Παρατίθεται
απόσπασμα της υπ.αρ. 1090/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που
δέχτηκε την αγωγή της μητέρας – ενάγουσας και ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ την ακυρότητα του
περιεχόμενου, στο, με αριθμό …. /2013 πρακτικό συμβιβασμού του τμήματος
ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συμβιβασμού μεταξύ των
διαδίκων, σχετικά με την επικοινωνία του εναγόμενου με τα ανήλικα τέκνα του.
«… Επειδή το άρθρο 1520 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 1329/1983, ορίζει ότι ο
γονέας, μετά του οποίου δεν διαμένει το ανήλικο τέκνο, διατηρεί το δικαίωμα της
προσωπικής μετ' αυτού επικοινωνίας και ότι στην περίπτωση αυτή τα σχετικά με
την επικοινωνία κανονίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο.
Από τη διάταξη αυτή,
συνδυαζόμενη προς το όλο πλέγμα των διατάξεων του οικείου κεφαλαίου του ΑΚ και
ιδία προς τα άρθρα 1510 παρ. 1, 1511, 1512, 1513, 1514, 1515 παρ. 2-3, 1518 και
1519 ΑΚ, προκύπτει ότι στις ρυθμιζόμενες αυτές προσωπικές σχέσεις γονέων και
τέκνων, στις οποίες περιλαμβάνεται και το αναφαίρετο προσωπικό δικαίωμα του
γονέως να διατηρεί μετά του ανηλίκου τέκνου του, που δεν διαμένει μαζί του,
προσωπική επικοινωνία, προέχει πάντοτε το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου.
Στην εξυπηρέτηση δε κυρίως αυτού του συμφέροντος του τελευταίου αποβλέπει τόσο
η προσωπική επικοινωνία του ανηλίκου τέκνου με το γονέα του όσο η, θεσπιζόμενη,
πλέον, ρητώς, από το νόμο (άρθρο 1520 παρ. 2 ΑΚ όπως αυτό ισχύει μετά το Ν.
1329/1993), υποχρέωση των γονέων να μη παρεμποδίζουν την προσωπική επικοινωνία
του τέκνου των με τους απωτέρους ανιόντες του τελευταίου, εκτός αν υπάρχει
σοβαρός περί του αντιθέτου λόγος, αφού και στις δύο περιπτώσεις η επικοινωνία
αυτή αποβλέπει και συμβάλλει στην καλή ψυχοπνευματική ανάπτυξη και σωματική διάπλαση
του ανήλικου τέκνου. Στη περίπτωση, όμως, που υπάρχει απειλή κινδύνου, δια το
τέκνο, από τη προσωπική αυτή επικοινωνία με το γονέα, ένεκα τυχόν υφισταμένης
ψυχοσωματικής ασθένειας του γονέως του ανηλίκου ή του χαρακτήρος του τελευταίου
ή από άλλο σχετικό λόγο, δεν δύναται μεν να απαγορευθεί τελείως η προσωπική
αυτή επικοινωνία, δύναται όμως να περιορισθεί, είτε ως προς το χρόνο, το τόπο
και τη συχνότητα της, είτε και κατ' άλλο τρόπο (λχ. δια της παρουσίας και
τρίτου προσώπου κατά την προσωπική επικοινωνία κλπ). Η προσωπική αυτή
επικοινωνία ρυθμίζεται μέσα στα πλαίσια του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου
ανάλογα με τη ψυχοπνευματική και σωματική κατάσταση του τέκνου και των τυχόν
υφισταμένων άλλων αναγκών του, ώστε να ικανοποιείται και η ανάγκη της μη αποξενώσεώς
του από τυχόν υπάρχοντα άλλα αδέλφια του, της μη διαταράξεως της εκπαιδεύσεως
του κλπ., ενώ σε δεύτερο στάδιο λαμβάνεται υπ' όψιν και το εκ του δεσμού του
αίματος απορρέον αίσθημα στοργής του δικαιούμενου να ασκήσει το δικαίωμα της
επικοινωνίας αυτής γονέως.
