Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Παράνομη στέρηση επιμέλειας τέκνου






Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 586/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.

«…Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2657/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα την …, (υπ’ αριθμ…, έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, ), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5/7/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e- Παράβολο με κωδικό …, , το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς), το οποίο επισυνάπτεται στην από 5/7/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 30/7/2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι με την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, τέλεσαν νόμιμο γάμο την …, , από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, που γεννήθηκε την … , ότι πριν το γάμο τους διαβίωναν και συνέχισαν να ζουν και μετά από αυτό σε ιδιόκτητη κατοικία στην οδό …, στον Πειραιά, σε πολυκατοικία που ανήκει στην οικογένειά του, στον δεύτερο όροφο της οποίας κατοικούσαν οι γονείς του, ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους ανέκυπταν κατά καιρούς έριδες και καυγάδες μικρής έκτασης, που ως γενεσιουργό αιτία είχαν διάφορες απαιτήσεις που είχαν από αυτόν συγγενείς της εναγόμενης, ότι την …, έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ της μητέρας του και της μητέρας και της αδελφής της εναγόμενης, οι οποίες είχαν έλθει από την …., τόπο καταγωγής της εναγόμενης, για τη γέννηση του τέκνου και φιλοξενούνταν στο διαμέρισμα των γονιών του, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή του, ότι αν και οι σχέσεις των διαδίκων τις επόμενες ημέρες δεν ξαναδιαταράχθηκαν από άλλο επεισόδιο, την …, επιστρέφοντας στην οικία του από την εργασία του συνάντησε ένα δικαστικό επιμελητή ο οποίος του επέδωσε την από …, εξώδικη πρόκληση - διαμαρτυρία - δήλωση εκ μέρους της εναγόμενης, με την οποία τον ενημέρωνε ότι αποχώρησε από τη συζυγική κατοικία μαζί με το ανήλικο τέκνο τους εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καλώντας τον να διευθετήσουν εξωδικαστικά τα οικογενειακά τους θέματα και ότι με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη του στέρησε παράνομα την επιμέλεια του τέκνου τους διαπράττοντας το ποινικό αδίκημα της αρπάγης ανηλίκου, με συνέπεια, εξαιτίας της υπαίτιας και άδικης αυτής πράξης, αυτός να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη. Ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με την απειλή προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής του. 
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η εναγόμενη διέπραξε το ποινικό αδίκημα της αυτοδικίας σε βάρος του εναγόμενου, προσβάλλοντας την προσωπικότητά του στερώντας του την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος της συνεπιμέλειας του τέκνου τους δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και την υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση της δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 του ΚΠολΔ, 297, 298, 914 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος (ΑΠ …, ). Αν με την αγωγή αδικοπραξίας ο ενάγων ζητεί και (ή μόνο) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 του ΑΚ) πρέπει για το ορισμένο του αιτήματός του να αναφέρει και την ηθική βλάβη που υπέστη από την άδικη πράξη και το συνολικό χρηματικό