Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Η Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem

 

Παρατίθεται απόσπασμα της με αριθμό 1111/2022 απόφασης του  Διοικητικού Εφετείου Ουσίας, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  

«…Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι: «2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987 (Α΄ 89), ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, καταρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως «ποινικές» και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 9/2021, 406/2019, 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. και τις αναφερόμενες σε αυτή αποφάσεις του ΔΕΕ)…»

 


Στεφανία Ι. Σουλή

Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια

http://www.stefaniasouli.gr/

 

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Εικονική πώληση που υποκρύπτει δωρεά υπό τρόπο. Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας.

 

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 14/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.

«…Η  από 27-7-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2020 έφεση της εκκαλούσας - εναγόμενης κατά της με αρ. 1140/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή διορθώθηκε με την με αρ. 2286/2020 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η απόφαση επιδόθηκε στις 25.6.2020 (βλ. επισημείωση της δικ. επιμελήτριας …. στο επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 27.7.2020 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησης της έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ' άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αρ. . e -παράβολο, το οποίο πληρώθηκε).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε στην από 12.3.2019 και με αριθμό καταθέσεως .../2019 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. …/5-4-2012 συμβολαίου πώλησης και παρακράτησης επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ... που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας μεταβίβασε στην εναγόμενη ποσοστό 4/5 εξ αδιαιρέτου την ψιλή κυριότητας (αναγραφόμενης στο συμβόλαιο αξίας 23.800,00 €) της περιγραφόμενης σε αυτή (αγωγή) οριζόντιας ιδιοκτησίας, παρακρατώντας ισόβια για τον εαυτό του την επικαρπία, Ότι η ως άνω μεταβίβαση λόγω πώλησης, ήταν εικονική, αφού στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε τίμημα, αλλά υπέκρυπτε δωρεά υπό τρόπο και ειδικότερα υπέκρυπτε δωρεά που έγινε με τη συμφωνία πως η εναγόμενη θα παρέχει σε αυτόν (ενάγοντα) φροντίδα περιποίηση και συμπαράσταση για τα εναπομείναντα χρόνια της ζωής του. Ότι, επιπλέον, την ίδια ημέρα, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου δωρεάς και παρακράτησης επικαρπίας της ίδιας συμβολαιογράφου Αθηνών ... που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας μεταβίβασε στην εναγόμενη ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του ίδιου ανωτέρω παρακρατώντας ισόβια για τον εαυτό του την επικαρπία, η δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη καταχωρήθηκε νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας.

