Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Αποκλήρωση με διαζύγιο




Παρατίθεται απόσπασμα της υπ.αρ. 618/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δημοσιευμένης στην τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  

«…Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του Ν 1329/1983, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου, που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επέρχεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος στο σύνολό του, ήτοι περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος εξαίρετου του επιζώντος συζύγου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει τη λύση του γάμου με διαζύγιο, υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αίτια που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως νόμιμες αιτίες που δικαιολογούν την λύση του γάμου νοούνται οι εκ των άρθρων 1439 και 1440 ΑΚ, λόγοι διαζυγίου, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αμαχήτως τεκμαιρόμενος εκ της υπερτετραετούς διαστάσεως κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, ο οποίος κατά τον ρητό ορισμό του νόμου (ΑΚ 1439 παρ. 2 εδ. α') θεμελιώνεται ακόμη και στην περίπτωση, που ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Επομένως, το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού επέρχεται ασχέτως υπαιτιότητος του εναγομένου συζύγου, αφού ο νόμος αποσυνδέει τους λόγους διαζυγίου από την υπαιτιότητα [ΑΠ 766/2004 ΕλΔ 46,454, ΕφΑθ 2490/2005 ΕλΔ 47,585].
Στην προκειμένη περίπτωση (...) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις ….  1995 πέθανε σε ηλικία 49 ετών από …. ο ..., σύζυγος της ενάγουσας-εναγομένης .... Οι ενάγοντες-εναγόμενοι ... και ο ... είναι αδελφοί του θανόντος, μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Ο θανών είχε ασκήσει κατά της ως άνω συζύγου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 23.1.1995 και με αριθμό καταθέσεως …./1995 αγωγή, με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου τους, που είχε τελεστεί στις 26.12.1977, κυρίως λόγω ισχυρού κλονισμού των μεταξύ τους σχέσεων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως, να είναι γι' αυτόν αφόρητη, αλλιώς γιατί βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια. Η συζήτηση της αγωγής αυτής προσδιορίστηκε για τις 3.4.1995, αλλά αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2.10.1995, προκειμένου να συνεκδικαστεί με την 22.2.1995 αντίθετη αγωγή της ενάγουσας-συζύγου του. Όμως, λόγω του ως άνω θανάτου του ..., επήλθε βιαία διακοπή της δίκης του διαζυγίου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά πάροδο τριετίας από την τέλεση του γάμου τους, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις τους. Ειδικότερα η ενάγουσα-εναγομένη, υπάλληλος του …, παραμελούσε το σύζυγό της, δεν φρόντιζε ούτε αυτόν, ούτε τη συζυγική τους οικία, που της ανήκε κατά κυριότητα και τον απειλούσε συνεχώς, ότι θα τον εκδιώξει. Πολλές φορές μετά από μεταξύ τους επεισόδια, με φωνασκίες και εξυβρίσεις, κυρίως με αφορμή τη συγκατοίκηση στη συζυγική οικία της αδελφής της ενάγουσας, την οποία (συγκατοίκηση) και δεν επιθυμούσε ο σύζυγός της, του απαγόρευε την είσοδο στην οικία τους, με αποτέλεσμα να διανυκτερεύει σε συγγενικά ή φιλικά του πρόσωπα. Είχε υποψίες για ερωτικό δεσμό αυτής, οι δε γείτονες του εμπιστεύθηκαν ότι, όταν κατά μήνα Σεπτέμβριο 1988 απουσίαζε αυτός εκτός Αθηνών για υπηρεσιακούς λόγους, η σύζυγός του εξερχόταν από τη συζυγική τους οικία με άνδρα και επέστρεφε τις πρωινές ώρες. Στις παρατηρήσεις του η ενάγουσα-εναγομένη του δήλωνε, ότι δεν επιθυμεί, να συμβιώνει μαζί του και τον καλούσε, να απομακρυνθεί από τη συζυγική οικία. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά τον Οκτώβριο του έτους 1988, με την αποχώρηση του συζύγου από την οικία, εξαιτίας βέβαια και του ερωτικού δεσμού του τελευταίου με την τρίτη εναγομένη (ΧΧΧ). Η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως του αποβιώσαντος, που άρχισε από τον Οκτώβριο του έτους 1988, διήρκεσε μέχρι το θάνατό του (7.5.1995), ήταν συνεχής και χωρίς καμία πρόθεση επανασυμβιώσεως εκ μέρους του. Για τα ως άνω κλονιστικά περιστατικά της έγγαμης σχέσεως του ζεύγους, αλλά και τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεών των, συνεχώς και χωρίς πρόθεση επανασυμβιώσεως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας, κατέθεσαν με λόγο γνώσεως οι μάρτυρες, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εναγόντων της δεύτερης αγωγής. Άλλωστε και η ενάγουσα-εναγομένη στην ως άνω από 22.2.1995 αντίθετη αγωγή της ομολογεί τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβιώσεως, εκθέτοντας ως περιστατικά κυρίως τον ερωτικό δεσμό του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της και την υφαίρεση από αυτόν ολόκληρης της οικοσυσκευής κατά την αποχώρησή του, αλλά και ότι από τον Οκτώβριο του έτους 1988 «δεν έχει επιστρέψει στη συζυγική οικία». Αλλά και οι μάρτυρες, που εξετάστηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης, κατέθεσαν κλονιστικά περιστατικά της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων και ότι έζησαν μαζί μέχρι το έτος 1988, όπως η αδελφή αυτής ....
