την 13η εβδομάδα της κυήσεως της, την γυναικολογική παρακολούθηση της εξέλιξής της ανέλαβε ο πρώτος εναγόμενος …... , γυναικολόγος, μαιευτήρας διδάκτορας της Ιατρικής Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών  και …… ο οποίος και θα διενεργούσε τον τοκετό, ο οποίος καθ υπόδειξη αυτού θα γινόταν στο μαιευτήριο της τετάρτης εναγομένης Ανώνυμης Εταιρείας ……  στις εγκαταστάσεις της οποίας θα παρείχε τις ιατρικές του προς αυτήν (ενάγουσα) υπηρεσίες χωρίς όμως να συνδέεται με την τέταρτη εναγόμενη με σχέση προστήσεως κατά την ως άνω έννοια του άρθρου 922 ΑΚ. Στα πλαίσια αυτής της παρακολούθησης η ενάγουσα, επισκεπτόταν κάθε μήνα το γυναικολόγο της αυτό, ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες του και υποβαλλόταν στις ιατρικές-εργαστηριακές εξετάσεις που εκείνος της υποδείκνυε. Η πορεία της εγκυμοσύνης της εξελισσόταν ομαλά στο διάστημα από την 13η έως και την 32η εβδομάδα της κυήσεως, και οι εξετάσεις της, στις οποίες υποβαλλόταν κάθε μήνα ανά ημερολογιακό μήνα, ήταν απολύτως φυσιολογικές. Η αρτηριακή της πίεση κυμαινόταν μεταξύ 100 και 120 η συστολική (μεγάλη) και 60 έως 75 η διαστολική (μικρή) η καμπύλη σακχάρου ήταν φυσιολογική, δεν υπήρχε ένδειξη σαφής λευκωματουρίας κατά τις γενικές εξετάσεις ούρων, μόνον η ένδειξη "ίχνη", το οποίο δεν προσδιορίζεται περαιτέρω επαρκώς, η δε αμνιοκέντηση στην οποία υποβλήθηκε την 11-2-99 ήταν απόλυτα φυσιολογική, ομοίως και, τα υπερηχογραφήματα στα οποία η ανάπτυξη του κυήματος εμφανιζόταν απολύτως ομαλή. Από την 28-29η εβδομάδα της κυήσεως η ενάγουσα αρχίζει να εμφανίζει ελαφρά οιδήματα στα κάτω άκρα της που συνεχίστηκαν μέχρι και την 32η εβδομάδα. Το σύμπτωμα αυτό είναι σύνηθες σε εγκύους που διανύουν το τρίτο τρίμηνο της κυήσεως, και ο γιατρός της συνέστησε να ξεκουράζεται και να έχει ανασηκωμένα τα πόδια της. Την 25-5-1999, και ενώ διάνυε την 32η εβδομάδα της κυήσεως της η ενάγουσα υποβλήθηκε σε βιοφυσικό έλεγχο και εξέταση Doppler από τα οποία προέκυψε ομαλή πορεία της κυήσεως και ότι το κυοφορούμενο είχε σχήμα κάθετο ισχιακό". Την 35η-36η εβδομάδα της κυήσεως κατά την επίσκεψή της στον ως άνω γυναικολόγο της διαπιστώθηκε ότι τα οιδήματα έγιναν εντονότερα και ότι η κυοφορούσα εμφάνισε υπέρταση από 150 η συστολική έως 90 η διαστολική, ενώ το κυοφορούμενο ήταν ακόμη σε σχήμα "ισχιακό" Τα συμπτώματα αυτά σε συνδυασμό με το ότι η κυοφορούσα είχε την πρώτη αυτή εγκυμοσύνη της σε προχωρημένη γι αυτήν ηλικία, ανάγκασαν τον γυναικολόγο της να της υποδείξει να εισαχθεί στη μαιευτική κλινική της τέταρτης εναγομένης ώστε να είναι υπό παρακολούθηση, να ενταχθεί σε συγκεκριμένο ανάλατο διαιτολόγιο και να υποβληθεί εκ νέου σε εξετάσεις, ώστε να εκτιμηθεί αν έπρεπε να υποβληθεί σε επείγουσα καισαρική τομή για την αφαίρεση του κυοφορούμενου. Πράγματι την 22/06/1999 η κυοφορούσα εισήχθη στη μαιευτική κλινική του ………………….. Εκεί υποβλήθηκε σε υπερηχογράφημα και διαπιστώθηκε α) η απουσία αμνιακού υγρού, β) ότι υπήρχαν ίχνη λευκωματουρίας, γ) το ουρικό της οξύ ήταν ανεβασμένο σε 7,0 δηλ στο ανώτατο όριο των φυσιολογικών τιμών (Α. 3,4-7,0 Γ. 2,4-5,7), δ) η πίεσή της από 14.00 μμ που εισήχθη μέχρι το βράδυ, κυμάνθηκε από 145 έως 150 η συστολική και από 80 έως 95 η διαστολική, και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή για την υπέρταση. Ο ως άνω πρώτος εναγόμενος γυναικολόγος παρά τα ως άνω συμπτώματα συνέχισε την ίδια αγωγή και δεν προχώρησε σε καισαρική τομή. Την επομένη 23-6-99 έγιναν στην ενάγουσα και πάλι εργαστηριακές εξετάσεις και υπερηχογράφημα και ο γιατρός …..., διαπίστωσε ότι είχε γίνει λάθος στο προηγούμενο υπερηχογράφημα, το οποίο ανέφερε απουσία αμνιακού υγρού, αφού υπήρχε αμνιακό υγρό όμως αυτό ήταν στα κατώτερα φυσιολογικά επίπεδα, το ουρικό οξύ της ενάγουσας είχε αυξηθεί σε 7,5 και η αρτηριακή της πίεση εξακολουθούσε καθ' όλη τη διάρκεια ημέρας να κυμαίνεται η συστολική από 130 έως 145 και η διαστολική από 80 έως 90, αν και αυτή ακολουθούσε φαρμακευτική αγωγή. Την επομένη 24-6-99 παρά τη συνέχιση της σχετικής φαρμακευτικής αγωγής από τις πρωινές ώρες η κατάσταση της υγείας της ενάγουσας χειροτέρεψε και συγκεκριμένα η ένδειξη ουρικού οξέως αυξήθηκε σε 7, 8 που θεωρείται παθολογική και η πίεση της κυμαινόταν από 150 έως 180 η συστολική και από 100 έως 120 η διαστολική. Ούτε όμως τότε ο γιατρός της αποφάσισε να προχωρήσει στη διακοπή της κυήσεως με καισαρική τομή αν και πλέον όλα τα ανωτέρω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κατάσταση προεκλαμψίας. Από ώρας 18.50 της ίδιας μέρας η ενάγουσα υπέστη εκλαμψία που εκδηλώθηκε ραγδαία με έντονη ζάλη και σπασμούς. Την κατάσταση αυτή διέγνωσαν οι ιατροί που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα στο μαιευτήριο ενημέρωσαν το γιατρό της (πρώτο