Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. συνάγεται ότι : α) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού, ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, β) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την εργασία τους, γ) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρεώσεως προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση και δ) όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, οπότε δεν υπάρχει «κοινός οίκος» ούτε «οικογενειακές ανάγκες», παύει μεν η υποχρέωση συνεισφοράς, διότι δεν είναι νοητή, αλλά ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, προκαταβαλλομένη κάθε μήνα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούται και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, με τη διαφορά ότι ενώ όταν υπάρχει συμβίωση οι υποχρεώσεις συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται αλλά εκπληρώνονται αθροιστικώς, όταν διακόπτεται η συμβίωση χωρεί ένα είδους συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, με την έννοια ότι ο δικαιούχος είναι τελικά μόνο εκείνος ο σύζυγος ο οποίος υπό τους όρους της εγγάμου συμβιώσεως όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, οφείλεται ως διατροφή (σε χρήμα) η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς, χωρίς τη συνδρομή της αδυναμίας του προς διατροφή, διότι η αδυναμία δεν αποτελεί προϋπόθεση παροχής της διατροφής. Συνεπώς, ο μετέχων βάσει της οικονομικής του δυνατότητας στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο του ποσού συμμετοχής του άλλου συζύγου, θα δικαιούται, σε περίπτωση διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, διατροφής από τον τελευταίο, αφού κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου (ΑΠ 1206/2008, ΕΦΑΔ 2009, σελ.175, ΑΠ 1217/2007, NOMOS, ΕφΑθ 5545/2008, ΕλΔ/νη 2009, σελ.557, ΕφΑθ 5421/1985, ΕλΔ/νη 26, σελ.978, ΕφΑθ 402/2007, ΕΦΑΔ 2008, σελ.314, ΕφΠατρ 1115/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008, σελ.272). Ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται ελαττωμένη (χρηματική) διατροφή αν υπέπεσε σε παράπτωμα που συνιστά βάσιμο λόγο διαζυγίου και υπάρχει υπαιτιότητά του. Χρειάζεται, πάντως, σχετική ένσταση, για την οποία απαιτείται αφ` ενός η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου και αφ` ετέρου αντίστοιχο αίτημα και επί πλέον προσδιορισμός, από τον ενιστάμενο σύζυγο, του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης διατροφής (ΑΠ 551/2011, δημοσίευση NOMOS, ΑΠ 1207/2008, δημοσίευση NOMOS, ΑΠ 132/2003, ΝοΒ 2003, 1635, ΕφΔωδ 382/2009, δημοσίευση NOMOS, ΕφΠατρ 748/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010, 218). Η υποχρέωση διατροφής του συζύγου παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις (άρθρ. 1391 παρ.2 Α.Κ.). Η διάταξη αυτή λειτουργεί ως ρήτρα επιείκειας και αναφέρεται σε κάθε είδους γεγονότα ή περιστατικά και έχουν σχέση με το πρόσωπο του δικαιούχου ή του υποχρέου. Τέτοια περίσταση αποτελεί και η εις το πρόσωπο του συζύγου ύπαρξη περιουσίας, έστω και απροσόδου, δυναμένης πάντως να ρευστοποιηθεί και ικανοποιήσει έστω και κατ` αυτόν τον τρόπο τις περί διατροφής ανάγκες αυτού ή και η μακροχρόνια ασθένεια (ΑΠ 1206/2008, ΕΦΑΔ 2009, 175, ΑΠ 272/2004, ΝοΒ 2005, 275, ΕφΑθ 1151/2008, ΕλΔ/νη 2008, 825, ΕφΠατρ 83/2007, ΕΦΑΔ 2008, 788). Πάντως, σε διατροφή συζύγου ο υπόχρεος σύζυγος δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση ότι δεν μπορεί να δώσει τη διατροφή χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (ΑΠ 132/2003, ΝοΒ 2003, 1635, ΕφΑθ 1151/2008, ΕλΔ/νη 2008, 825). Για τη θεμελίωση της αξίωσης διατροφής απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ` επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή συζύγου. Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα. Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει αφ` ενός του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρεώσεως των συζύγων για συμβίωση «εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος» και αφ` ετέρου των εισαγομένων, με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα, αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού βίου τους πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει την σφαίρα της προσωπικότητάς του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα παρά την αντίθετη θέληση του υπόχρεου, που επιθυμεί την εξακολούθησή της. Τέτοια, όμως, περίπτωση δεν συντρέχει όταν η διακοπή της συμβιώσεως έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, είτε με την πρόθεση αυτών να λύσουν συναινετικά το γάμο, είτε για άλλη αιτία, διότι η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί την διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογος αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου, χωρίς τη συνδρομή περίστασης που να επιβάλλει την παύση ή τη μείωση της διατροφής αυτού. Τέλος, ο σύζυγος, ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, οφείλει να καταβάλλει τη διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1207/2008, Δ 2008, σελ.1063, ΕφΑθ 1151/2008, ΕλΔ/νη 2008, σελ.825, ΕφΛαμ 98/2009, NOMOS, ΕφΔωδ 169/2007, NOMOS).