Σύμφωνα με το ν.
3898/2010 ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο
σε σχέση με τους διαδίκους πρόσωπο, από το οποίο ζητείται να αναλάβει
διαμεσολάβηση με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή
ανέλαβε να τελέσει την εν λόγω διαμεσολάβηση. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι
δικηγόρος, εκπαιδευμένος ως διαμεσολαβητής και διαπιστευμένος από το Υπουργείο
Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική
έκθεση του νόμου, «στις εγχώριες διαφορές
το έργο του διαμεσολάβησης ανατίθεται σε δικηγόρο ύστερα από πιστοποίηση και
διαπίστευση από τους αρμόδιους φορείς. Ο δικηγόρος ενώνει στο πρόσωπό του
πολλές ιδιότητες που απαντώνται στο ιδεατό πρότυπο του διαμεσολαβητή. Έχει
υψηλό επίπεδο νομικών γνώσεων, υπάγεται ήδη σε ένα αυστηρό κώδικα
επαγγελματικής δεοντολογίας, δεν αποτελεί κύριο όργανο απονομής δικαιοσύνης με
την έννοια της δυνατότητας έκδοσης δεσμευτικών αποφάσεων από τον ίδιο και δεν
έχει λόγο να μην εμφορείται από πνεύμα συμφιλίωσης, ενώ παράλληλα διαθέτει
εμπειρία συγκρουσιακών καταστάσεων μέσα από την καθημερινή του τριβή στα
ακροατήρια των δικαστηρίων. Άλλωστε, είναι ο πρώτος στον οποίο απευθύνονται
συνήθως οι πολίτες στο πλαίσιο της διαφοράς τους, ώστε να είναι και ο πρώτος
που μπορεί να συστήσει, ως εναλλακτικό
τρόπο επίλυσης της διαφοράς, τη διαμεσολάβηση.»
Στις περιπτώσεις των
διασυνοριακών διαφορών, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ορίσουν ως
διαπιστευμένο διαμεσολαβητή τρίτο πρόσωπο που δεν είναι δικηγόρος.
Ο διαμεσολαβητής είναι ειδικά εκπαιδευμένος σε τεχνικές
διαπραγμάτευσης, ψυχολογίας και επικοινωνίας και ο κύριος στόχος του είναι
να βοηθήσει τα μέρη να βρουν μία κοινά αποδεκτή λύση (win-win), μία λύση που να συμφέρει και να ικανοποιεί όλα τα
εμπλεκόμενα μέρη.
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.