εναγόμενο) και η ενάγουσα εισήχθη αμέσως στο χειρουργείο με εκλαμπτικούς σπασμούς όπου και πραγματοποιήθηκε άμεση αφαίρεση του κυήματος με καισαρική τομή από τον εναγόμενο μαιευτήρα και στη συνέχεια με εντολή εκείνου η ενάγουσα εισήχθη στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Εκεί η κατάσταση της υγείας της εξελίχθηκε ως εξής: Αρχικά βρισκόταν σε λήθαργο ενώ αντιδρούσε σε ομιλίες και σε ερεθίσματα, την 02.00 της επόμενης ημέρας 25/06/1999 απέκτησε καλά επίπεδα επικοινωνίας, αντιδρούσε σε λεκτικά ερεθίσματα και συνεργαζόταν καλά. Περί ώρα 06.30 εμφάνισε μυϊκό τρόμο που υποχωρούσε αυτόματα στη ηρεμία και στον ύπνο διαμαρτυρία για άλγος, δυσκαμψία αυχενική, ενώ διατηρούσε το αριστερό άνω άκρο σε συγκεκριμένη θέση και κάμψη και είχε δυσκολία κίνησης του αριστερού κάτω άκρου". Περί ώρα 07.00 - 07.30 π.μ διαπιστώθηκε υπολειπόμενη κινητικότητα στο αριστερό άνω και κάτω άκρο και μικρή πτώση της γωνίας του στόματος δεξιά. Με καθυστέρηση τριών και πλέον ωρών από την ως άνω διαπίστωση και συγκεκριμένα, περί ώρα 10.45πμ την εξετάζει ο νευρολόγος ιατρός ….. προστηθείς από το μαιευτήριο ….., ο οποίος αποκλείει την περίπτωση ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας, σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα, όμως συνιστά να υποβληθεί αυτή άμεσα σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου προκειμένου να βεβαιωθεί γι' αυτό. Όμως στο Μαιευτήριο …….. δεν υπήρχε αξονικός τομογράφος. Κατόπιν αυτού με εντολή του ως άνω γυναικολόγου της (πρώτου εναγομένου) και των προστηθέντων γιατρών της τετάρτης εναγόμενης που την παρακολουθούσαν στη ΜΕΘ, αποφασίστηκε την 11.30 να μεταφερθεί η ασθενής στο θεραπευτήριο ….. της πέμπτης εναγόμενης. Πράγματι η ασθενής μεταφέρθηκε εκεί και με την επιμέλεια του εφημερεύοντος νευροχειρουργού ….., δευτέρου των εναγομένων, υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, από την οποία διαπιστώθηκε εκτεταμένη παρεγχυματική αιμορραγία στο δεξιό ημισφαίριο και ειδικότερα στην περιοχή των δεξιών γαγγλίων εκτεινομένη στο σύστοιχο ακτινωτό στέφανο και ημιωοειδές κέντρο. Εξ ετέρου από κλινικής πλευράς η ασθενής είχε έκπτωση επιπέδου συνειδήσεως αλλά επικοινωνούσε κανονικά με το περιβάλλον, πτώση της γωνίας στόματος, αδυναμία αριστερού άνω και κάτω άκρου με αύξηση του μυϊκού τόνου και πελματιαία σε έκταση σύστοιχα. Ενόψει του ότι, όπως αναφέρθηκε, από τις 6.30-7.00 π.μ διαπιστώθηκε αδυναμία κινήσεως αριστερού άνω και κάτω άκρου με σύστοιχο πτώσης της γωνίας του στόματος προκύπτει ότι η εγκεφαλική αιμορραγία εκδηλώθηκε κατά την παραμονή της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στο μαιευτήριο …… κατά τη νοσηλεία της για εκλαμψία. Με δεδομένο ότι η ασθενής μεταφέρθηκε στο ….. μετά από πέντε ώρες από τη στιγμή που υπέστη την εγκεφαλική αιμορραγία και συνεπώς είχε πλέον εγκατασταθεί η ημιπληγία και η κατάστασή της, εφόσον δεν αντιμετωπίστηκε μέσα στα πρώτα 20 με 30 λεπτά, ήταν μη αναστρέψιμη, ο δεύτερος των εναγομένων νευροχειρουργός, επέλεξε ως μέθοδο θεραπείας της αιμορραγίας τη συντηρητική αντιμετώπιση αυτής με τη χορήγηση φαρμάκων και αγωγή φυσιοθεραπείας και όχι τη χειρουργική μέθοδο, ενημέρωσε δε σχετικά τους συγγενείς της ενάγουσας περί της φαρμακευτικής θεραπείας και φυσιοθεραπείας που θα ακολουθηθεί με σκοπό την απορρόφηση του αιματώματος. Από την αξονική τομογραφία εγκεφάλου της 30.6.99 διαπιστώθηκε ότι "ελέγχεται η παρεγχυματική αιμορραγία στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο χωρίς ουσιώδη μεταβολή ως προς το μέγεθος. 'Εχει σε μικρό βαθμό περιορισθεί η παρουσία αίματος σε υπαραχνοειδείς χώρους του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου σε σύγκριση με προηγούμενη εξέταση. Επανελέγχεται πολύ μικρή ποσότητα αίματος στο ινιακό κέρας της δεξιάς πλαγίας κοιλίας. Το εύρος του κοιλιακού συστήματος και των υπαραχνοειδών χώρων δεν έχει μεταβληθεί". Περαιτέρω χορηγήθηκαν στην ασθενή κατ' εντολή του δεύτερου φάρμακα και συνεστήθη να υποβληθεί σε κινησιοθεραπεία. Ο ως άνω γιατρός εκτιμώντας τα ευρήματα αυτά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εντός πέντε ημερών ήτοι από 25-6-99 έως 30-6-99 υπάρχει μερική ύφεση του νευρολογικού ελλείμματος με τάση απορροφήσεως του αιματώματος, ότι πρέπει να ξαναγίνει έλεγχος με αξονική τομογραφία εγκεφάλου, και συνιστά φαρμακευτική αγωγή και φυσιοθεραπείες σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης. Την 30-6-99 ο τρίτος εναγόμενος …., παθολόγος, προστηθείς από την πέμπτη εναγόμενη εταιρία εξέτασε για πρώτη φορά την ασθενή και αποφασίζουν από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο να υποβληθεί σε πλήθος εργαστηριακών εξετάσεων καθόσον παρουσίαζε προβλήματα παθολογίας όπως π.