Ότι η εναγόμενη, από το Φεβρουάριο του έτους 2017 και μέχρι σήμερα παραλείπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για παροχή φροντίδας στο πρόσωπο του και επιπλέον, επιδίδεται εξακολουθητικά σε ύβρεις και προσβολές σε βάρος του, κατά τα ειδικώς στην αγωγή εκτιθέμενα. Ότι λόγω της μη τήρησης από την εναγόμενη του τρόπου υπό τον οποίο είχαν συναφθεί οι ανωτέρω χαριστικές δικαιοπραξίες, άλλως, επικουρικά, λόγω της αχαριστίας που έδειξε προς το πρόσωπο του, όπως αυτή αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή, ανακάλεσε τις ως άνω δωρεές δυνάμει εξώδικης δήλωσης - ανάκλησης που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 28-2-2019. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε : α) να αναγνωριστεί ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης που καταρτίσθηκε με το με το άνω συμβόλαιο τυγχάνει άκυρη λόγω εικονικότητας και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής σύμβαση δωρεάς υπό τρόπο, β) να αναγνωριστεί ότι αμφότερες οι αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δωρεάς έχουν ανακληθεί, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη  να του αναμεταβιβάσει την  ψιλή  κυριότητα κατά ποσοστό 5/5 εξ αδιαιρέτου της περιγραφόμενης στην αγωγή οριζόντιας ιδιοκτησίας και δ) σε περίπτωση άρνησης αυτής, να καταδικασθεί αυτή σε σχετική δήλωση βουλήσεως, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε ότι η σύμβαση πώλησης των 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι σχετικώς άκυρη και υποκρύπτεται δωρεά και ότι αυτή όπως και η σύμβαση δωρεάς του ποσοστού 1/5 εξ αδιαιρέτου, έχουν νομίμως ανακληθεί, υποχρέωσε την εναγόμενη να αναμεταβιβάσει στον ενάγοντα την κυριότητα αυτών και καταδίκασε αυτήν σε δήλωση βούλησης για την αναμεταβίβαση της ψιλής κυριότητας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή κι ερμηνεία του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά το άρθρο 138 § 1 δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, κατά δε την § 2 του ίδιου άρθρου άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύσταση της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξία είναι συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου (άρθρα 159 §1, 369 και 498 § 1 ΑΚ), αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας, αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα επιτρεπόμενα εκάστοτε αποδεικτικά μέσα (Ολ. ΑΠ 36/1998, ΑΠ 500/2019, ΛΠ 164/2019, ΑΠ 291/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων άρθρων 503, 505 και 507 ΑΚ προκύπτει ότι ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και το ίδιο δικαίωμα έχει ο δωρητής και όταν ο δωρεοδόχος παραλείπει υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο υπό τον οποίο έγινε η δωρεά. Αχαριστία με την έννοια της πρώτης διάταξης νοείται η έλλειψη στο δωρεοδόχο συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή, που εκδηλώνεται με υπαίτια και καταλογιστή σ' αυτόν αντικοινωνική του συμπεριφορά, η οποία αντιβαίνει σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας και στρέφεται κατά του ίδιου του δωρητή, του συζύγου ή στενού συγγενή του. Έτσι, αχαριστία μπορεί, σύμφωνα με τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη και οικονομική ενίσχυση, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η επίδειξη καταφρόνησης προς το δωρητή με λόγο ή έργο. Η αδιαφορία του δωρεοδόχου προς τον δωρητή που έχει ανάγκη από περίθαλψη, αποδοκιμάζεται κοινωνικά, γι' αυτό παρέχεται δικαίωμα στο δωρητή να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος δεν ανέλαβε τέτοια υποχρέωση με τη σύμβαση της δωρεάς. Κριτήρια για να σταθμιστεί η βαρύτητα του παραπτώματος είναι, από αντικειμενική άποψη, ο δεσμός μεταξύ του δωρητή και του δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς, η αξία του αντικειμένου της, όπως, επίσης, ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή του στενού συγγενή του, ενώ από υποκειμενική άποψη το παράπτωμα πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης προς την αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Το αν η διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα, κρίνεται από το δικαστή ο οποίος, για τη μόρφωση της κρίσης του, εκτιμά την συμπεριφορά αυτή βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, του συζύγου ή του στενού συγγενούς του (ΑΠ 85/2020, ΑΠ ΑΠ 726/2017, ΑΠ 1434/2014, ΑΠ 655/2014, ΑΠ 1832/2011, ΑΠ 109/2010, ΑΠ 1982/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 60/2016, ΕφΛαρ 25/2013, ΕφΔωδ 184/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Καράκωστας, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, άρθρο 505 αρ.1-7).

 

