Παρατίθεται
κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 586/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης
στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
"…Σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 293 ΚΠολΔ,οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης
να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο
συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου
δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης.
Συμβιβασμός που έγινε με άλλο τρόπο δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης και
κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Από τη διάταξη αυτή σε
συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361 και 871 του ΑΚ, προκύπτει, ότι ο
συμβιβασμός που έγινε εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν
της δίκης, αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παρ. 1 του άρθρου 293 Κ.Πολ.Δ, φέρει
τον χαρακτήρα εξώδικου συμβιβασμού και κρίνεται ως σύμβαση κατά τις διατάξεις
του ουσιαστικού δικαίου. Ο εξώδικος
συμβιβασμός, κρινόμενος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κατά το ουσιαστικό
δίκαιο, δεν καταργεί τη δίκη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση, η
οποία, αν προταθεί και αποδειχθεί, υποχρεώνει το δικαστήριο της ουσίας να
ρυθμίσει το διατακτικό της απόφασής του σύμφωνα με το περιεχόμενο του
συμβιβασμού και να αποφανθεί περαιτέρω ότι δεν υφίσταται αντικείμενο της δίκης
(ΑΠ 1800/2005). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 παρ.
2 περ. γ και 527 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με
το άρθρ. 21 παρ. 2 του Ν. 3911/2011 από 21-7-2011 (και εφαρμόζεται στην
προκειμένη περίπτωση που η συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό έγινε υπό την
ισχύ της), προκύπτει, ότι είναι παραδεκτή η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών
ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν, ή προτάθηκαν απαράδεκτα στην πρωτόδικη δίκη,
εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως (ΑΠ 1143/2015).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Υπό τον όρο "απαράδεκτο"
νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την παραβίαση
δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των
αναγκαίων προϋποθέσεων κύρους της (Ολ.ΑΠ 12/2000).
Στην
προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατ’ επίκληση
πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση
διότι παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την επαναφερθείσα ενώπιον του Εφετείου
και αποδεικνυομένη εγγράφως, ένσταση εξώδικου συμβιβασμού. Από την επισκόπηση
των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), στο πλαίσιο
διερεύνησης του άνω αναιρετικού λόγου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εναγόμενος και
ήδη αναιρεσείων, με τις από 17-1-2012 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της συζητηθείσας στις 8-2-2012, από 16-2-2006 αγωγής
των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι
το ποσοστό συμμετοχής τους στην ομόρρυθμη εμπορική εταιρία με την επωνυμία
"... ΟΕ", ανερχόταν σε 40% καθενός των δύο πρώτων απ’ αυτούς και 20% του
εναγομένου και ότι είναι άκυρο το από 3-9-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης
εταιρικού της ανωτέρω εταιρίας, προέβαλε τον ισχυρισμό του έγγραφου εξώδικου συμβιβασμού
ως προς το επίδικο θέμα, δυνάμει του από 13-2-2009 εγγράφου με τον τίτλο
"ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΕΞΩΔΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ" υπογεγραμμένου από τους
διαδίκους (το περιεχόμενο του οποίου εξέθετε εξ ολοκλήρου στις προτάσεις του),
και με το οποίο συμφωνήθηκε, μετά από αμοιβαίες εξηγήσεις και εν όψει και του
συγγενικού τους δεσμού (πατέρας και τέκνα) να λύσουν οριστικά την μεταξύ τους
ανακύψασα αντιδικία από την άσκηση της ένδικης αγωγής, με την αποδοχή (μεταξύ