χ πυρετό, αναιμία, υπολευκωματιναιμία και αρτηριακή υπέρταση κατά διαστήματα προκειμένου να αντιμετωπίσουν και ενδεχόμενη λοίμωξη. Από 30-6-99 η ασθενής υποβλήθηκε και σε φυσικοθεραπεία (δις την ημέρα) από τη φυσίατρο ….. στο κέντρο της Πέμπτης των εναγομένων εταιρεία  …... Στη συνέχεια αυτή υποβλήθηκε σε πολλές εργαστηριακές εξετάσεις, αναλυτικές και εξαντλητικές οι οποίες ήταν αρνητικές και δεν υπέδειξαν μικροβιακό παράγοντα ως αιτία του πυρετού, υποβλήθηκε δε σε μεταγγίσεις ερυθροκυττάρων, πλάσματος και της χορηγήθηκαν και αντιυπερτασικά φάρμακα, με αποτέλεσμα μετά τη νοσηλεία της στο ….. από 28- 6-99 έως 16-7-99 να υποχωρήσει τελικά ο πυρετός, η αναιμία και η λευκοκυττάρωση, και να μην υπάρχουν σαφή στοιχεία λοιμώξεως. Στη συνέχεια η ενάγουσα μεταφέρθηκε κατ' επιλογή των συγγενών της στο δημόσιο νοσοκομείο …. προκειμένου να συνεχίσει την θεραπεία της εκεί, για προσωπικούς τους λόγους. Και οι γιατροί που επιλήφθηκαν εκεί δεν συνέστησαν την χειρουργική επέμβαση ως μόνη μέθοδο αντιμετώπισης της καταστάσεως της ασθενούς, αλλά συνέχισαν αρχικώς την ίδια φαρμακευτική αγωγή που είχαν συστήσει οι εναγόμενοι γιατροί την οποία στη συνέχεια άλλαξαν. Στο νοσοκομείο …. η ενάγουσα παρέμεινε μέχρι την 24-7-99. Εκεί την εξέτασαν και παθολόγος και γυναικολόγος επιλογής της οι οποίοι δεν διαφώνησαν με την ακολουθούμενη θεραπευτική μέθοδο. Κατά το διάστημα της εκεί νοσηλείας της εκτός από τον πυρετό που της εμφανίστηκε δεν προέκυψε άλλη επιδείνωση της υγείας της. Μετά από απόφαση των ιδιωτικών ιατρών …. παθολόγου και ….  γυναικολόγου, που η ίδια επέλεξε και συμβουλεύτηκε υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία κάτω κοιλίας, από την οποία διαπιστώθηκε πιθανή φλεγμονή ενδομητρίου, υγρό στο "δουγλάσιο" και εγκεφαλική αιμορραγία. Κατόπιν αυτού, την 24-7-99 με απόφαση δική της και των συγγενών της μεταφέρθηκε στο μαιευτήριο - νοσοκομείο ….. Την επομένη η ασθενής με δική της απόφαση επέστρεψε στο νοσοκομείο της πέμπτης εναγόμενης, όπου την 25-7-99 υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου από την οποία προέκυψε υπόνοια και μόνο αποστήματος στο έδαφος του απορροφημένου αιματώματος και στη συνέχεια χειρουργήθηκε στο κεφάλι από τον ιατρό - νευροχειρουργό ….. και συγκεκριμένα υποβλήθηκε σε δεξιά μετωποβρεγματική κρανιοτομία και αφαίρεση κυστικής μάζας. Στις επόμενες τομογραφίες εγκεφάλου που υποβλήθηκε στις 29-7-99, 2-8- 99, 12-8-99, 27-9-99 και 11-11-99 δεν παρατηρείται σημαντική βελτίωση παρά μόνο ελάττωση των πιεστικών και μόνο φαινομένων και δεν διαπιστώθηκε μεταβολή ούτε ως προς την έκταση ούτε προς την εν γένει μορφολογία της περιγεγραμμένης κοιλωτικής εξεργασίας στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο, η οποία εμφανίζει σε κάθε αξονική τομογραφία στο τοίχωμα της σκιαγραφική ουσία και περιβάλλεται από μεγάλης εκτάσεως οίδημα της λευκής ουσίας, ενώ όπως προκύπτει από τα διάγραμμα παρακολούθησης του ….. από 27 - 7- 99 έως και 14 - 8 - 99 η ασθενής είχε συνεχώς υψηλό πυρετό. Συνακόλουθα δεν υπήρξε κάποια βελτίωση της υγείας της ασθενούς μετά την ως άνω εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε ούτε και προκύπτει ότι η εγχείρηση αυτή ήταν αναγκαία αφού τόσο το αιμάτωμα σχεδόν απορροφήθηκε πλήρως ενώ ουδέποτε αναπτύχθηκε εγκεφαλικό απόστημα στο έδαφος του απορροφηθέντος αυτού αιματώματος εξαιτίας των ενεργειών του δευτέρου και τρίτου των εναγομένων ώστε να παρίσταται στη συνέχεια αναγκαία η εγχείριση στην οποία υποβλήθηκε κατ' εκτίμηση του ως άνω ιατρού που την διενήργησε. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη παθογόνων οργανισμών. Στη συνέχεια η υγεία της ασθενούς παρουσίασε κάποιες επιπλοκές και ειδικότερα φλεβοθρόμβωση και υδροκεφαλία που όμως δεν συνδέονται αιτιωδώς με τις ενέργειες και τη θεραπεία που χορηγήθηκε για την αντιμετώπιση της ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας από τους εναγομένους γιατρούς, αλλά οφείλονται στη χειρουργική επέμβαση, στην οποία υποβλήθηκε από τον ως άνω, μη διάδικο, γιατρό στο νοσοκομείο ….., στον οποίο απευθύνθηκε η ενάγουσα, και η οποία εγχείρηση κρίθηκε επιβεβλημένη κατά εκτίμηση του τελευταίου και μόνον, χωρίς να συμβουλευτεί ή να ενημερώσει τους εναγόμενους γιατρούς. Η σημερινή κατάσταση της υγείας είναι η εξής: Παρουσιάζει αμφοτερόπλευρη πυραμιδική συνδρομή με σαφή αριστερά επικράτηση και σπαστικότητα αριστερού άνω και κάτω άκρου. Γνωσιακές διαταραχές (μνήμη, συγκέντρωση) ή δυσφασικές διαταραχές του λόγου δεν έχει. Το περιεχόμενο σκέψης είναι χωρίς διαταραχές. Διατηρεί τον προσανατολισμό σε τόπο, χρόνο και πρόσωπα: Η όσφρηση είναι φυσιολογική. Η οπτική οξύτητα είναι μειωμένη και στους δύο οφθαλμούς, πιθανόν λόγω διαθλαστικών ανωμαλιών. Τα οπτικά πεδία είναι χωρίς ελλείμματα στον αδρό έλεγχο. Η