Παρατίθεται απόσπασμα της υπ.αρ. 2/2017
απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, δημοσιευμένη στην Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«… Η ενάγουσα Ελβετίδα υπήκοος και ο ...,
αδελφός της εναγόμενης κατόπιν γνωριμίας τους το έτος 1981 αποφάσισαν να ζήσουν
μαζί σε ελεύθερη ένωση ως ζευγάρι κατά το έτος 1983 και εγκαταστάθηκαν στην
Αθήνα. Ο δεσμός μεταξύ τους ήταν ισχυρός
και η απόφαση τους για συμβίωση σοβαρή ως δύο άτομα που επιλέγουν τυπική τέλεση
γάμου. Έζησαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους μέχρι την 27-11-1997 κατά την
οποία ο ... απεβίωσε λόγω καρδιακού προβλήματος. Το 1990 ο ... υπέστη έμφραγμα
μυοκαρδίου και τότε και το 1991 μετέβη με την ενάγουσα στο νοσοκομείο Καντόσπιταλ της Βασιλείας-Ελβετίας και σύμφωνα με την
ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτός συνέβη λόγω καρδιακού κολποκοιλιακού
διαχωρισμού, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής ανεπάρκειας και ισχαιμικής
μυοκαρδιοπάθειας. Σε όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα του συμπαραστάθηκε ως
συμβία. Η ενάγουσα που διέθετε περιουσία στην Ελβετία, συντηρούνταν αρχικά με
.... που δραχμοποιούσε σταδιακά και από το 1985 εργαζόταν ως …… λαμβάνοντας
ικανοποιητικές αποδοχές(60.000 δρχ./μήνα το 1985, 297.000 δρχ./μήνα το 1998)
και διατηρούσε ιδιωτικό γραφείο, ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές της
ανάγκες. Ο συμβίος της εργαζόταν ως ….. και
δεν είχε στην Ελλάδα κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά την έναρξη της συμβίωσης.
Από την εργασία του απεκόμιζε σημαντικά ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές
του ανάγκες από δε του 1990 έτους ανέστειλε τις επαγγελματικές του
δραστηριότητες λόγω του προβλήματος υγείας. Με το …….../10-6-1988 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών
... ο ... αγόρασε ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου οικοδομής στην οδό ...
στην Αθήνα, εμβαδού 71 τ.μ. αποτελούμενου από τρία κύρια δωμάτια, χωλ, κουζίνα και λουτρό, αντικειμενικής αξίας 2.362.800
δραχμών έναντι αναγραφομένου τιμήματος 2.400.000 δραχμών και πραγματικά
καταβληθέντος τιμήματος 6.500.000 δραχμών, εκ του οποίου 500.000 δραχμές
πιστώθηκαν και εξοφλήθηκαν στην πωλήτρια με την .../2-12-1988 πράξη της άνω
συμβολαιογράφου. Το τίμημα δόθηκε αποκλειστικά από την ενάγουσα η οποία
εισήγαγε στις 29-4-1988 30.000 ελβετικά φράγκα και έλαβε ποσό 6.480.000
δραχμών, όπως προκύπτει από σχετικό παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδος. Στην ενέργεια αυτή προέβη η ενάγουσα ενόψει του μεταξύ τους δεσμού
εμπιστοσύνης με περιεχόμενο την προσφορά απ' αυτήν προσωπικών υπηρεσιών και της
παροχής αυτής για την απόκτηση του διαμερίσματος, στο οποίο θα ζούσαν και οι
δύο στα πλαίσια μονιμότητας. Δηλαδή η
ενάγουσα βάσιμα πίστευε όταν παρείχε τα χρήματα στον ..., για την αγορά του
διαμερίσματος, ότι θα εξασφαλιζόταν η συμβίωση τους και η διαμονή της εφ' όρου
ζωής στο διαμέρισμα αυτό, ως ζευγάρι και με αυτήν την προοπτική ενήργησε.
Στην κρίση αυτή άγεται το δικαστήριο ιδιαίτερα από την όλη πορεία
του ζευγαριού, το γεγονός της δραχμοποίησης των χρημάτων αμέσως πριν την αγορά
του διαμερίσματος και την κατάθεση της μάρτυρος ... ως και τις ένορκες
βεβαιώσεις των μαρτύρων ... στους οποίους είχε εκμυστηρευτεί ότι η ενάγουσα
είχε δώσει τα χρήματα για την αγορά του ακινήτου. Η κατάθεση του μάρτυρα και
συζύγου της εναγομένης δεν κρίνεται ικανή να εισφέρει κάτι το αντίθετο ενόψει
του ότι οι σχέσεις τους ως αδελφών δεν ήταν στενές, ουδέποτε η εναγόμενη μετέβη
ούτε φιλοξενήθηκε στην Αθήνα ούτε επισκέφθηκε τον αδελφό της όσο αντιμετώπιζε
πρόβλημα υγείας.
Άλλωστε τη σχέση του ο ... γνωστοποίησε στον μάρτυρα (γαμβρό επ' αδελφή) το 1995 έτος, ώστε να μην γνωρίζει αυτός την σοβαρότητα της σχέσης τους. Ούτε κανείς εκ των λοιπών μαρτύρων της εναγομένης γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως περί του στενού της σχέσεως, της
παροχής των χρημάτων και της εν γένει καταστάσεως. Συνεπώς με την παροχή, αυτή υπήρξε αδικαιολόγητος πλουτισμός εκ μέρους
της εναγόμενης, μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ..., καθόσον κατά την
ημερομηνία θανάτου αυτού έληξε η νόμιμη αιτία για την οποία είχαν δοθεί τα
χρήματα, η οποία ήταν η μονιμότητα της συμβίωσης ή έστω η εξακολούθηση της σε
μακρό χρόνο και η δυνατότητα εκ μέρους της της συντροφικότητας και του
δικαιώματος διαμονής στην οικία ως συμβίας του. Ο πλουτισμός αυτός σωζόταν
μέχρι την ημερομηνία θανάτου και διασώζεται και σήμερα, ενώ η αξίωση της
ενάγουσας και αντίστοιχα η υποχρέωση της εναγόμενης εναντίον της από την αιτία
αυτή τυγχάνει κληρονομητή. Εφόσον η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη κατά το
επίδικο διαμέρισμα, αξίας στο χρόνο θανάτου 69.000 ευρώ, πρέπει να αναγνωρισθεί
η υποχρέωση της να το μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα στην ενάγουσα, κατά
παραδοχή της αγωγής ως εν μέρει βασίμου στην
ουσία της. Με το να δεχθεί τα ανωτέρω, ουδόλως έσφαλε το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, αλλά αντίθετα ορθά το νόμο εφήρμοσε και σωστά εξετίμησε το εν γένει αποδεικτικό υλικό. Τα αντίθετα
δε υποστηριζόμενα με την έφεση και τους λόγους της τυγχάνουν απορριπτέα ως
ουσιαστικά αβάσιμα στο σύνολο τους. Επομένως πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως
αβάσιμη κατ' ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της
εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, βαρύνουν την εκκαλούσα που
ηττάται (αρθ. 176, 183, 189, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό…»
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.