Τη στάθμιση όλων αυτών των παραγόντων ο νόμος (άρθρο
1520 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει μετά το Ν. 1329/1983) έχει αναθέσει στο
αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο τελικώς με την απόφαση του παρεμβαίνει
αποφασιστικώς και κανονίζει ειδικότερα τα της προσωπικής αυτής επικοινωνίας. Η
απόφαση αυτή είναι πάντως δυνατόν να τροποποιηθεί, οποτεδήποτε, εφόσον τούτο
επιβάλλεται από το καλώς εννοούμενο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, το οποίο
προσδιορίζουν οι παραπάνω όροι, καταστάσεις και οι συντρέχουσες περιπτώσεις. Η
σχετική δικαστική κρίση περί της προσωπικής επικοινωνίας στην απόφαση είναι
δεσμευτική δια τους γονείς και τους ανιόντες του ανηλίκου και δύναται να
εκτελεσθεί αναγκαστικώς, κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ με τη παρέμβαση
των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας. Για τη συνδρομή των ως άνω αποφασιστικών
κριτηρίων ρύθμισης ενός δικαιώματος, που έχει έντονο τον προσωπικό και ηθικό
χαρακτήρα, όπως είναι το περιλαμβανόμενο στις προσωπικές σχέσεις γονέων και
τέκνων δικαίωμα της επικοινωνίας του γονέως μετά του ανηλίκου τέκνου του (άρθρο
1520 ΑΚ), κύριο ζήτημα αποτελεί και ερευνάται από το δικαστήριο κυρίως το καλώς
εννοούμενο συμφέρον του ανηλίκου και όχι η βούληση των γονέων του. Διότι, ναι
μεν κατά τεκμήριο οι γονείς πάντοτε ενδιαφέρονται δια τα τέκνα τους, χωρίς όμως
να είναι και βέβαιο ότι, αντικειμενικώς ερευνωμένη, η βούληση αυτή των γονέων
ταυτίζεται με το πραγματικό συμφέρον του τέκνου.
Κατά συνέπειαν, το δικαίωμα
αυτό δεν είναι δεκτικό δικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 293 παρ. 1 ΚΠολΔ), που
αποτελεί σύμβαση διφυούς χαρακτήρος, δηλαδή συμφωνία ιδιωτικού δικαίου, αλλά
συγχρόνως και δικονομική σύμβαση συναπτόμενη κατά τη διάρκεια της
εκκρεμοδικίας, και αφορά το επίδικο δικαίωμα. Άρα η σύμβαση των γονέων του
ανηλίκου τέκνου, έστω και αν ο συμβιβασμός αυτός περιέχεται σε πρακτικό δημοσία
συνεδριάζοντος δικαστηρίου, αφού αφορά το ανεπίδεκτο διαθέσεως δικαίωμα της
προσωπικής επικοινωνίας του γονέως μετά του ανηλίκου τέκνου του, δεν είναι
έγκυρος και δεν συνεπάγεται ούτε την αυτοδίκαια κατάργηση της δίκης, στην οποία
αναφέρεται. Η ακυρότητα δε αυτή δύναται να αναγνωριστεί και με αναγνωριστική
αγωγή του έχοντος έννομο συμφέρον, για την αναγνώρισή της, ετέρου γονέως.
Αντίθετη προς τα ανωτέρω εκδοχή, δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη ρύθμιση της
διατάξεως του άρθρου 1441 ΑΚ, που αναφέρεται στην έκδοση, μετά από κοινή αίτηση
αμφοτέρων των συζύγων και κατά ειδική διαδικασία, συναινετικού διαζυγίου, αφού
η προβλεπομένη στη διάταξη αυτή συμφωνία των διαδίκων και περί των προσωπικών
σχέσεων μετά των εκ του γάμου των τέκνων των κλπ. πρέπει να εγκριθεί και από το
δικαστήριο έχει δε όλως προσωρινή ισχύ και σε άλλο σκοπό αποβλέπει (ΑΠ
941/1996, ΑΠ 1461/1997, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)….»
Πηγή: www.dsa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.