οφθαλμοκινητικότητα είναι φυσιολογική, χωρίς νυσταγμό. Παρουσιάζει ημιυπαισθησία προσώπου αριστερά και πτώση γωνίας στόματος αριστερά. Η σύγκλειση βλεφάρων είναι φυσιολογική. Η σταφυλή είναι συμμετρική, σε φυσιολογική θέση, τα αντανακλαστικά βήχα και εμετού εκλύονται. Η γλώσσα δεν αποκλίνει. Η ακοή παρουσιάζει μικρή έκπτωση υποκειμενικά αριστερά. Τα αντανακλαστικά είναι καθολικά αυξημένα, με υπεροχή αριστερά. Το πέλμα είναι εκτατικό αριστερά και καμπτικό δεξιά. Η εξέταση της μυϊκής ισχύος δείχνει πλήρη ισχύ στα δεξιά άκρα (5/5) σε όλες τις κινήσεις. Στο αριστερό άνω άκρο οι κινήσεις των αρθρώσεων αγκώνα και καρπού είναι καταργημένες (0/5), οι κινήσεις δακτύλων πολύ μειωμένες (1/5) και η απαγωγή ώμου μειωμένη (4/5). Φέρει ουλές στη ραχιαία έσω επιφάνεια του άκρου ποδός, λόγω αναφερομένης τεντομετάθεσης του οπίσθιου κνημιαίου μυός το 2005. Το αριστερό άνω άκρο είναι μη λειτουργικό για την καθημερινή δραστηριότητα. Οι κινήσεις απαγωγής και πρόσθιας κάμψης στην κατ' ώμον άρθρωση, η κάμψη του αγκώνα και η κάμψη των δακτύλων είναι υπολειπόμενες. Η ενεργητική έκταση του αγκώνα της πηχεοκαρπικής άρθρωσης και των δακτύλων είναι μερικώς αδύνατες λόγω υπερτονίας. Παθητικά επιτυγχάνεται πλήρες εύρος κίνησης. Στο αριστερό κάτω άκρο έχει εκούσια κίνηση σε όλες τις αρθρώσεις πλην της ραχιαίας κάμψης της ποδοκνημικής άρθρωσης όπου έχει ελάχιστη κίνηση πιθανώς λόγω της τενοντομετάθεσης. Υπάρχει κλώνος μη εξαντλούμενος στην ποδοκνημική άρθρωση. Ο βαθμός σπαστικότητας είναι στην κάμψη γόνατος Asworth 2 και στην έκταση γόνατος Asworth 1. Έχει καλή ισορροπία σε καθιστή και όρθια θέση. Η βάδισή της έχει ημιπληγικό πρότυπο με υπολειπόμενη τη ραχιαία κάμψη της ποδοκνημικής άρθρωσης και υπερέκταση του αριστερού γόνατος. Η βάδιση δεν είναι ασφαλής χωρίς βοήθημα σε ανώμαλο έδαφος και έχει ανάγκη να υποστηρίζεται από δεύτερο άτομο. Απαιτείται η τοποθέτηση αντλίας μπακλοφένης για αντιμετώπιση της σπαστικότητας και λειτουργική βελτίωση. 'Οσον αφορά τη δυνατότητά της για εργασία, προκύπτει ότι είναι αδύνατο να εργαστεί ως δικηγόρος, ενώ εξακολουθούν οι επιληπτικές κρίσεις τύπου Grand Mal. Εξ ετέρου ευθύνεται και η τετάρτη εναγομένη, αφού οι γιατροί της ΜΕΘ αυτής που, παρά την επιστημονική τους ανεξαρτησία εν σχέσει με την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων, συνδέονται με αυτήν με σχέση προστήσεως κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, αποφάσισαν, με τη συναίνεση και του πρώτου εναγομένου (πού όμως δεν συνδέεται με σχέση προστήσεως με την εναγόμενη αυτή) να παραμείνει η ενάγουσα για νοσηλεία στη ΜΕΘ αυτής, παρόλο που αυτή (τέταρτη εναγομένη) δεν διαθέτει αξονικό τομογράφο και ήταν ενδεχόμενο, σύμφωνα με τα έως τώρα γνωστά δεδομένα στην ιατρική επιστήμη λόγω της αυξήσεως της αρτηριακής πιέσεως εξαιτίας της εκδήλωσης εκλαμψίας να δημιουργηθεί πρόβλημα, αιμάτωμα κλπ στον εγκέφαλο αυτής, όπως άλλωστε ισχυρίζονται και οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων και μάρτυρες ανταπόδειξης, πρόβλημα που δεν θα μπορούσε άλλωστε να αντιμετωπιστεί εγκαίρως και με κάθε ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή στο μαιευτήριο της τέταρτης εναγόμενης, εφόσον αυτό δεν διέθετε τα απαραίτητα μέσα, όπως και το ίδιο ομολογεί. Αντίθετα τόσο ο πρώτος εναγόμενος όσο και οι γιατροί της ΜΕΘ της τετάρτης εναγόμενης, που ήταν οι μόνοι που την παρακολουθούσαν και γνώριζαν εκ των προτέρων τις δυνατότητες της μονάδας αυτής αναφορικά με την πλήρη ή μη παροχή νοσηλείας, θα έπρεπε, ενεργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της Ιατρικής επιστήμης, αμέσως να δώσουν εντολή, λόγω της εκδήλωσης εκλαμψίας και της αυξημένης αρτηριακής της πιέσεως, να μεταφερθεί σε άλλο νοσοκομείο που να διαθέτει πλήρη υποστήριξη, ειδικά μηχανήματα, ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό κ.λ.π, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και ορθά, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, κάθε επιπλοκή στην υγεία της ενάγουσας και όχι να παραμείνει στη ΜΕΘ της εναγομένης εταιρείας ……. απλώς για παρακολούθηση. Ακόμη αποδείχθηκε ότι καταρχήν ενώ παρατηρήθηκε από τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό της ΜΕΘ του ….. που παρακολουθούσαν την εναγομένη υπολειπόμενη κινητικότητα στο αριστερό άνω και κάτω άκρο και μικρή πτώση της γωνίας του στόματος δεξιά" ήδη από τις 6.00 π.