ποσό που θεωρεί εύλογο ο παθών για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την συνολική αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου (ΑΠ …, ). Εν προκειμένω από το ως άνω περιεχόμενο της αγωγής, προκύπτει ότι αυτή είναι πλήρως ορισμένη, διότι αναφέρονται η κατά τον ενάγοντα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης (αρπαγή του ανηλίκου κοινού τέκνου και στέρηση από αυτόν της επιμέλειάς του), ότι εξαιτίας αυτής υπέστη ηθική βλάβη, το ποσό αυτής καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης της εναγόμενης και της ηθικής του βλάβης, χωρίς να αίρεται το ορισμένο της αγωγής από την ενδεχόμενη ουσιαστική αβασιμότητα των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών και της αιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ίδια έκρινε και απέρριψε τη σχετική προβαλλόμενη ενώπιόν του ένσταση της εναγόμενης, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νομό και ο πρώτος λόγος της έφεσής της με τον οποίο η εκκαλούσα … εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένστασή της, διότι όλα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή και διότι δεν εξετάστηκε η ένσταση της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 914 του ΑΚ οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, β) η επέλευση ζημίας και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ …, ΝΟΜΟΣ). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα, με την έννοια, ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του ΑΚ (άρθρο 300), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμα της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτήν (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Ζημία είναι κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή σε εκείνα που συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας κ.λ.π του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη. Η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης στις περιπτώσεις των άρθρων 57-59 του ΑΚ (προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας) και 932 του ΑΚ (αδικοπραξία). Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ …, ). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (ΑΠ …, ). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 324 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ «όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε που δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του, ή όποιος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία των παραπάνω προσώπων τιμωρείται με φυλάκιση». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκων συνίσταται στην πραγματική κατάλυση από το δράστη της επί του ανηλίκου εξουσίας, που συντελείται με το χωρισμό του ανηλίκου από τον έχοντα σύμφωνα με τον νόμο την επιμέλεια του προσώπου του κατά τρόπο που αποκλείει την άσκησή της. Επομένως αξιόποινη κατά τη διάταξη αυτή δεν είναι μόνο η αφαίρεση του ανηλίκου από τη σφαίρα της εξουσίας και των δύο γονέων του, αλλά και η αφαίρεσή του από εκείνον, που έχει από το νόμο ή από δικαστική απόφαση την επιμέλεια του προσώπου του. Συνεπώς δράστης του προκειμένου εγκλήματος μπορεί να είναι και ο γονέας του ανηλίκου που αφαιρεί τον ανήλικο από τον άλλο γονέα ή τρίτο που έχει την επιμέλεια. Ποιος έχει σύμφωνα με το νόμο την επιμέλεια του ανηλίκου ορίζεται από το αστικό δίκαιο. Έτσι κατά το άρθρο 1510 του ΑΚ η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα) οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Επομένως η γονική μέριμνα αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα (Μπαλή, Οικογ. Δίκαιο …, ) και σαν τέτοια ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΑΚ, όπως ισχύουν σήμερα. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερθέντα, δεν διαπράττει το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου ο γονέας που αφαιρεί το ανήλικο τέκνο από τον άλλο γονέα, εκτός εάν ο ένας από τους δύο γονείς στερήθηκε το δικαίωμα της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού μετά από δικαστική απόφαση, ή όταν αρπάζει το παιδί από τον άλλο γονέα για σκοπό διάφορο από την άσκηση επιμέλειας και διατροφής σε αυτό. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι εφόσον δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που να αναθέτει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου στο γονέα με τον οποίο διαμένει και από τον οποίο περιθάλπτεται, η αφαίρεσή του από τον άλλο γονέα, δεν πληροί τους όρους της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου γιατί και αυτή είναι πράξη επιμελείας. Εν τούτοις, η αφαίρεση του ανηλίκου που γίνεται αυθαίρετα και αυτοδύναμα χωρίς να υπάρχει από πριν δικαστική απόφαση που να ρυθμίζει γενικά την κατάσταση του παιδιού και μάλιστα σύμφωνα με το συμφέρον του, με την γνώση από μέρους του δράστη ότι ενεργεί αυθαίρετα και αυτοδύναμα χωρίς να προσφύγει στη δικαστική αρχή για την αξίωση που έχει για δικαιολογημένη αφαίρεση του δικαιώματος επιμελείας καθώς και με την πεποίθησή του (δράστη) ότι το δικαίωμα της επιμελείας του παιδιού πρέπει να ανήκει μόνο σε αυτόν, στοιχειοθετεί τη μορφή του εγκλήματος της αυτοδικίας που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 331 του ΠΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αυτοδικίας, απαιτείται άσκηση αξιώσεως κατά τρόπο αυθαίρετο αναφορικά με δικαίωμα που έχει ή από πεποίθηση οικειοποιείται ο δράστης. Ως αυθαίρετη ενέργεια θεωρείται οποιαδήποτε υλική πράξη, που τείνει στην ικανοποίηση αξιώσεως, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, με την οποία ρυθμίζεται η αμφισβήτηση που ανέκυψε. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυτογνωμόνως και περαιτέρω πεποίθηση ότι το δικαίωμα ανήκει σε αυτόν. Κοινό χαρακτηριστικό και περιεχόμενο και των δύο αναφερόμενων στη διάταξη αυτή λόγων, σε έναν από τους οποίους μόνο μπορεί να στηρίζεται η αποδοκιμαζόμενη από τον ουσιαστικό ποινικό νόμο ενέργεια του δράστη, είναι η πεποίθηση τούτου, ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος, από το οποίο ασκεί ο ίδιος την αξίωση, πεποίθηση που υπάρχει αναμφίβολα και στην πρώτη περίπτωση που ο δράστης έχει το δικαίωμα πραγματικά και στη δεύτερη περίπτωση που αυτός από πεποίθηση το οικειοποιείται, δηλαδή και όταν ανήκει στο δράση το δικαίωμα και όταν δεν ανήκει (ΑΠ(…, ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση αυτοδικίας, ο άμεσα παθών από την αυθαίρετη άσκηση αξίωσης εκ μέρους του δράστη έχει το δικαίωμα να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ (ΑΠ …, ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι συνήψαν ερωτικό δεσμό το έτος …, , μετά από γνωριμία τους που συνέβη στα …., τόπο καταγωγής και μόνιμης τότε κατοικίας της εναγόμενης και τέλεσαν νόμιμο γάμο σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη …, Αττικής στον Ιερό …., την 15/6/2013, από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, το οποίο γεννήθηκε την ….  Αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα ισογείου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην οδό …, στον Πειραιά, όπου ήδη συμβίωναν από το Σεπτέμβριο του έτους 2012. Η πολυκατοικία αυτή ανήκει στην οικογένεια του ενάγοντος, στον πρώτο όροφο της οποίας κατοικεί συγγενικό ζευγάρι του ενάγοντος και στο δεύτερο όροφο οι γονείς του ενάγοντος. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν είχε αξιοσημείωτες εντάσεις ή τουλάχιστον τέτοιας έντασης που να διαταράσσουν την ήρεμη οικογενειακή ζωή τους. Το μοναδικό μελανό σημείο ήταν οι συχνές παρεμβάσεις της μητέρας του ενάγοντος στα του οίκου των διαδίκων, επιμένοντας στα πλαίσια των οικογενειακών δεσμών, να συμβουλεύει και να έχει άποψη σε επιλογές των διαδίκων. Οι παρεμβάσεις της αυτές, ναι μεν δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κακοπροαίρετες και ότι απέπνεαν διάθεση επίβουλής στην προσωπικότητα της εναγόμενης ως νέου μέλους της οικογένειας του ενάγοντος, ήταν αναμενόμενο όμως να προκαλεί δυσαρέσκεια και αρνητικά συναισθήματα στην εναγόμενη η έκφραση γνώμης της μητέρας του ενάγοντος για τον τρόπο διακόσμησης της οικίας των διαδίκων, την επιλογή των οικιακών βοηθών που εκτελούσαν τις οικιακές εργασίες στην οικία των διαδίκων, την οργάνωση της γαμήλιας δεξίωσης τους, το νυφικό και την εμφάνιση της εναγόμενης ως νύφης κ.λ.π. Η σύλληψη και η αναμονή της γέννησης του τέκνου δεν εξομάλυνε τις σχέσεις των δυο γυναικών αφού οποιαδήποτε πρόταση της μητέρας του ενάγοντος που αφορούσε την επιλογή των ενδυμάτων και των λοιπών βοηθητικών αντικειμένων του μωρού (σαλιάρες, πιπίλες κ.λ.π.), ακόμα και τη διακόσμηση του δωματίου του ήταν αιτία αντίδρασης εκ μέρους της εναγόμενης. Το ήδη επιβαρυμένο κλίμα οξύνθηκε ακόμα περισσότερο όταν αρχές Ιουνίου 2014, η αδελφή της εναγόμενης ήλθε από τα …, και εγκαταστάθηκε φιλοξενούμενη στην οικία των διαδίκων, αφενός μεν για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και αφετέρου για να συνδράμει την εναγόμενη εν όψει του τοκετού, ενώ για το σκοπό της συνδρομής της έφτασε μετά από λίγες ημέρες και η μητέρα της εναγόμενης. Τόσο η μητέρα όσο και η αδελφή της εναγόμενης διανυκτέρευαν στο διαμέρισμα των γονιών του ενάγοντος, σε δωμάτιο που τους είχαν παραχωρήσει. Ολόκληρη την ημέρα όμως και οι δυο βρίσκονταν στο διαμέρισμα των διαδίκων, ο χώρος του οποίου ήταν περιορισμένος, καθώς αυτός αποτελείται από δυο υπνοδωμάτια, το ένα από τα οποία ήταν το παιδικό δωμάτιο και μια σαλοτραπεζαρία. Η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε μικρό χώρο δυσαρεστούσε τον ενάγοντα, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε πάρει άδεια εν αναμονή του τοκετού, με συνέπεια αυτός να προτιμάει να διάγει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στην κατοικία των γονιών του, γεγονός που πυροδοτούσε νέες έριδες και παρεξηγήσεις από την οικογένεια της εναγόμενης. Η γέννηση του τέκνου την …, δεν εκτόνωσε την έκρυθμη κατάσταση, αλλά αντίθετα η καθημερινή ένταση και ο εκνευρισμός εντάθηκαν εξαιτίας της ανάγκης για την καθημερινή και πολύωρη φροντίδα του βρέφους από την εναγόμενη, η ανά ολίγων ωρών ανάγκη για το θηλασμό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ορμονικές μεταβολές στο σώμα της εναγόμενης μετά τον τοκετό, αλλά και οι ευθύνες της ως νέας μητέρας, επηρέασαν αναπόφευκτα την ψυχολογική της διάθεση και της προκάλεσαν συναισθηματικές διαταραχές. Στα ανωτέρω προστέθηκε η διαφαινόμενη