Επομένως, αποδεικνύεται πλήρως ότι ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά της ενάγουσας-εναγομένης συζύγου του και ότι οι επικαλούμενοι σε αυτή λόγοι διαζυγίου, δηλαδή ο ισχυρός κλονισμός (κύριος) και η υπερτετραετής συνεχής διάσταση (επικουρικός) είναι αληθείς και ουσιαστικά βάσιμοι. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος κατά τη διάρκεια της σχεδόν επταετούς διακοπής της συμβιώσεως του με την ενάγουσα-εναγομένη επιθυμούσε την αποκατάσταση των σχέσεών τους, την επιστροφή του στη συζυγική οικία μετά τη θεραπεία του και ότι τούτο (τάχα) το δήλωνε σε τρίτους, έτσι ώστε η ενάγουσα-εναγομένη να δίνει πίστη στις υποσχέσεις και δηλώσεις του αυτές. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, η διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως τους ήταν διαρκής. Ο κληρονομούμενος όσο ήταν υγιής συγκατοικούσε με την τρίτη εναγομένη (ΧΧΧ), η οποία τον περιέθαλπε και τον φρόντιζε μέχρι το θάνατό του. Δεν αποδείχθηκε ακόμη ότι υπήρξε επαναπροσέγγιση των συζύγων καθόλο το χρονικό διάστημα της διαστάσεως τους με κοινή βούληση επανασυμβιώσεώς τους. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται στο ελάχιστο από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 13.7.1995 εξώδικη δήλωση της τρίτης εναγομένης (ΧΧΧ) κατά των εναγόντων-εναγομένων αδελφών του κληρονομουμένου, αφού το περιεχόμενό της περιορίζεται στην ύπαρξη και το κύρος της διαθήκης και δεν γίνεται καμία αναφορά στην άσκηση της αγωγής διαζυγίου και τους αναφερόμενους σε αυτή (αγωγή) λόγους. Εξάλλου ο κληρονομούμενος με το υπ' αριθμό …/14.3.1995 ειδικό πληρεξούσιο ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χ…. είχε χορηγήσει στο δικηγόρο Αθηνών Χ….. την απαιτούμενη ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, να παραστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής διαζυγίου κατά τη δικάσιμο, που είχε οριστεί για την εκδίκασή της ή σε οποιαδήποτε μετ' αναβολή δικάσιμο και να τον εκπροσωπήσει. Δεν ανταποκρίνεται, συνεπώς, στα πράγματα ο ισχυρισμός της εναγόμενης-ενάγουσας ότι η αγωγή διαζυγίου δεν εξέφραζε τη βούληση του αποβιώσαντος συζύγου της, αλλά ήταν προϊόν πιέσεων των αδελφών του, ούτε, άλλωστε, αυτή (αγωγή) παρίσταται καταχρηστική από το γεγονός της άσκησής της λίγο καιρό πριν από το θάνατό του.
Βάσει των αποδειχθέντων αυτών πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα-εναγομένη σύζυγος του κληρονομουμένου δεν έχει κατ' άρθρο 1822 ΑΚ κανένα κληρονομικό δικαίωμα στην κληρονομιαία αυτού περιουσία. Εξάλλου δεν απορρέει δεδικασμένο για την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος (εναγόμενης-ενάγουσας) από τις επικαλούμενες από την ίδια αποφάσεις: α) υπ' αριθμό …/2001 οριστική αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε, με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί αγωγής αυτής κατά της εργοδότριας εταιρίας του κληρονομουμένου, με την επωνυμία «ΧΧΧ» και αφορούσε την επιδίκαση σε αυτή ποσού 7.352.840 δραχμών ως εφ' άπαξ αποζημίωση λόγω θανάτου του (κληρονομουμένου), σε συνδυασμό με την υπ' αριθμό …/2000 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε πρωτόδικα την ίδια ως άνω διαφορά, και β) υπ' αριθμό …/1996 του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εναγόντων-εναγομένων αδελφών του κληρονομουμένου για έκδοση κληρονομητηρίου, γιατί δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΚΠολΔ 822 επ.), καθόσον προεχόντως οι αποφάσεις αυτές δεν εκδόθηκαν με διαδίκους τους τώρα ενάγοντες-εναγομένους και δεν πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία.
Μετά ταύτα και αφού κατ' άρθρο 1822 ΑΚ αποκλείεται η ενάγουσα-εναγομένη από κάθε κληρονομικό δικαίωμα επί της κληρονομίας του συζύγου της, δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον της να προσβάλει ως πλαστή και εικονική την από 12.1.2005 ιδιόγραφη διαθήκη αυτού, με την οποία εγκαθίστατο στο δικαίωμα οικήσεως (στην οικία του) η τρίτη εναγομένη (Β.Χ.) και συνακολούθως η αγωγή της είναι απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου (ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας προς προσβολή του κύρους της διαθήκης). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, με ταυτόσημες (ορθές) αιτιολογίες, δέχθηκε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε ως ενιαίοι λαμβανόμενοι λόγοι της εφέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι κατ' ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της…»


Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
https://stefaniasouli.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.