μ της 25-6-99, ως ανωτέρω αναφέρθη, με καθυστέρηση τεσσάρων ωρών καλείται ο νευρολόγος ….. που συνδέεται με σχέση προστήσεως με την εναγομένη εταιρεία  ….. να την εξετάσει, ο οποίος μάλιστα προβαίνει σε εσφαλμένη διάγνωση ισχυριζόμενος ότι δεν πρόκειται για εγκεφαλική αιμορραγία, δηλώνοντας ταυτοχρόνως και την αδυναμία του να αποφανθεί με ακρίβεια για αυτό, διότι ακριβώς απαιτείται να υποβληθεί η ενάγουσα σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, εξέταση στην οποία ενδεχομένως να έπρεπε ήδη να είχε υποβληθεί, εφόσον μόνον μέσω αυτής (εξετάσεως) διαπιστούται ευχερώς η βλάβη στον εγκέφαλο, και για το λόγο αυτό η ενάγουσα να υποβληθεί άμεσα στην εξέταση αυτή ευθύς μόλις μετεφέρθη στο ιατρικό κέντρο της πέμπτης των εναγομένων εταιρείας ……. Όμως, όπως αποδείχθηκε η εγκεφαλική αιμορραγία είχε εκδηλωθεί αρκετές ώρες πριν την επείγουσα μεταφορά της ενάγουσας στο ιατρικό κέντρο της πέμπτης εναγομένης εταιρείας, η οποία διέθετε όλα τα απαραίτητα μηχανήματα κλπ., ουδέποτε διεγνώσθη από τους ιατρούς της τετάρτης εναγομένης εταιρείας ούτε βεβαίως αντιμετωπίστηκε ορθώς και εγκαίρως εντός 30 λεπτών της ώρας από την εκδήλωση της, όπως απαιτείται κατά τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, προκειμένου να αποφευχθούν οι περαιτέρω βλάβες στην υγεία της ενάγουσας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω τόσο η επίμονη κοινή απόφαση πρώτου εναγομένου και ιατρών προστηθέντων της τετάρτης εναγομένης να παραμείνει η ενάγουσα στη ΜΕΘ της εναγομένης εταιρίας …… για παρακολούθηση, παρά την πραγματική αδυναμία της μονάδας αυτής για την άμεση αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης και εν προκειμένω σφόδρα πιθανής ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας, όπως απαιτείται για τέτοιου είδους επιπλοκές, όσο και η καθυστερημένη, καθώς και σφαλμένη διάγνωση αυτών (ιατρών), συνετέλεσαν αιτιωδώς στην περαιτέρω βλάβη της υγείας της ενάγουσας. Η τέταρτη εναγομένη, ως προστήσασα τους γιατρούς της ΜΕΘ αυτής και το νευρολόγο …., ευθύνεται αντικειμενικώς για τα ως άνω σφάλματα και τις παραλείψεις αυτών, τα οποία είχαν ως συνέπεια την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας ασθενούς. Σημειώνεται ότι οι πραγματογνώμονες  ….. και ….. στην 65/15.2.2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης τους αναφέρουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Ο κλινικοεργαστηριακός έλεγχος της επιτόκου κατά την διάρκεια της 22ας, 23ης και 24ης Ιουνίου 1999 ήταν σταθερός χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις επιβάρυνσης της κύησης ή της επιτόκου. Η οριακά υψηλή πίεση ερυθμίζετο ορθώς με αντιυπερτασική αγωγή ενώ ο υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου ήταν φυσιολογικός και μόνο η τιμή του ουρικού οξέως ήταν οριακά υψηλή (7,5). Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι από τα επισυναπτόμενα έγγραφα δεν διαφαίνεται κάποια επείγουσα ή απόλυτη ένδειξη άμεσου τερματισμού κυήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 22 έως 24 Ιουνίου 1999. Η απόφαση τερματισμού κυήσεως στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στην κρίση του θεράποντος ιατρού και πιστεύουμε ότι ορθώς ο κος …... προγραμμάτισε για την 25η Ιουνίου 1999 την καισαρική τομή. Η πρόβλεψη της εκδήλωσης εκλαμψίας δεν είναι ιατρικά εφικτή ειμί μόνο επί επιβάρυνσης των κλινικοεργαστηριακών δεδομένων (αρτηριακής πίεσης, βιοχημικών και αιματολογικών παραμέτρων) πράγμα το οποίο δεν συνέβη στην περίπτωση της κας ….. Η παρακολούθηση της κας ….. κατά τις ημέρες 22α, 23η και 24/06/1999 ήταν, σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης, και βασίσθηκε σε αντικειμενικά, κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα. Η επέλευση παροξυσμού την εσπέρα της 24ης Ιουνίου 1999 (ώρα 18.50) δεν μπορούσε ιατρικώς να προβλεφθεί. Καθήκον του μαιευτήρα σε ανάλογες περιπτώσεις αποτελεί, η προσπάθειά του να διασφαλίσει την καλή κατάσταση της υγείας της μητέρας αλλά και τη βιωσιμότητα του εμβρύου με την αποφυγή της γέννησης ενός πρόωρου νεογνού. Οι δυσχέρειες λήψης της "ορθής" απόφασης είναι πολλαπλές σε ανάλογες περιπτώσεις. Δεδομένου δε ότι η "διαίσθηση" δεν έχει θέση στη λήψη ιατρικών αποφάσεων αυτές πρέπει να λαμβάνονται βασιζόμενες μόνο στα αντικειμενικά ιατρικά δεδομένα και αποδείξεις, όπως αυτά αναφέρονται βιβλιογραφία (Evidence Based Medicine). H ενάγουσα εισήχθη εν συνεχεία για παρακολούθηση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του μαιευτηρίου ……. απόφαση αυτή ήταν ιατρικά ορθή καθόσον ασθενείς με εκλαμπτικό παροξυσμό νοσηλεύονται σε αντίστοιχες μονάδες για εκτίμηση της μετεγχειρητικής πορείας από κλινικοεργαστηριακή και νευρολογική άποψη. Η μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς και η νευρολογική συμπτωματολογία, λόγω της εγκεφαλικής αιμορραγίας καθώς και η ορθότητα των ιατρικών παρεμβάσεων εκτιμώνται από ιατρούς αντίστοιχων ειδικοτήτων. Από τη γυναικολογική εξέταση της κας ….., η οποία έγινε την 9η Ιουλίου 2007 στο Νοσοκομείο ….., διαπιστώθηκε ότι από γυναικολογικής μαιευτικής άποψης δεν παρουσίαζε κάτι το παθολογικό, το οποίο να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τη διενεργηθείσα καισαρική τομή στις 24/6/1999". Όμως οι πραγματογνώμονες αυτοί δεν αναφέρουν γιατί έγινε εξαγωγή της ενάγουσας από το μαιευτήριο …….  