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ειδικότερα των με υπ' αρ. .../9-7-2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων .... που ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά .... αφού προηγήθηκε νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ' αρ .Γ/3-7-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ..., των υπ' αρ.../28-6-2019 και .../15-7-2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ... που ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. τις υπ' αρ .Γ/25-6-2019 και .Γ/10-7-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ... και των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους, είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων τελώντας σε χηρεία και ήδη συνταξιούχος συνδέθηκε από το έτος 2011 σε ηλικία 79 ετών σε ελεύθερη σχέση με την τελούσα επίσης σε χηρεία και πολύ νεότερη του εναγόμενη, ηλικίας 60 ετών. Προκειμένου να παράσχει κίνητρο στην εναγόμενη να τον φροντίζει περισσότερο με το με αρ. .../5-4-2012 συμβόλαιο πώλησης και παρακράτησης επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ... που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας (αρ. καταχώρησης ... μεταβίβασε σ' αυτήν ποσοστό 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας (με αναγραφόμενη αξία στο συμβόλαιο 23.800,00 €) της υπό στοιχ. Α. οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου εμβαδού 44,30 τ.μ., που βρίσκεται σε πολυκατοικία επί της οδού ... και ... στο δήμο …. Αττικής (με ΚΑΕΚ ...) παρακρατώντας την επικαρπία. Την ίδια ημέρα με το με αρ.../5-4-2012 συμβόλαιο δωρεάς και παρακράτησης επικαρπίας της ίδιας συμβολαιογράφου που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό λόγω δωρεάς στην εναγόμενη το άλλο 1/5 εξ αδιαιρέτου της άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας. Τις δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες συνένωσε ο εναγόμενος σε μια ενιαία αυτοτελή ιδιοκτησία, διατηρώντας στην υπό στοιχ. Α. ιδιοκτησία το δικαίωμα της επικαρπίας, ενώ στην υπό στοιχ. Α. ιδιοκτησία την πλήρη κυριότητα. Στο πρώτο από τα ανωτέρω συμβόλαια (…/5-4-2012) γίνεται αναφορά (η συνήθης σε συμβολαιογραφικά έγγραφα) ότι το τίμημα καταβλήθηκε εκτός του γραφείου του συμβολαιογράφου. Στην πραγματικότητα όμως δεν καταβλήθηκε τίμημα και η αληθινή βούληση των μερών ήταν η σύμβαση αυτή να ισχύσει ως δωρεά, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες του ενάγοντος και προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν ληφθεί υπόψη ότι ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου της ιδίας ιδιοκτησίας δώρισε ο ενάγων την ίδια ημέρα με το με αρ.../2012 συμβόλαιο στην εναγόμενη, ώστε να μην υπάρχει άλλος λόγος για την πώληση σ' αυτήν του άλλου 4/5 της οριζόντιας ιδιοκτησίας, παρά μόνο φορολογικοί λόγοι, για την αποφυγή της καταβολής του φόρου δωρεάς. Εκτός αυτών η εναγόμενη δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την καταβολή του ποσού αυτού στον ενάγοντα (αποδεικτικό κατάθεσης στο λογαριασμό του ή έστω αποδεικτικό ανάληψης από δικό της λογαριασμό, αν η καταβολή αυτή είχε γίνει μετρητοίς). Για τον ίδιο λόγο (μη προσκόμιση εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων) δεν κρίνονται πειστικές και οι καταθέσεις των μαρτύρων της εναγόμενης ότι οι συγγενείς αυτής την βοήθησαν για να συγκεντρώσει το ποσό αυτό, οι οποίες είναι και αόριστες, αφού δεν προσδιορίζεται ποιος και τι ποσό έδωσε. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το περιεχόμενο της από 14-3-2017 εξώδικης δήλωσης και της από 4.7.2017 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής του ενάγοντος, καθώς με αυτές επικαλούμενος ότι είναι επικαρπωτής της ΑΙ οριζόντιας ιδιοκτησίας και κύριος της Α2 ζήτησε την απόδοση τους, με βάση τις διατάξεις περί νομής και κατοχής. Αποδεικνύεται επομένως ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει η ανωτέρω πώληση των 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της ΑΙ οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό το με αρ. .../2012 συμβόλαιο ήταν φαινομενική και ήθελαν να καλύψουν κάτω από την πώληση αυτή δωρεά υπό τρόπο, ήτοι χωρίς αντάλλαγμα και με τον όρο φροντίδας, περιποίησης και περίθαλψης του ενάγοντος από την εναγόμενη. Με τον ίδιο όρο είχε συμφωνηθεί και η δωρεά της ψιλής κυριότητας του άλλου 1/5 εξ αδιαιρέτου στην εναγόμενη, ανεξαρτήτως αν ο όρος αυτός δεν αναγράφηκε ρητώς στο με αρ. …/2012 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ... Επίσης παρόλο που στο άνω συμβόλαιο αναφέρεται ότι η δωρεά αυτή είναι ισχυρή αμετάκλητη και ότι το δωρητής παραιτείται από κάθε δικαίωμα για διάρρηξη ακύρωση της αναγνωρίζοντας ότι έγινε για εκπλήρωση ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος, η δήλωση αυτή από μόνη της δεν έχει έννομη επιρροή, αφού δεν εκτίθενται στο συμβόλαιο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία μπορούν να θεμελιώσουν την κρίση ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας υπό την έννοια του άρθρου 512 Α.Κ (ΑΠ 5/2020 σε www.areiospagos.gr). Άλλωστε η εναγόμενη - εκκαλούσα δεν διατύπωσε σχετικό ισχυρισμό (της διάταξης του άρθρου 512 ΑΚ), με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τον οποίο να επαναφέρει με την έφεση της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης, δεν ήταν η πρέπουσα έναντι του ενάγοντος, καθώς άρχισε να αμελεί την περιποίηση αυτού, δε συμμετείχε στις δαπάνες και τον εξύβριζε με εκφράσεις όπως «παλιόγερε», «δεν πληρώνω τίποτα στο σπίτι», είσαι «άχρηστος». Τίς ύβρεις αυτές συνοδευόμενες με υποτιμητικές χειρονομίες διαπίστωσε και ο μάρτυρας ... μία ημέρα που είχε πάει στο σπίτι του ενάγοντος να του κάνει υδραυλικές εργασίες. Οι τριβές μεταξύ των διαδίκων είχαν σχέση με τη συνεισφορά της εναγόμενης στις κοινές δαπάνες διαβίωσης και τον υιό αυτής, ο οποίος ένα διάστημα είχε σταματήσει να δουλεύει και βοηθούσε η τελευταία. Μάλιστα ο υιός της εναγόμενης σε άρνηση του ενάγοντος να του παραδώσει το αυτοκίνητο του προκάλεσε φθορές σ' αυτό. Εξάλλου, οι σχέσεις των διαδίκων διαρρήχθηκαν οριστικά το Φεβρουάριο του 2017, όταν ο ενάγων υποχρεώθηκε από την εναγόμενη να εγκαταλείψει την οικία του και να φιλοξενηθεί σε συγγενικά σπίτια. Η εναγόμενη συνέχισε να διαμένει στην οικία που έκαναν χρήση οι διάδικοι (Α. οριζόντια ιδιοκτησία της οποίας ήταν ψιλή κυρία και Α., που ανήκε εξ ολοκλήρου στον ενάγοντα), υποχρεώθηκε όμως να αποδώσει την κατοχή της στον ενάγοντα μετά την παραδοχή της από …7-2017 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής, επί της οποίας (αίτησης) εκδόθηκε η υπ' αρ 40/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου … , (στη συζήτηση της οποίας η εναγόμενη δεν παραστάθηκε). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, χωρίς να αναιρούνται από αυτές των μαρτύρων της εναγόμενης, οι οποίοι είναι στενοί συγγενείς αυτής, καθώς εξετάστηκαν στον Ειρηνοδίκη Πειραιά ο ξάδελφος της ... και ο υιός της .... Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι ο ενάγων ήταν αυτός που δεν έδινε χρήματα στην εναγόμενη για τις δαπάνες τους διαβίωσης και αποχώρησε ο ίδιος αυτόβουλα από τη οικία, κατόπιν έντονης διαφωνίας του με την εναγόμενη, για το ότι αυτή διέτρεφε τον άνεργο υιό της με χρήματα από τη σύνταξη της. Όμως οι καταθέσεις αυτές δεν κρίνονται πειστικές, γιατί ο εναγόμενος ουδέποτε θα αποχωρούσε από την οικία του λόγω μίας απλής διαφωνίας, όσο έντονη και αν ήταν αυτή, αλλά εξάγεται βάσιμα ότι η εναγόμενη με τη συμπεριφορά της τον υποχρέωσε    να εγκαταλείψει αυτή (βλ. ένορκη βεβαίωση του ....) Η συμπεριφορά της εναγόμενης έναντι του ενάγοντος παρέμεινε η ίδια και δεν μεταβλήθηκε μεταγενέστερα, τουλάχιστον μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2019, οπότε ο ενάγων, της απέστειλε την από 25-2-2019 εξώδικη δήλωση, (επιδόθηκε στις 28-2-2009, βλ. την με αρ. . ./28-2-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο αυτό ... με την οποία επικαλούμενος την αχαριστία της και μη τήρηση του τρόπου των δωρεών ανακάλεσε αυτές. Όλες οι πιο πάνω ενέργειες της εναγομένης, συνιστούν κατά την κοινή αντίληψη συμπεριφορά που αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον ενάγοντα - δωρητή, και στοιχειοθετούν αντικειμενικά την κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ αχαριστία ήτοι βαριά παραπτώματα της δωρεοδόχου, με τα οποία φάνηκε αχάριστη απέναντι στον δωρητή, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς. Τα ίδια ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποτελούν ταυτόχρονα και υπαίτια παραβίαση από αυτήν του τρόπου υπό τον οποίο έγιναν οι δωρεές, η δε εναγόμενη δεν επικαλέσθηκε προς απαλλαγή της με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κι επαναφέροντας το σχετικό ισχυρισμό με την έφεση της, είτε ότι εκπλήρωσε τον τρόπο, είτε ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει αυτή ευθύνη. Σημειώνεται πως η ανάκληση των επίδικων συμβάσεων δωρεάς, έγινε εντός της ενιαυσίας προθεσμίας, που θέτει το άρθρο 510 εδ.α ΑΚ, καθώς αποδείχτηκε ότι τα περιστατικά, που συνιστούν τον λόγο αχαριστίας υπήρξαν εξακολουθητικά, και διήρκεσαν τουλάχιστον μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2019, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ώστε λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 781/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης. Ενόψει αυτών η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί: α) ότι είναι άκυρη ως εικονική η συναφθείσα δυνάμει του υπ' αριθμόν .../5-4-2012 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ... δικαιοπραξία μεταβίβασης λόγω πώλησης από τον ενάγοντα προς την εναγομένη ποσοστού 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του εκεί περιγραφόμενου ακινήτου, καθώς και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής σύμβαση μεταβίβασης του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της εκεί περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, λόγω δωρεάς εν ζωή υπό τον τρόπο της ισόβιας περιποιήσεως, φροντίδας και περιθάλψεως του ενάγοντος από την εναγόμενη, β) ότι οι αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας δωρεές έχουν ανακληθεί, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αναμεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα του ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου στον ενάγοντα, καθώς μετά την προαναφερθείσα ανάκληση έχει λήξει η νόμιμη αιτία των επίδικων μεταβιβάσεων λόγω δωρεάς, σε περίπτωση δε άρνησης της, να καταδικαστεί σε δήλωση βούλησης προς τούτο κατ' άρθρο 949 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή κρίνοντας ομοίως, ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε η έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για το παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, θα  επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας - εκκαλούσας, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατ' άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε' ΚΠολΔ.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ' ουσίαν.

 ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τους εκκαλούντες, παράβολο, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας»

Στεφανία Ι. Σουλή

Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια

http://www.stefaniasouli.gr/

 

 

 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Καταγγελία σύμβασης εμπορικής μίσθωσης για ιδιόχρηση

 

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της με αριθμό 31/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.   

«…Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Π.Δ. 34/1995: «1. Ο εκμισθωτής μπορεί μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, και σε κάθε περίπτωση όχι προτού περάσουν δεκαοκτώ (18) μήνες [ή ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2 του παρόντος εννέα (9) μήνες] από την έναρξη της μίσθωσης, να καταγγείλει τη μίσθωση για την άσκηση στο μίσθιο των δραστηριοτήτων του άρθρου 1 περιπτώσεις α' έως γ' ή, ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2, των δραστηριοτήτων κατά το άρθρο αυτό από τον ίδιο, τον κύριο, τα τέκνα ή σύζυγο τους (ιδιόχρηση). 2. Παραίτηση από το δικαίωμα καταγγελίας για το λόγο αυτό επιτρέπεται. 3. Προϋπόθεση της καταγγελίας είναι η πρόθεση και η δυνατότητα ιδιόχρησης, καθώς και η άσκηση επί τριάντα μήνες του επαγγέλματος του εμπόρου ή δραστηριότητας που προστατεύεται από το παρόν». Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 17 του ίδιου ως άνω Π.Δ.: «1. Η άσκηση του επαγγέλματος ή της δραστηριότητας που αναφέρονται στην τρίτη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου δεν απαιτούνται: α) Στο πρόσωπο των κατιόντων του εκμισθωτή ή του κυρίου σε περίπτωση καταγγελίας για ιδιόχρηση από αυτούς. Η αληθινή έννοια αυτής της διάταξης είναι ότι δεν απαιτείται να ασκηθεί επάγγελμα εμπόρου επί τριάντα (30) μήνες από το τέκνο, έστω και αν αυτό είναι συνιδιοκτήτης ή συνεκμισθωτής, ανεξάρτητα από το μέγεθος της μερίδας του. β) Στην περίπτωση που το μίσθιο του οποίου επιδιώκεται με την καταγγελία η ιδιόχρηση, αποκτήθηκε αυτό το ίδιο ή το οικόπεδο πάνω στο οποίο έχει ανεγερθεί, από τον εκμισθωτή ή τα τέκνα ή σύζυγο του με αγορά με συνάλλαγμα που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, το οποίο αντιστοιχεί στα δύο τρίτα (2/3) τουλάχιστον της αξίας τους ή η αξία τους έχει καλυφθεί, κατά το ίδιο ποσοστό, με συνάλλαγμα που έχει εισαχθεί, γ) Στο πρόσωπο εκείνου για τον οποίο ασκείται καταγγελία για χρήση που προβλέπεται στα άρθρα 1 παράγραφος 1 περιπτ. β' και γ' και 2 του παρόντος διατάγματος, αν αυτό έχει εγγραφεί στην οικεία κατά το νόμο επαγγελματική οργάνωση ή έχει λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος, για όσους δεν προβλέπεται τέτοια εγγραφή».

 

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής απόδοσης μισθίου σε περίπτωση καταγγελίας για ιδιόχρηση, είναι: α) η παρέλευση του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης και, πάντως, τριετίας από την έναρξη της, β) η καταγγελία υπέρ προβλεπόμενου στο νόμο δικαιούχου, γ) η καταγγελία για συγκεκριμένη προστατευόμενη δραστηριότητα, δ) η πρόθεση και η δυνατότητα για ιδιόχρηση, ε) η προηγούμενη επί τριάντα μήνες άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, στ) η παρέλευση τετραετίας από την τυχόν ανάκληση προγενέστερης (έγκυρης) καταγγελίας, ζ) η μη παραίτηση του εκμισθωτή από το δικαίωμα καταγγελίας, η) η μη ανάκληση της καταγγελίας και θ) η έλλειψη κυριότητας σε άλλο ακίνητο (ΕφΑΘ 4908/2004, ΝΟΜΟΣ  Αρχανιωτάκης Γ., Η επαγγελματική μίσθωση, II, 2003, §25, σελ. 282-283). Εξαίρεση στην ως άνω υπό στοιχ. ε) προϋπόθεση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αποτελεί η περίπτωση όπου κατά το άρθρο 17 του ως άνω Π.Δ., η καταγγελία αφορά στο πρόσωπο των κατιόντων του εκμισθωτή ή του κυρίου σε περίπτωση καταγγελίας για ιδιόχρηση από αυτού. Ως κατιόντες, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, νοούνται, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη σε θεωρία και νομολογία, αποκλειστικά τα τέκνα του εκμισθωτή ή κυρίου και όχι άλλοι κατιόντες (όπως λ.χ. οι εγγονοί ή δισέγγονοι αυτών), καθώς η χρήση του όρου «κατιόντες» οφείλεται προφανώς σε νομοθετική αβλεψία, ενόψει του ότι στα πρόσωπα υπέρ των οποίων επιτρέπεται η καταγγελία για ιδιόχρηση, κατ' άρθρο 16 § 1 του Π.Δ. 34/1995, περιλαμβάνονται μόνο τα τέκνα [ΑΠ 665/1996, ΕλλΔνη 1997.124 · ΑΠ 642/1986, ΝΟΜΟΣ ¦ ΑΠ 337/1986, ΝΟΜΟΣ ¦ ΕφΑΘ 2408/1994, ΕλλΔνη 1994.1714 · Εφθεσ 2346/1994, ΕλλΔνη 1995.1565 · ΕφΑΘ 7885/1993, ΝΟΜΟΣ ¦ Παπαδάκης Χ., Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων (μετά τους ν. 4242/2014 και 4335/2015)2, 2016, §46, αριθ. 965 ¦ ο ίδιος, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, τ. Β', 2000, No. 3374-3375, 3574 · Κατράς Ιω., Πανδέκτης μισθώσεων & οροφοκτησίας9, 2009, §138, σελ. 548 · Αρχανιωτάκης Γ., Η επαγγελματική μίσθωση, II, 2003, §25, σελ. 282-283].