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1390 εδ.α΄, 1485, 1486,1489 παρ.2 και 1493 του Α.Κ. προκύπτει ότι και οι δύο γονείς του ανηλίκου τέκνου, που δεν μπορεί να διατραφεί από τους δικούς του πόρους, είναι υποχρεωμένοι να διατρέφουν αυτό, καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα. Το μέτρο της διατροφής του ανηλίκου τέκνου καθορίζεται από τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 1493 Α.Κ. Για τον καθορισμό των αναγκών του δικαιούχου της διατροφής λαμβάνεται υπόψη η ηλικία, η υγεία, το επάγγελμα, τυχόν ειδικές ανάγκες λόγω εκπαίδευσης ή από άλλη αιτία, οι κοινωνικές υποχρεώσεις και οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής (Α.Π. 1810/1985, ΝοΒ 34, 1406), με την έννοια ότι το υπερβολικό ή το κανονικό ορισμένων δαπανών θα κριθεί από την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση των υποχρέων για διατροφή (Εφ.Θεσ. 873/1989, Ελ.Δ/νη 30, 1016). Αν το τέκνο που δικαιούται σε διατροφή στραφεί μόνο κατά του ενός γονέα του, δικαιούται ο τελευταίος να επικαλεστεί ότι και ο άλλος έχει την οικονομική δυνατότητα να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του τέκνου. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (1489 παρ.2 Α.Κ.) καταλυτική εν μέρει της αγωγής του τέκνου και, αν αποδειχθεί, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγομένου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα του άλλου (Α.Π. 1268/1984, 1838/1984, 2197/1984, ΝοΒ 33, 807, 1139, 1169, Εφ.Θεσ. 66/1993, Αρμ/λος 47, 128). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1487 Α.Κ. ο γονέας δεν μπορεί να προτείνει κατά του ανηλίκου τέκνου την ένσταση διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής, εκτός αν ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι ο ανήλικος μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου σε διατροφή του ή ότι μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του. Αν όμως πρόκειται για τον άλλο γονέα δεν προβάλλεται η ένσταση αυτή αλλά η παραπάνω από το άρθρο 1489 παρ.2 Α.Κ. Ως οικονομικές δυνατότητες των γονέων νοούνται όχι μόνο εκείνες που πηγάζουν από την περιουσία, έστω κι αν είναι απρόσοδες (Ολ.Α.Π. 9/1992), ή τους πόρους τους, αλλά οι εν γένει δυνάμεις τους και προφανώς η ικανότητα για τη δημιουργία πόρων με την ανάλογη εργασία. Επίσης από τη νέα διάταξη του άρθρου 1390 του Α.Κ. και την καθιέρωση (μετά από συνταγματική επιταγή) της ισοτιμίας των δύο φύλων, που απαιτεί ισομερή κατανομή των βαρών μεταξύ των γονέων, επιβάλλεται σε αυτούς (γονείς) είτε συμβιούν, είτε είναι σε διάσταση, να συμβάλλουν στη διατροφή των τέκνων ανάλογα με τις δυνάμεις τους αξιοποιώντας και τη δυνατότητά τους για εργασία. Για τον ίδιο λόγο εκείνος από τους γονείς που έχει την επιμέλεια των τέκνων μπορεί να συνυπολογίσει καθετί που συνδέεται με πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες των τέκνων αλλά και άλλες παροχές σε είδος που απορρέουν από τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων θα συνυπολογιστεί στην υποχρέωσή του για διατροφή. Περαιτέρω, με τον όρο καλή πίστη του άρθρου 288 Α.Κ. νοείται η σε κάθε χρηστό και έντιμο άνθρωπο επιβαλλόμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα για την ουσιαστική επίτευξη του σκοπού ενοχής. Η κατά το άρθρο αυτό καλή πίστη διέπει όχι μόνο τις ενοχές υπό ευρεία έννοια αλλά και κάθε έννομη σχέση μεταξύ δύο προσώπων που πηγάζει από το νόμο, ήτοι από μη ενοχικά δικαιώματα, όπως τα οικογενειακά. Προδήλως, λοιπόν, διέπει και την από το νόμο υποχρέωση διατροφής κατιόντος, τα προσδιοριστικά στοιχεία της οποίας επηρεάζονται τόσο από την προσωπική - επαγγελματική εργασία του υπόχρεου όσο και από την από τους νόμους της αγοράς εκμετάλλευση της περιουσίας του. Περαιτέρω εναντίον της καλής πίστεως, υπό την ανωτέρω διατυπωθείσα έννοια αυτής, ενεργεί και ο γονέας όταν με το σκοπό ματαιώσεως ολικά ή μερικά της υποχρεώσεώς του για την καταβολή διατροφής στο ανήλικο τέκνο του αποφεύγει να εκμεταλλευτεί την περιουσία του. Στις περιπτώσεις αυτές, το εισόδημα που εναντίον της καλής πίστεως απέφυγε να αποκτήσει ο γονέας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του τέκνου του, διότι στις οικονομικές δυνάμεις του γονέα, κατ` αναλογία των οποίων αυτός υποχρεούται σε διατροφή, περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα που απέφυγε να αποκτήσει για τους προαναφερόμενους λόγους (ΑΠ 1507/2001, ΝοΒ 2002, 1658, ΕφΑθ 8716/2003, ΕλΔ/νη 2004, 1465, ΕφΠειρ 951/2004, ΕλΔ/νη 2005, 199, ΜΠρΑθ 1786/2000, Αρμ/λος 2002, 383, ΜΠρΠειρ 3758/2008, δημοσίευση NOMOS).
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.