γιατί έγινε επανεισαγωγή της την ίδια ημέρα, οπότε θα αναδεικνυόταν το πρόβλημα και οι παραλείψεις του πρώτου εναγομένου και του προσωπικού της ΜΕΘ αυτού. Αναφέρει ότι ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε ορθώς αναβάλλοντας την καισαρική τομή για 2 ημέρες, αλλά δεν αναφέρει τι θα κέρδιζε η επίτοκος ή το νεογνό από μια διήμερη αναβολή που εντέλει απέβη κατά τα ως άνω μοιραία. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή κάνει μία γενικόλογη αναφορά στην εκλαμψία επισημαίνοντας ότι η διαίσθηση δεν έχει θέση στη λήψη ιατρικών αποφάσεων και ότι αυτές πρέπει να λαμβάνονται μόνο με αντικειμενικά ιατρικά δεδομένα. Επ' αυτών λεκτέα τα εξής: Σε οποιαδήποτε επιστήμη, πολύ περισσότερο στην ιατρική, δεν έχει θέση η διαίσθηση, αλλά η γνώση η επιστημονική παρατήρηση και η βάσει αυτής διάγνωση αλλά και η πρόβλεψη με τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο γιατρός τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και βεβαίως και με όσα από την έως τότε εμπειρία του έχει αποκομίσει. Με βάση όλα αυτά ο γιατρός θα προχωρήσει στη λήψη των αναγκαίων κάθε φορά αποφάσεων για τις ενέργειες στις οποίες από ιατρικής πλευράς θα προβεί για την καλύτερη έκβαση της υγείας του ασθενούς που καταφεύγει σε αυτόν. Από τη φύση της κάθε ενέργεια του γιατρού έχει ένα στοιχείο προβλεπτικότητας, άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο, αφού με αυτή την ενέργεια σκοπεύει να προστατεύσει ή να θεραπεύσει την υγεία εκείνου που προστρέχει σ' αυτόν. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, που κατά το χρόνο που εισήχθη στα ως άνω θεραπευτήρια ήταν ηλικίας 39 ετών και ασκούσε το επάγγελμα της δικηγόρου, από την βλάβη της υγείας της δοκίμασε θλίψη και απογοήτευση και συνεπώς δικαιούται ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η σε βάρος της πράξη, την υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου και των προστηθέντων οργάνων της τέταρτης εναγομένης οι οποίοι με την ειδικότητά τους, την εμπειρία και τις γνώσεις τους μπορούσαν να προβλέψουν και να αποτρέψουν τη βλάβη της υγείας της παθούσας, το είδος της βλάβης της υγείας της, η οποία έχει μόνιμη αναπηρία, αδυνατεί να κινηθεί χωρίς κηδεμόνα, πρέπει να υποβοηθείται από άλλο άτομο, αδυνατεί να κινεί το αριστερό της χέρι, δεν αυτοεξυπηρετείται και παρουσιάζει βαριές επιληπτικές κρίσεις και τις συνέπειες που θα έχουν οι βλάβες αυτές της υγείας της στην επαγγελματική και προσωπική ζωή της και τις συγκεκριμένες βιοτικές της συνθήκες, όπως εναργώς αποτυπώνονται από το αποδεικτικό υλικό (δεν μπορεί πλέον να εργάζεται ως δικηγόρος ούτε να αναπτύσσει την προσωπικότητά της και να επιμελείται του ανηλίκου τέκνου της, αλλά αντιθέτως η ίδια εξαρτάται στην καθημερινότητά της από τη φροντίδα άλλων), και τέλος την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ότι το ποσό που πρέπει να επιδικασθεί σ αυτήν ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη ανέρχεται στο ποσό των 300.000 ευρω". Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και ενόψει της προηγούμενης νομικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία για τη θεμελίωση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης από την παροχή ιατρικών υπηρεσιών ο ζημιωθείς φέρει απλώς το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και το αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την παροχή των υπηρεσιών και ο παρέχων τις υπηρεσίες να επικαλεστεί και να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, προαναφερόμενος λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 8α ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς πρόταση εκ μέρους της ενάγουσας, ότι η εναγομένη ευθύνεται, ως προστήσασα για τα σφάλματα των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού της ΜΕΘ, που αποφάσισαν να παραμείνει η ενάγουσα στη ΜΕ της εναγομένης, η οποία δεν διέθετε τα μέσα να αντιμετωπίσει ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, και οι ποίοι δεν διέγνωσαν και δεν αντιμετώπισαν εγκαίρως την εγκεφαλική αιμορραγία, ελέγχεται αβάσιμος. Οι σχετικές με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων από την εναγομένη ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού αναφορές στην αγωγή δεν αποτελούν αναγκαίο ιστορικό για τη θεμελίωση αυτής, αλλά διατυτώνονται καθ' υποφορά, ως αιτιολογημένη άρνηση, για την απόκρουση της ένστασης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας για ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης των προστηθέντων στην υπηρεσία της προσώπων.

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν πλήττεται επιτυχώς με τους αναιρετικούς λόγους, δικαιολογεί την παραδοχή της αγωγής της αναιρεσίβλητης εναντίον της αναιρεσείουσας και στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό αυτής. Συνακόλουθα, οι προβαλλόμενες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του και τον πρώτο πρόσθετο λόγο, αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου α) τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, με το να δεχθεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εσφαλμένης διάγνωσης του ιατρού ….. και βλάβης της υγείας της ενάγουσας και β) τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, με το να δεχθεί ότι ο εν λόγω ιατρός, με τον οποίο συνδεόταν με σχέση ελεύθερης συνεργασίας, είχε προστηθεί στην υπηρεσία της, ζητήματα τα οποία διέλαβε επιπροσθέτως στην απόφασή του αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, αξιολογούνται προεχόντως ως αλυσιτελείς. Η επίδραση των θεμάτων αυτών περιορίζεται στο δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ενεχομένων από την αδικοπραξία (ΑΚ 927) το οποίο όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της ένδικης υπόθεσης. Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ ΚΙΊολΔ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι ένορκες βεβαιώσεις είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο κατά την αντίστοιχη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια διαδικασία της υπόθεσης και λαμβάνονται υπόψη μόνο αν σωρευτικά συντρέχουν και οι δυο απαιτούμενες προϋποθέσεις, δηλαδή α) να έχουν συνταχθεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υπόθεσης ενώπιον του αντίστοιχου δικαστηρίου στο οποίο προσκομίζονται και β) να έχουν ληφθεί μετά προηγουμένη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές. Αν το δικαστήριο της ουσίας στο οποίο προσκομίζονται τέτοιες βεβαιώσεις τις λάβει υπόψη του, ενώ για τη λήψη τους δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις αυτές, λαμβάνει υπόψη του ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο και ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11α ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1519/2009).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 Περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφασή είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς '' ισχυρισμών'' έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 14/2005). Για το παραδεκτό όμως του λόγου αναίρεσης και στις δύο αυτές περιπτώσεις, δηλαδή του λόγου αναίρεσης για λήψη υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού μέσου και αποδεικτικού μέσου, του οποίου δεν έγινε νόμιμη επίκληση, θα πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ότι το ανεπίτρεπτο του αποδεικτικού μέσου ή η μη νόμιμη επίκλησή του προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο  562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 315/2008, ΑΠ 1416/2007). Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο η αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α και β, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις δοθείσες στον Ειρηνοδίκη ……, με επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, ένορκες βεβαιώσεις 1046, 1047 και 1048/24.12.2012 των ……. και …., α) οι οποίες αποτελούν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, διότι μεταξύ της κλήτευσης της ίδιας (αναιρεσείουσας), που έλαβε χώρα στις 20.12.2012, ημέρα Παρασκευή, και της δόσης των βεβαιώσεων αυτών στις 24.12.2012, ημέρα Τρίτη, δεν μεσολαβούν δύο εργάσιμες ημέρες και β) οι οποίες δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, λόγω της μη νόμιμης επίκλησής τους εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, η οποία τις επικαλέστηκε μόνο με την προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και μάλιστα με αρίθμηση που αντιστοιχεί σε άλλα προσκομισθέντα σχετικά έγγραφα. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος και κατά δύο σκέλη του, προεχόντως διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο εν λόγω ισχυρισμός για το ανεπίτρεπτο και τη μη νόμιμη επίκλησή των πιο πάνω ενόρκων βεβαιώσεων, για τον οποίο δεν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις, προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, έλλειψη η οποία δεν καλύπτεται, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ως προς το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού της, από την προβολή ενώπιον του, Εφετείου του απαραδέκτου των πιο πάνω ένορκων βεβαιώσεων, λόγω μη εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, από το συνεναγόμενο και απλό ομόδικό της ιατρό …..., οι πράξεις του οποίου δεν ωφελούν τους λοιπούς απλούς ομοδίκους του (75 παρ. Ι ΚΠολΔ). Κατά την έννοια του αρθρ. 559 αριθ 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999).

Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939 "περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρ. 47 του ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 181/2011). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς ή ψυχικής οδύνης των μελών της οικογενείας αποβιώσαντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρ. 299 και 932 (ΑΠ 424/2012). Ειδικότερα, το ιατρικό σφάλμα, εμφανίζεται με τη μορφή εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης ως αποκλίνουσας σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης σε σχέση με τους οποίους δεν υφίσταται αμφισβήτηση. Υπό την έννοια αυτή, στο πεδίο της διερεύνησης της συνδρομής ιατρικού σφάλματος, συνδεόμενου με την επιλογή ορισμένης θεραπευτικής μεθόδου, η αναζήτηση και ο προσδιορισμός του ειδικότερου περιεχόμενου όσων κανόνων διαγράφουν εφαρμοζόμενα κριτήρια αξιολόγησης ως παράνομης της συμπεριφοράς του ιατρού, δεν επιχειρείται μέσω της αναγωγής στο πρότυπο της ίασης του ασθενούς, προσαρμοζόμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η κρίσιμη για την θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης διαπίστωση δεν συνδέεται με την απουσία επίτευξης ενός τέτοιου αποτελέσματος, αλλά με την επιβλαβή επίδραση της έλλειψης παροχής κατάλληλης ιατρικής φροντίδας. Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμελείας αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου, που στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, εξέταση του ασθενούς, εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών) β) είτε ως εσφαλμένη πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. -μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος, εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, (δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας. Στην προκειμένη περίπτωση, στις πιο πάνω αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, α) ότι οι προστηθέντες από την αναιρεσείουσα ιατροί της ΜΕΘ αποφάσισαν να παραμείνει η αναιρεσίβλητη στην ΜΕΘ της αναιρεσείουσας, παρόλο που η τελευταία δεν διέθετε αξονικό τομογράφο και ήταν ενδεχόμενο, κατά τα γνωστά στην ιατρική επιστήμη, λόγω της αύξησης της αρτηριακής πίεσης εξαιτίας της εκδήλωσης "εκλαμψίας", να δημιουργηθεί αιμάτωμα στον εγκέφαλό της, β) ότι αντιθέτως οι προστηθέντες από την αναιρεσείουσα ιατροί της ΜΕΘ οι οποίοι παρακολουθούσαν την αναιρεσίβλητη και γνώριζαν την κατάσταση της υγείας της και τις δυνατότητες της μονάδας αυτής, θα έπρεπε, ενεργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, να δώσουν αμέσως εντολή λόγω της εκδηλώσεως "εκλαμψίας" και της αυξημένης αρτηριακής της πίεσης, να μεταφερθεί σε άλλο νοσοκομείο. το οποίο να διαθέτει πλήρη υποστήριξη από ειδικά μηχανήματα και ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και ορθά, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης κάθε επιπλοκή στην υγεία της αναιρεσίβλητης, αντί της παραμονής στη ΜΕΘ της αναιρεσείουσας απλώς προς πακολούθηση και γ) ότι, όταν κλήθηκε ο νευρολόγος …..  