πρόθεση της μητέρας και της αδελφής της εναγόμενης να αναλάβουν την αποκλειστική φροντίδα της εναγόμενης και του βρέφους, μην επιτρέποντας στους γονείς του ενάγοντος να έχουν τη δυνατότητα προσέγγισης σε αυτό όποτε θελήσουν, προφασιζόμενες ότι η εναγόμενη και το βρέφος έχουν ανάγκη ανάπαυσης και περιορισμού των επισκέψεων με αποτέλεσμα αυτοί σταδιακά να μην επισκέπτονται την εναγόμενη στην οικία της. Η δυσθυμία και η απογοήτευση που προκάλεσε στους γονείς του ενάγοντος η έστω ακούσια, απομάκρυνση τους από κάθε επαφή με το βρέφος, ήταν η αφορμή του τελευταίου επεισοδίου που έλαβε χώρα την … , μόλις επτά ημέρες μετά τον τοκετό. Το επεισόδιο ξεκίνησε όταν ο ενάγων, επικαλούμενος ασθένεια της μητέρας του και ισχυριζόμενος ότι η επαφή της μητέρας και της αδελφής της εναγόμενης με αυτή (τη μητέρα του) θα επέφερε ενδεχόμενη μεταφορά μικροβίων από την ασθενή μητέρα του μέσω των συγγενών της εναγόμενης στο τέκνο τους, πρότεινε τις επόμενες λίγες ημέρες έως την αναχώρησή τους για τα …, οι δυο γυναίκες να διανυκτερεύουν στην κατοικία του άλλου αδελφού της εναγόμενης, ο οποίος κατοικούσε στο …, σε μικρή απόσταση από την κατοικία τους. Η πρόταση αυτή ανεξάρτητα αν διατυπώθηκε με ήπιο, σχεδόν παρακλητικό τρόπο (όπως ισχυρίζεται ο ενάγων) ή προσβλητικά και επιτακτικά (όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη) ή αν η ασθένεια της μητέρας του ενάγοντος ήταν πραγματική (όπως ισχυρίζεται ο ενάγων) ή μόνο πρόφαση για να εκδιώξει τη μητέρα και την αδελφή της εναγόμενης (όπως αυτή ισχυρίζεται), προκάλεσε την έντονη αντίδραση κυρίως της εναγόμενης, η οποία άρχισε να διαπληκτίζεται έντονα με τον ενάγοντα, χωρίς όμως από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο να αποδεικνύεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ο ενάγων προέβη σε απειλητική, εξυβριστική ή απαξιωτική συμπεριφορά προς την εναγόμενη. Λόγω της έντασης του επεισοδίου προσήλθε και παρενέβη και η μητέρα του ενάγοντος, με συνέπεια το επεισόδιο να κλιμακωθεί και να ακολουθήσει έντονος φραστικός διαπληκτισμός κυρίως μεταξύ της μητέρας του ενάγοντος και της μητέρας της εναγόμενης και την ίδια την εναγόμενη, να εκτοξεύονται εκατέρωθεν εξυβριστικές και απαξιωτικές εκφράσεις και να αναγκάσει τις συγγενείς της εναγόμενης να αποχωρήσουν από την πολυκατοικία και να διανυκτερεύσουν στην κατοικία του αδελφού της, από όπου αποχώρησαν την επόμενη ημέρα για τα…. Έκτοτε και παρά την επιφανειακή ηρεμία που υπήρχε τις επόμενες ημέρες οι σχέσεις των διαδίκων ως συζύγων ουδέποτε ομαλοποιήθηκαν, αφού ασχολούνταν μόνο με τη φροντίδα του τέκνου και όχι με την συναισθηματική επαναπροσέγγισή τους. Μετά ταύτα και χωρίς να προηγηθεί ουδεμία άλλη συζήτηση ή αναφορά για το πιο πάνω γεγονός, την 17:30 ώρα της …, ο ενάγων επιστρέφοντας από την εργασία του στην οικία του συνάντησε στην είσοδο αυτής ένα δικαστικό επιμελητή, ο οποίος του επέδωσε την από …, εξώδικη πρόσκληση - διαμαρτυρία - δήλωση της εναγόμενης, συνταχθείσα από δικηγόρο, με την οποία τον ενημέρωνε ότι λόγω της συμπεριφοράς του ίδιου και των γονιών του που έκαναν αφόρητη την έγγαμη συμβίωσή τους και εξ αφορμής του επεισοδίου της …, μετοίκησε από τη συζυγική κατοικία μαζί με το τέκνο τους και εγκαταστάθηκε στην πατρική της κατοικία στα …, καλώντας τον να ρυθμίσουν τα οικογενειακά τους ζητήματα από τη διάσταση και δηλώνοντάς του παράλληλα ότι οποιαδήποτε άσκηση των δικαιωμάτων του προ το τέκνο τους θα γίνεται κατόπιν συνεννόησής τους.
Επομένως με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη ενεργώντας αυτοβούλως, έχοντας την πεποίθηση ότι έχει το δικαίωμα να ασκεί μόνο η ίδια την επιμέλεια του τέκνου, αφαίρεσε το τέκνο από την επιμέλεια του ενάγοντος, πατέρα του, χωρίς να ακολουθήσει τη δικαστική οδό και διέπραξε το ποινικό αδίκημα της αυτοδικίας κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι μετοίκησε από τη συζυγική κατοικία μαζί με το τέκνο της ακολουθώντας συμβουλές κάποιων ψυχολόγων που απευθύνθηκε για την αντιμετώπιση της διαμορφωθείσας στην κατοικία της κατάστασης και έχοντας την πεποίθηση ότι έχει το δικαίωμα αυτό για να προστατέψει το τέκνο της από τις συνέπειες που θα επέρχονταν από τη συνεχιζόμενη ψυχολογική επιβάρυνσή της, αν εξακολουθούσε την έγγαμη συμβίωση της με τον ενάγοντα και την ψυχοφθόρα συναναστροφή με τη μητέρα του, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Ο μάρτυρας ανταπόδειξης, αδελφός της, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επανειλημμένως κατάθεσε ότι δεν ήταν παρών στο τελευταίο επεισόδιο, καθώς ειδοποιήθηκε και μετέβη στην κατοικία των διαδίκων για να παραλάβει τη μητέρα και την αδελφή του μετά από το επεισόδιο, όσα δε κατέθεσε σχετικά με τις σχέσεις των διαδίκων και αυτών μεταξύ της εναγόμενης και της πεθεράς της τα πληροφορήθηκε από την εναγόμενη, όπως επίσης ρητά κατέθεσε. Εξάλλου αλυσιτελώς προβάλει τον ισχυρισμό ότι η μετοίκηση της δικαιολογείται τόσο από την από 23/12/2014 προσωρινή διαταγή του Προέδρου Πρωτοδικών Χανίων, με την οποία επιτράπηκε προσωρινά η μετοίκησή της, όσο και από την υπ’ αριθμ. 186/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, το οποίο δέχεται ότι οι σχέσεις των διαδίκων είχαν ψυχρανθεί εξαιτίας της ανάμιξης των γονέων των διαδίκων στα οικογενειακά τους θέματα και ότι με αφορμή το περιστατικό της …, κλονίσθηκαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις τους, διότι η έκδοσή τους ακολούθησε της αυτόβουλης ενέργειας της για την απομάκρυνση του ανήλικου τέκνου από τον ενάγοντα. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης της ούτε νομιμοποιείτο να στερήσει την επιμέλεια του τέκνου του από τον ενάγοντα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει δικαστική απόφαση. Μάλιστα ουδεμία σχέση έχει η αυτόβουλη ενέργειά της με το αν είναι εύλογη ή όχι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πολύ δε περισσότερο που δεν επικαλείται ουδένα επαπειλούμενο κίνδυνο σε βάρος του τέκνου από τον ενάγοντα ή από μέλος του οικογενειακού περιβάλλοντός του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο η εκκαλούσα - εναγόμενη εγκατέλειψε τη συζυγική κατοικία από εύλογο λόγο, ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε και ο τέταρτος λόγος κατά το μέρος που ισχυρίζεται ότι η πράξη της ήταν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του ενάγοντος και των γονιών του απέναντί της, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Εξαιτίας της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 1.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο, ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ …, ), σταθμίζοντας το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, το είδος και την έκταση της βλάβης του ενάγοντος, το βαθμό πταίσματος της εναγόμενης, τις άνω συνθήκες της αδικοπραξίας και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (28/4/2017) ο ενάγων εργαζόταν σε ναυτιλιακή εταιρία με μηναίο μισθό περίπου 1.760 ευρώ, η δε εναγόμενη ούσα άνεργη από το Σεπτέμβριο του έτους 2012, οπότε παραιτήθηκε από την εργασία της για να συμβιώσει με τον ενάγοντα, εργάζεται ξανά από την 27/3/2017 στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…, » με μικτές μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.142,86 ευρώ (υπ΄ αριθμ. 7/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων  Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, που εκδόθηκε μεταξύ των διαδίκων). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000 ευρώ έσφαλε και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το μέρος που η εκκαλούσα - εναγόμενη παραπονείται για την επιδίκαση του ποσού αυτού να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.
Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ η επιστροφή στην εκκαλούσα - εναγόμενη, λόγω της εν μέρει νίκης της, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσε…»




Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
https://stefaniasouli.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.