άλλων) ότι τα ποσοστά συμμετοχής τους στην πιο πάνω εταιρία, ανεξαρτήτως των
μέχρι σήμερα μεταβολών της ανέρχονται σε 50% του ιδίου και 50% συνολικά των
αντιδίκων του και ζήτησε να επικυρωθεί από το δικαστήριο και να καταργηθεί η
δίκη. Μετά την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος από το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι "δεν πρότεινε ένσταση
ανατρεπτική, ζητώντας να εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα ή να κριθεί
ότι δεν υφίσταται αντικείμενο της δίκης" και την μερική αποδοχή της
αγωγής, ο αναιρεσείων, με λόγο της ασκηθείσας από 19-3-2014 έφεσής του, επανέφερε
τον ισχυρισμό του περί εξώδικου συμβιβασμού, ζητώντας να εκδοθεί απόφαση
σύμφωνα με αυτόν και να αποφανθεί περαιτέρω το δικαστήριο ότι δεν υφίσταται
αντικείμενο της δίκης, ενώ το από 13-2-2009 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό που
τον απεδείκνυε, το επεκαλείτο ρητώς τόσο με το δικόγραφο της έφεσής του (στο
οποίο περιέλαβε αυτούσιο το περιεχόμενό του), όσο και με τις ενώπιον του
Εφετείου από 10-11-2014 προτάσεις του. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε για το
ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία ζήτημα της ένστασης εξώδικου συμβιβασμού
και του αντίστοιχου λόγου έφεσης τα ακόλουθα: "...Το αίτημα δε να
αναγνωρισθεί ότι το ποσοστό συμμετοχής του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (ήδη
αναιρεσείοντος) στο κεφάλαιο της εταιρείας με την επωνυμία "... ΟΕ" ανέρχεται
σε 50% και το ποσοστό των εναγόντων - εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσιβλήτων) επίσης
σε 50% συνολικά για όλους του ενάγοντες - εφεσίβλητους (που αποτελεί μέρος του
περιεχομένου του, ως θα αναφερθεί κατωτέρω από 13-2-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού
εξώδικου συμβιβασμού) απορριπτέο τυγχάνει ως απαράδεκτο... Πρέπει δε να
σημειωθεί ότι ο ως άνω ισχυρισμός ως λόγος εφέσεως αλυσιτελώς υποβάλλεται ως
στηριζόμενος επί λανθασμένης προυποθέσεως, διότι... και όπως προκύπτει από το
κείμενο της εκκαλούμενης αλλά και από τα οικεία πρακτικά της συζήτησης και τις
προτάσεις του εναγομένου στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ένσταση ανατρεπτική δεν
υποβλήθηκε ποτέ από τον εναγόμενο και γι’ αυτόν το λόγο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
δεν ασχολήθηκε (ορθώς), με τέτοιο θέμα".
Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο παρά
το νόμο και ειδικότερα κατά παράβαση των προαναφερθεισών δικονομικών διατάξεων
των άρθρων 527 παρ. 3 και 269 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ απέρριψε ως απαράδεκτο τον άνω
λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος με τον οποίον επανέφερε την ένστασή του περί
εξώδικου συμβιβασμού, και ζήτησε να εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με αυτόν, χωρίς να
ερευνήσει ότι συνέτρεχε η συνδρομή της προϋπόθεσης του εδ. γ της παρ. 2 του
άρθρου 269 ΚΠολΔ, της απόδειξής του δηλαδή με έγγραφο, η οποία σε κάθε
περίπτωση τον καθιστούσε παραδεκτό και επέβαλε την ουσιαστική διερεύνησή του
από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ακόμη και αν είχε υποβληθεί απαραδέκτως
ενώπιον του πρωτοβαθμίου, λόγω μόνο της μη επιγραμματικής καταχώρησής του στα
οικεία πρακτικά, δοθέντος ότι σχετικό αίτημα υπήρχε. Επισημαίνεται, ότι για το
παραδεκτό της βραδείας αυτής προβολής δεν ήταν αναγκαία η πανηγυρική επίκληση
στο δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος του κειμένου και του αριθμού της
διάταξης του άρθρ. 269 παρ. 2γ περ. γ του ΚΠολΔ (ΑΠ 1735/2008), πέραν του ότι
στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις
του επεκαλείτο συγκεκριμένα και τις διατάξεις αυτές.
Συνεπώς,
ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών
λόγων που πλήττουν το αυτό κεφάλαιο....".
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.