προς εξέτασή της, μετά παρέλευση τεσσάρων ωρών από της 06.00 της 25-6-1999, οπότε παρατηρήθηκε από τους παρακολουθούντες την αναιρεσίβλητη και προστηθέντες από την αναιρεσείουσα ιατρούς "υπολειπόμενη κινητικότητα στο αριστερό άνω και κάτω άκρο και μικρή πτώση της γωνίας του στόματος δεξιά", δήλωσε, παρά την εσφαλμένη αρχική διάγνωσή του ότι δεν πρόκειται περί εγκεφαλικής αιμορραγίας αδυναμία να αποφανθεί με ακρίβεια περί τούτου, ενόψει του ότι ήταν αναγκαία η διενέργεια αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία και υποβλήθηκε η αναιρεσίβλητη, όταν μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο …….. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………….  Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι δεν δημιουργείται αντίφαση από την παράλληλη παραδοχή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αναιρεσίβλητη περί ώρα 02.00 της  25.6.1999, ευρισκόμενη στη ΜΕΘ, παρουσίασε απλώς βελτίωση και ειδικότερα απέκτησε καλά επίπεδα επικοινωνίας, αντιδρούσε σε λεκτικά ερεθίσματα και συνεργαζόταν καλά. Επομένως ο τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και διατυπώνεται η αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για παραβίαση εκ πλαγίου των πιο πάνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ και 24 του α.ν 1565/1939, κρίνεται αβάσιμος. Με το άρθρο 25 παρ 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα ''πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (ΟλΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο απευθύνεται κατ' αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ' εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα (ΟλΑΠ 6/2009). Επομένως είναι απαράδεκτος ο πέμπτος πρόσθετος λόγος από το άρθρο 559 αριθ. Ι ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε ευθέως τη θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρο 25 παρ. 1 αρχή της αναλογικότητας με την επιδίκαση στην αναιρεσίβλητη του ποσού των 300.000 ευρώ, ως χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος βέβαια της οποίας καθορίζεται με βάση την παρεχόμενη στο δικαστήριο της ουσίας από το άρθρο 932 ΑΚ γνήσια διακριτική ευχέρεια, του οποίου η σχετική κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. Ι ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά, δεν εφαρμόσει το συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή ή μη των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο ζημιωθείς από την πλημμελή παροχή ιατρικών υπηρεσιών, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει για την επιδίκαση της αξίωσής του αποζημίωσης, εκτός των άλλων, και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, ώστε να θεμελιώνεται κατά την διάταξη του άρθρ. 914 ΑΚ αδικοπρακτική ευθύνη.

Συνεπώς για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής αυτής διάταξης ελέγχεται αναιρετικά η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δέχθηκε ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτίας της ζημίας, αφού πρόκειται για κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα η κρίση ότι ορισμένη συμπεριφορά αποτέλεσε αναγκαίο όρο της ζημίας αναφέρεται σε πράγματα και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, έγινε δεκτό από το Εφετείο, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης α) ότι στις 25 - 7 - 1999 η αναιρεσίβλητη υποβλήθηκε στο θεραπευτικό νοσοκομείο της πέμπτης εναγομένης εταιρείας …… σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, από την οποία προέκυψε υπόνοια και μόνο αποστήματος στο έδαφος του απορροφημένου αιματώματος και στη συνέχεια χειρουργήθηκε στο ίδιο θεραπευτήριο ….. στο κεφάλι από το νευροχειρουργό …… και συγκεκριμένα υποβλήθηκε σε δεξιά μετωποβρεγματική καινοτομία και αφαίρεση κυστικής μάζας β) ότι δεν υπήρξε κάποια βελτίωση της υγείας της ασθενούς μετά την εγχείριση αυτή, ούτε προκύπτει ότι ήταν αναγκαία, αφού τόσο το αιμάτωμα σχεδόν απορροφήθηκε πλήρως, ενώ ουδέποτε αναπτύχθηκε εγκεφαλικό απόστημα στο έδαφος του απορροφηθέντος αυτού αιματώματος, ώστε να παρίσταται στη συνέχεια αναγκαία η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε χωρίς επιπρόσθετα η ύπαρξη παθογόνων οργανισμών, γ)ότι η υγεία της αναιρεσίβλητης παρουσίασε φλεβοθρόμβωση και υδροκεφαλία, οι οποίες οφείλονται στη χειρουργική επέμβαση που υποβλήθηκε από τον νευροχειρουργό …… και παράλληλα κατά τρόπο αντιφατικό, δ) ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την εν λόγω εγχείριση και την αντιμετώπιση των επιπλοκών από αυτή (φλεβοθρομβώσεως και υδροκεφαλίας) συνδέονται αιτιωδώς με τις παραλείψεις των προστηθέντων από την αναιρεσείουσα (τετάρτη εναγομένη εταιρεία  …..) ιατρών. Τα πραγματικά, όμως, αυτά περιστατικά με τις συναφείς αντιφατικές αιτιολογίες εντοπιζόμενες αποκλειστικά στη σφαίρα δράσης της πέμπτης εναγομένης εταιρείας ….. και των προστηθέντων εσφαλμένα υπήχθησαν στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, όσον αφορά τη σχέση των ίδιων περιστατικών ευθύνης με την αγωγική ευθύνη της αναιρεσείουσας, ο οποίος, όπως είναι προφανές, διακόπηκε από την παρεμβολή, κατά της παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, της μη αναγκαίας εγχείρισης, με επιπλοκές στην υγεία της αναιρεσίβλητης. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει, ως προς το κεφάλαιο της σε βάρος της επιδικασθείσας στη ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη αποζημίωσης για τις δαπάνες νοσηλείας της στο θεραπευτικό κέντρο …… του χρονικού διαστήματος από 25.7.1999  έως 25.8.1999, ύψους 12.034.338 δραχμών και του χρονικού διαστήματος από 2.2.2000  έως 21.2.2000  ύψους  4.976.512  δραχμών και συνολικά 17.010.850 δραχμών και ήδη  49.921,80 ευρώ, τις αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου με ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠοΛΔ, πρέπει κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της που αναφέρεται στην επιδικασθείσα υπέρ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης αποζημίωση για τις δαπάνες νοσηλείας της στο θεραπευτικό κέντρο ….. του χρονικού διαστήματος από 25.7.1999  έως 25.8.1999, ποσού 35.317,20 ευρώ (12. 034.338 δραχμών) και του χρονικού διαστήματος από 2.2.2000 έως 21.2.2000, ποσού 14.604,60 ευρώ (4.976.512 δραχμών) και συνολικά ποσού 49.921,80 ευρώ ( 17.010.850 δραχμών), να παραπεμφθεί, κατά το εν λόγω αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο με άλλη σύνθεση (580 παρ. 3 ΚΠολΔ και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (178,183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό…»  

 



Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.