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι ο παππούς του ..., είχε εκμισθώσει αρχικά στην εταιρία με την επωνυμία «. Ο.Ε.» με έδρα την…. ένα ακίνητο και συγκεκριμένα ένα κατάστημα κείμενο στη θέση «.», εντός του παραδοσιακού οικισμού της …., αποτελούμενο από ενιαίο χώρο εμβαδού 54,20 τ.μ. μαζί με δεύτερο διαμέρισμα ως βοηθητικό χώρο, εμβαδού 55,00 τ.μ., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από αυτή κατάστημα εστίασης. Ότι η ως άνω μίσθωση συμφωνήθηκε τετραετής, ήτοι από την Ι7η-04-2013 μέχρι την 16η-04-2017, το δε μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ πλέον χαρτοσήμου. Ότι ο ενάγων τύγχανε ψιλός κύριος του ως άνω ακινήτου, ενώ ο αρχικός εκμισθωτής και παππούς του ενάγοντος επικαρπωτής αυτού, ο οποίος απεβίωσε την 13η-07-2017. Ότι έκτοτε και μέχρι σήμερα τα μισθώματα τα εισπράττει ο ενάγων, ο οποίος κατέστη αποκλειστικός κύριος του μίσθιου ακινήτου από την πρώτη των εναγομένων, στην οποία μετατράπηκε η αρχική μισθώτρια ομόρρυθμη εταιρία. Ότι μολονότι ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης σύμβαση έληξε, εντούτοις αυτή συνεχίσθηκε λόγω της υπαγωγής της στις διατάξεις του Π.Δ. 34/1995 και ως εκ τούτου η διάρκεια της κατέστη δωδεκαετής. Ότι ο ενάγων, ο οποίος εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος, επιθυμώντας να χρησιμοποιήσει ο ίδιος το μίσθιο ακίνητο και να λειτουργήσει δική του επιχείρηση εστίασης σ' αυτό ενόψει της τέλεσης γάμου του και της δημιουργίας οικογένειας, και έχοντας την πρόθεση, την ανάγκη και τη δυνατότητα να κάνει ίδια χρήση κι ενόψει του ότι δεν έχει άλλο ακίνητο στην περιοχή του μισθίου, κατήγγειλε την ως άνω μίσθωση για ιδιόχρηση, με την από 07-02-2019 εξώδικη καταγγελία του, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους δυνάμει των με αριθμούς .B' και .Β/11-02-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου με έδρα το Πρωτοδικείο Νάξου,… ., ζητώντας τους να του αποδώσουν το μίσθιο, ωστόσο αυτοί αρνούνται να το πράξουν. Ότι ο ενάγων, ως κατιών του αρχικού εκμισθωτή, ήτοι ως εγγονός του, εξαιρείται, κατ' άρθρο 17 του Π.Δ. 34/1995, της υποχρέωσης επίκλησης και απόδειξης της προηγούμενης άσκησης εμπορικής δραστηριότητας για χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης για ιδιόχρηση. Ότι ο ενάγων προσφέρεται να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη τη νόμιμη αποζημίωση, που εν προκειμένω ισούται με οκτώ μηνιαία μισθώματα, ήτοι με το ποσό των 8.288,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναλύεται περαιτέρω στην αγωγή, ο ενάγων ζητεί, κατ' εκτίμηση, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτούς να του αποδώσουν το μίσθιο ακίνητο, με τον όρο καταβολής από τον ενάγοντα προς την πρώτη εναγόμενη της νόμιμης αποζημίωσης, ανερχόμενης στο ποσό των 8.288,00 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οκτώ μηνιαία μισθώματα, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο (άρθρα 14 § 1 περ. β', 16 αρ. 1, 29 § 1 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 § 1 εδ. α', 614 § αρ. 1, 615 έως 620 ΚΠολΔ), ωστόσο, ως προς τον δεύτερο των εναγομένων, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτού, δοθέντος ότι πέραν του ότι ο ενάγων δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά για να αιτιολογήσει τους λόγους που ενάγει τον δεύτερο, όπως ο ίδιος ο ενάγων εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής, μισθώτρια τυγχάνει η πρώτη εναγόμενη εταιρία και όχι ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος ναι μεν τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, ωστόσο αυτός, ως φυσικό πρόσωπο, δε νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής, αφού στην αγωγή απόδοσης μισθίου παθητικά νομιμοποιείται ο μισθωτής και εν προκειμένω, το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, και ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, η αγωγή είναι ορισμένη, ωστόσο αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων, ο οποίος τυγχάνει εγγονός και όχι τέκνο του αρχικού εκμισθωτή, δεν εμπίπτει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, στην έννοια του «κατιόντος» κατ' άρθρο 17 περ. α' του Π.Δ. 34/1995 και ως εκ τούτου δεν εξαιρείται της υποχρέωσης που θέτει η διάταξη του άρθρου 16 § 3 του Π.Δ. 34/1995 περί άσκησης από μέρους του και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών του επαγγέλματος του εμπόρου ή δραστηριότητας που προστατεύεται από το εν λόγω Π.Δ.. Ειδικότερα, ο ενάγων επικαλείται την συνδρομή της ως άνω εξαίρεσης του άρθρου 17 του Π.Δ. 34/1995, διότι δεν πληροί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, την ως άνω προϋπόθεση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας για χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών που απαιτεί το άρθρο 16 § 3 του ίδιου ως άνω Π.Δ. ως αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της καταγγελίας για ιδιόχρηση. Εντούτοις, εφόσον ο ενάγων τυγχάνει πρόσωπο μη εμπίπτον στις εξαιρέσεις από την υποχρέωση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας για χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών κατ' άρθρο 16 § 3 του Π.Δ. 34/1995, και ταυτόχρονα δεν πληροί την ως άνω προϋπόθεση, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, παρέπεται ότι η ασκηθείσα από μέρους του καταγγελία για ιδιόχρηση δεν είναι έγκυρη λόγω μη πλήρωσης των απαιτούμενων εκ του νόμου προϋποθέσεων. Συνεπώς, εφόσον η εν λόγω καταγγελία τυγχάνει άκυρη, ο ενάγων μη νόμιμα ζητεί την απόδοση του μίσθιου ακινήτου από την πρώτη των εναγομένων.

 

Κατόπιν όλων των παραπάνω, θα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο των εναγομένων ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, και ως προς την πρώτη των εναγομένων ως μη νόμιμη. Τέλος, θα πρέπει να καταδικαστεί ο ενάγων λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματος των εναγομένων στα δικαστικά τους έξοδα (άρθρα 106, 176, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας…»

 

Στεφανία Ι. Σουλή

Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια