Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 545/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
"...Όπως ρητά
ορίζεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 782 του ΚΠολΔ, για τη διόρθωση
ληξιαρχικής πράξης εφαρμόζονται οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του ίδιου
άρθρου για τη βεβαίωση γεγονότος με το σκοπό να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη,
δηλαδή η απόφαση εκδίδεται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του
εισαγγελέα από το ειρηνοδικείο της περιφέρειας του ληξιάρχου ο οποίος έχει
συντάξει τη διορθωτέα ληξιαρχική πράξη. Η οριζόμενη δωσιδικία του
ειρηνοδικείου της έδρας του ληξιάρχου, που είναι εξωδικαστικό όργανο της
εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπίπτει με τον κανόνα της τοπικής αρμοδιότητας του
ληξιάρχου, κατ' άρθρο 5 του Ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων», που ορίζει
ότι οι ληξιαρχικές πράξεις καταρτίζονται στο ληξιαρχείο της περιφέρειας στην
οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα που βεβαιώνουν και ανταποκρίνεται με το γεγονός
ότι, στον τόπο αυτό βρίσκονται τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη των
βεβαιουμένων γεγονότων. Στον τόπο αυτό είναι αποτελεσματικότερη, ταχύτερη και
ασφαλέστερη η συλλογή τους, γι' αυτό προτιμήθηκε από το νόμο έναντι του τόπου
της γενικής δωσιδικίας του αιτούντος και θεσπίσθηκε η εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα,
επί της οποίας δε χωρεί παρέκταση (κατά το γενικό κανόνα του άρθρου
740§2 ΚΠολΔ, όπως συνομολογείται στην άποψη, κατά την οποία «λόγω της
ελαστικότητας της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, πρέπει να γίνει δεκτό
ότι η ρύθμιση της τοπικής αρμοδιότητας στο νόμο δεν έχει δεσμευτικό αλλά
καθοδηγητικό χαρακτήρα, οπότε δεν αποκλείεται να απευθύνεται η αίτηση και σε
άλλο κατά τόπο δικαστήριο, όπως εκείνο της κατοικίας του αιτούντος, εφόσον
διευκολύνεται η συλλογή των αποδείξεων - ορ. ΜΠρΘεσσαλ 3516/2013 Δνη 2014/234
κι εκεί παραπομπές). Η κατά την εκούσια δικαιοδοσία διόρθωση ληξιαρχικής πράξης
αντιστοιχεί στον κανόνα που θέτει το άρθρο 13 του Ν. 344/1976 ότι, για τη
διόρθωση ληξιαρχικής πράξεως απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Δε δύναται,
συνεπώς, να εκδοθεί διάταξη ειρηνοδίκη (του νόμου λαμβάνοντος θέση
επί προϊσχύσασας θεωρητικής διχογνωμίας), ενώ με εισαγγελική διάταξη
(του εισαγγελέως της περιφέρειας του ληξιάρχου και, αν εκεί δεν εδρεύει
εισαγγελέας, του ειρηνοδίκου), που παρέχει τη σχετική άδεια στο ληξίαρχο,
προβλέπεται η δυνατότητα να διορθώνονται σφάλματα, προφανώς εκ
παραδρομής, παρεισφρήσαντα σε ληξιαρχική πράξη και
μη αφορώντα το χρόνο σύνταξης της, η οποία διάταξη εκδίδεται, κατόπιν
αιτήσεως παντός έχοντος συμφέροντος, μετά από έρευνα και εξακρίβωση των
πραγματικών στοιχείων. Καθόσον πρόκειται για άδεια του εισαγγελέως (ή του
περιφερειακού ειρηνοδίκη) και όχι περί διαταγής, απαραίτητη προϋπόθεση για την
εισαγγελική διόρθωση είναι η συμφωνία του ληξιάρχου, εν περιπτώσει δε
ασυμφωνίας αυτού, τα εν λόγω σφάλματα διορθώνονται μόνο με δικαστική απόφαση
(ΓνΕισΑΠ 4/2001 ΠοινΔνη 2002/33). Εκτός από την περίπτωση
καταχώρησης οφειλόμενης σε σφάλμα από προφανή παραδρομή, για τη διόρθωση της
οποίας με άδεια του εισαγγελέως δε συμφωνεί ο ληξίαρχος, γίνεται δεκτή η
δυνατότητα διόρθωσης με τελεσίδικη απόφαση ειρηνοδικείου της ληξιαρχικής πράξης
γέννησης ως προς το κύριο όνομα, για λόγους αναγόμενους στην προστασία της
προσωπικότητας κατ' άρθρο 5§1 του Συντάγματος (ορ. απαρίθμηση των δύο περιπτώσεων
σε ΕιρΑΘ 1290/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος). Το κύριο όνομα του ατόμου
αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο αναγνώρισης και ταυτοποίησης του, χαρακτηρίζει την
αστική του κατάσταση και το συνοδεύει σε όλο το δημόσιο και κοινωνικό του βίο
και, με την έννοια αυτή, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητας
του, που ενδιαφέρει την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η διάταξη του άρθρου 25 του
Ν. 344/1976 δεν ορίζει προθεσμία της ονοματοδοσίας του νεογνού, καθώς
δεν είναι νοητή η χρήση ληξιαρχικής πράξης χωρίς αναφορά του ονόματος του
προσώπου που αφορά. Επομένως, η ονοματοδοσία θα πρέπει να λαμβάνει
χώρα στον ελάχιστο εύλογο χρόνο ταυτοποίησης του τέκνου, καθώς λ.χ. δε δύναται
να καταχωρηθεί σε έγγραφο βρεφονηπιακής φροντίδας ως «αβάπτιστο» (ή κατ'
εκμοντερνισμό «Α.Κ.Ο.») ή να ασκηθεί για λογαριασμό του ένδικο βοήθημα (ενώ δεν
υπάρχει και τρόπος ταυτοποίησης επί διδύμων «Α.Κ.Ο.» του ιδίου φύλου). Όπως και
πριν τη θέση σε ισχύ της ισχύουσας διατύπωσης της διάταξης (αντικατασταθείσα με
το άρθρο 15 του Ν. 1438/1984), η ονοματοδοσία, που αποτελεί τη μοναδική
νόμιμη διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού, γίνεται με δήλωση του δικαιουμένου
γονέα ή επιμελητή (του ασκούντος την πατρική εξουσία κατά το προϊσχύον δίκαιο)
και είναι ανεξάρτητη από τη «βάπτιση» του τέκνου, χριστιανική ή αντίστοιχη
τελετουργία άλλης θρησκείας, της οποίας η καταχώρηση στη ληξιαρχική πράξη
γεννήσεως, με αποκλειστικό σκοπό την αναγραφή τυχόν υπάρχοντος θρησκεύματος
(άρθρα 25 - 27 του ίδιου νόμου), ουδόλως επιδρά στο ήδη δηλωθέν ή δυνάμενο να
δηλωθεί όνομα (ορ. παρουσίαση διαμεσολάβησης - στις αναφορές υπ' αρ. πρωτ.
20169/19.12.2005 & 60/3.1.2006- του Συνηγόρου του Πολίτη
«Ονοματοδοσία και Βάπτιση», κατά την οποία έκθεση, δύναται να ζητηθεί η
διαγραφή της δήλωσης βάπτισης και, σε κάθε περίπτωση, να γίνει
δήλωση ονοματοδοσίας, καθώς οι δύο δηλώσεις είναι άσχετες μεταξύ τους,
ακόμη και όταν γίνονται ταυτόχρονα - ορ. όμως
και ΕφΑΘ 3718/2008 Δνη 2009/249: «η κατά την τέλεση του
μυστηρίου του βαπτίσματος πραγματοποιούμενη ονοματοδοσία συνιστά ένα
εκ των τρόπων κτήσεως του κυρίου ονόματος»
και ΜΠρΝαυπλ 109/1993 ΝοΒ 1993/1106 κατά την οποία «στη
βάπτιση εκφράστηκε η βούληση των γονέων»).
Το όνομα του
νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των
γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα (και ελλείψει αυτής από τον επίτροπο).
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις παντελούς έλλειψης
έγκυρης ονοματοδοσίας (οπότε, κατά το Συνήγορο του Πολίτη συντρέχει
«έλλειψη νομικής ισχύος του ονόματος»), ο ενηλικιωθείς, στερούμενος κυρίου
ονόματος, θα προβεί ο ίδιος στη σχετική δήλωση, ενώ σαφώς δικαιούται να
προσβάλει το κύρος της γενόμενης ονοματοδοσίας και δια της
διοικητικής οδού (εάν λ.χ., μετά το 1984, δε συνέπραξαν και οι δύο γονείς ή εάν
ο ληξίαρχος βασίστηκε παρανόμως στη δήλωση βάπτισης χωρίς ταυτόχρονη δήλωση ονοματοδοσίας και
από τους δύο ή ακόμη και για λόγους ακυρωσίας -πλάνη, απάτη, απειλή-
των δηλούντων, καθώς η ληξιαρχική πράξη παράγει πλήρη απόδειξη μέχρι αποδείξεως
του εναντίου -ΓνΝΣΚ 27/2003- ορ. αντίστοιχες περιπτώσεις δικαστικής
διόρθωσης ΜΠρΑΘ 828/1998 Δνη 2000/862 - διόρθωση σε
περίπτωση άκυρης ονοματοδοσίας- και ΜΠρΑΘ 5735/1998 Τ.Ν.Π. Νόμος
- διόρθωση επί εσφαλμένης καταχώρησης λόγω ανυπαρξίας γονικής μέριμνας στο
δηλούντα «πατέρα»).
Ρητά
ορίζεται, στο τέταρτο εδάφιο του ως άνω άρθρου 25, με την τροποποίηση του έτους
1984, ότι γενόμενη δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται. Ο κανόνας
του μη ανακλητού της ονοματοδοσίας υφίστατο και πριν τη ρητή
θεσμοθέτηση του (ορ. όμως ΜΠρΠειρ 86/2005 ΝοΒ 2005/930:
«δεν απαγορεύεται η μεταβολή ονόματος από διάταξη νόμου»), ως έκφραση του
δημοσίας τάξεως κανόνα του σταθερού και αμεταβλήτου του ονόματος, που απορρέει
από το συνδυασμό των διαχρονικών διατάξεων των άρθρων 58 Α.Κ. (σταθερότητα του
ονόματος για χάρη της προστασίας της προσωπικότητας
- ορ. ΜΠρΗλείας 131/2010) και 415 Π.Κ. (αυθαίρετη μεταβολή
ονόματος) και προσβλέπει στην προστασία του ονόματος, ως
χαρακτηριστικού στοιχείου της προσωπικότητας (έναντι της αυθαίρετης χρήσης του
από μη δικαιούμενο) εντός πλαισίου παράλληλης διαφύλαξης της έννομης τάξης και
ασφάλειας των συναλλαγών (ορ. ΜΠρΡόδου 785/2007 Τ.Ν.Π. Νόμος). Και
μετά τη θεσμοθέτηση του, όμως, ο κανόνας του αμετάβλητου του ονόματος δεν είναι
ανεξαίρετος, καθώς ο νομοθέτης δέχεται παρεκκλίσεις (εκτός από την αλλαγή
επωνύμου, που γίνεται με τη διοικητική διαδικασία -άρθρο 9§9 Ν. 2307/1995- και
επί αναγνωρίσεως τέκνου γεννημένου χωρίς γάμου και επί υιοθεσίας και, ασφαλώς,
επί εξελληνισμού των ονομάτων κατά την πολιτογράφηση), ενώ δε συνιστά μεταβολή
και επιτρέπεται η συμπλήρωση της δήλωσης ονοματοδοσίας με μεταγενέστερη
δήλωση και προσθήκη και δευτέρου ονόματος στο αρχικά δηλωθέν, ο δε ληξίαρχος
είναι υποχρεωμένος να καταχωρήσει σχετική δήλωση
συμπληρωματικής ονοματοδοσίας (ιδίως από
το ενηλικιωθέν πρόσωπο, χωρίς έλεγχο αντίθεσης του προσθέτως δηλούμενου
ονόματος στη δημόσια τάξη), ελεγχόμενος διοικητικά επί αρνήσεως του. Με βάση
τις εν λόγω παρεκκλίσεις και τη συνταγματική προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης
της προσωπικότητας (άρθρο 5§1), που επιβάλλεται σε περιπτώσεις δυσμενών
επιπτώσεων του ονόματος επί του προσώπου που το φέρει, η, νομολογία συνάγει
δικαίωμα του προσώπου, ή αυτών που το επιμελούνται νομίμως έως την ενηλικίωση
του, να ζητήσει δικαστικώς τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης
της ονοματοδοσίας του, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 13§1 του
Ν. 344/1976 και με τη διαδικασία του άρθρου 782 ΚΠολΔ (εμμέσως
συναγόμενης της δυνατότητας από την ΟλΑΠ 99/1985). Ως εξαίρεση από
τον κανόνα του αμετάβλητου του ονόματος, η διόρθωση της ονοματοδοσίας,
πρέπει ν' ανταποκρίνεται σε εξαιρετικές προϋποθέσεις, δηλαδή η αιτούμενη
μεταβολή θα πρέπει να αίρει κωλύματα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, που
δημιουργεί αντικειμενικά η χρήση του υπό διόρθωση ονόματος, ιδίως όταν προκαλεί
σύγχυση στις κοινωνικές του σχέσεις, όπως συμβαίνει όταν το κύριο όνομα
προσομοιάζει με επώνυμο (ΜΠρΧίου 175/1990 ΑρχΝ 1990/680) ή είναι
άσχετο με τα ονόματα της οικογενείας του (ΜΠρΘεσσαλ 20438/2010
επί ονοματοδοσίας τέκνου από τη φυσική του μητέρα, πριν την υιοθεσία
του).
Δε συνιστά
ουσιώδη ανεπίτρεπτη μεταβολή η συμπλήρωση δεύτερου ονόματος (μάλιστα, χωρεί
βάσει των διατάξεων ονοματοδοσίας δια της διοικητικής
οδού ΓνΝΣΚ 431/2006 - ορ.
όμως ΕφΑθ 1905/2003 Δνη 2004/247, ΕιρΑΘ 1290/2015,
όπου και δικαστική προσθήκη δεύτερου ονόματος, λόγω «τάματος» στην Παναγία
και ΕιρΑκράτας 64/2013 Τ.Ν.Π. Νόμος, όπου προσθήκη και του από
βαπτίσεως ονόματος ως κύριου - επί μη συμφωνίας των
γονέων ΕφΑθ 4971/1993 ΝοΒ 1994/75), ούτε η απαλοιφή
δεύτερου ονόματος, το οποίο δεν είναι εύηχο και δημιουργεί ψυχολογικά
προβλήματα στο πρόσωπο που το φέρει, εφόσον διατηρείται το κύριο όνομα
(ορ. ΕφΑθ 2064/2005 Δνη 2005/1547 -απαλείφεται το «...» και
παραμένει το «..»-ΜΠρΝαυπλ 109/1993 ΝοΒ 1993/1106 -απαλείφεται
το «...» και παραμένει το «....», ΕιρΘεσσαλ 93Ε/2015
οίκοθεν -απαλείφεται το «....» και παραμένει το «....», ομοίως απαλοιφή
δευτέρου ονόματος στην ΜΠρΗλείας 131/2010, ενώ στην προαναφερθείσα ΜΠρΠειρ 86/2005
απλώς μεταβάλλεται η σειρά κύριου και δεύτερου ονόματος). Κρίθηκε, όμως, ότι
συνιστά σπουδαίο λόγο μεταβολής του ονόματος και επί μεταβολής ή αποποίησης του
δηλωθέντος θρησκεύματος (κατόπιν σοβαρής, αβίαστης και ελεύθερης απόφασης, που
γίνεται διοικητικά, κατόπιν απλής αιτήσεως διαγραφής του θρησκεύματος) του
φέροντος όνομα, που του δόθηκε με βάπτιση
(ΜΠρΠατρ 430/2003 ΧρΙΔ 2003/790) ή λόγω μεταβολής θρησκεύματος
επί υιοθεσίας ανηλίκου (ΜΠρΘεσσαλ 32576/2007 Τ.Ν.Π. Νόμος - μεταβολή
τουρκικού ονόματος σε ελληνικό). Στο θετό δίκαιο δεν υφίσταται διάταξη που να
γεννά δικαίωμα μεταβολής του κυρίου ονόματος που δόθηκε με
την ονοματοδοσία του νεογνού λόγω απλής σχετικής επιθυμίας
του ενηλικιωθέντος ονοματοδοτηθέντος (και δη πολύ αργότερα της
ενηλικίωσης), ούτε προσβάλλεται η προσωπικότητα του ατόμου που φέρει όνομα, το
οποίο δεν επιθυμεί, ώστε να του αναγνωρίζεται άνευ όρων δικαίωμα
επιλογής του ονόματος του και πέραν αυτού που χρησιμοποιεί στην κοινωνική του
δραστηριότητα («υποκοριστικό» ή «καλλιτεχνικό») και να δικαιολογεί δικαστική
διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του βάσει, απλώς, ενός μη θεμελιωμένου
νομοθετικά δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Τους νόμιμους λόγους, που θεμελιώνουν
το αίτημα διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς
την ονοματοδοσία, θα πρέπει να επικαλείται στο δικόγραφο της αίτησης ο
αιτών (προσθέτοντας τα στοιχεία που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του, εφόσον
δεν είναι ο φέρων το όνομα), προσδιορίζοντας τα περιστατικά που συνιστούν
παρακώλυση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του φέροντος το όνομα
(και όχι του τρίτου αιτούντος) από τη μη αναγραφή του επιθυμητού ονόματος ή από
την αναγραφή του ανεπιθύμητου (ΕφΠειρ 32/2011), ώστε να τεθούν ως θέμα
απόδειξης οι σχετικοί ισχυρισμοί με αναγωγή στα συγκεκριμένα περιστατικά του
βίου του φέροντος το όνομα, ιδίως όταν αυτό είναι σύνηθες και απλώς επιδιώκεται
η αντικατάσταση από το χρησιμοποιούμενο υποκοριστικό του
(ad hoc ΕφΔωδ 347/2005 Τ.Ν.Π. Νόμος).
Τέλος,
αντικείμενο της δικαστικής απόφασης που αφορά τη διόρθωση ή συμπλήρωση
ληξιαρχικής πράξης δεν είναι η έκδοση διαταγής προς το ληξίαρχο, αλλά η διαπίστωση
των ακριβών στοιχείων της πράξης και, για το λόγο αυτό, είναι, αναφορικά με τη
ρυθμιστική της ενέργεια, διαπιστωτική θετική ατομική διοικητική πράξη. Αυτό
σημαίνει περαιτέρω ότι η σχετική δικαστική απόφαση, δεν περιέχει ούτε
επιτρέπεται να περιέχει διαταγή διόρθωσης από το ληξίαρχο, ούτε υποκαθιστά την
υποχρέωση του να ενεργήσει από υπηρεσιακό καθήκον (άρθρα 4 περ. β' και 14 §1 Ν.
344/1976 - τελεσίδικη προσθήκη ή μεταβολή ονόματος καταχωρίζεται στις
«μεταβολές» εντός μηνός - ορ. και ΜΠρΘεσσαλ 8/2013 Δνη 2014/221, ΜΠρΘεσσαλ 3516/2013 Δνη 2014/234).
Με την
κρινόμενη αίτηση, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκαν τα νόμιμα ένσημα και
τηρήθηκε η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου
748§2 ΚΠολΔ (κοινοποιήθηκε η αίτηση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου,
όπως προκύπτει από την υπ' αρ. ./08.02.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας στο Εφετείο Λάρισας, ...), η αιτούσα ζητεί να επιτραπεί, με
απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η προσθήκη στο κύριο όνομα της «Ανδρομάχη»
και του δεύτερου κύριου ονόματος «Ασημίνα», ώστε το κύριο όνομα της να
διαμορφωθεί από το βαπτιστικό «Ανδρομάχη» στο επιθυμητό «Ασημίνα - Ανδρομάχη»
και να διαταχθεί η διόρθωση της αναφερόμενης κατ' αριθμό ληξιαρχικής πράξης
γέννησης του Ληξιαρχείου Βόλου και να διαταχθεί ο αρμόδιος Ληξίαρχος να προβεί
σε καταχώρηση της παραπάνω μεταβολής του κυρίου ονόματος της, επικαλούμενη ότι,
το όνομα της λειτουργεί αποτρεπτικά στις κοινωνικές της σχέσεις, ιδίως στον
χώρο εργασίας της, καθόσον τόσο η ίδια όσο και η οικογένεια της από την γέννηση
της έως και σήμερα, δηλαδή για όλο το διάστημα, της ανήλικης ζωής της αλλά και
της μέχρι τώρα ενήλικης ζωής της Χρησιμοποιούν κι έχουν καθιερώσει την
προσφώνηση της με το όνομα «Ασημίνα». Αντιθέτως, δεν έχει γίνει καθόλου χρήση
του βαπτιστικού της ονόματος «Ανδρομάχη» και ως εκ τούτου δημιουργείται σύγχυση
από την χρήση σε όλες τις κοινωνικές συναναστροφές και εκδηλώσεις του κυρίου
ονόματος που επιθυμεί και της εγγραφής στην ληξιαρχική πράξη γέννησης του
βαπτιστικού της ονόματος.
Η παραπάνω
αίτηση αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την
εκούσια δικαιοδοσία (άρθρ. 739 και επ. του ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1, 22 παρ. 1 του Ν. 344/1976
«περί ληξιαρχικών πράξεων» σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 782
του ΚπολΔ, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στη μείζονα πρόταση της
παρούσας.
Από την χωρίς
όρκο κατάθεση της αιτούσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της
υποθέσεως, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά
δημόσιας συνεδριάσεως, τα έγγραφα που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση η αιτούσα,
σε συνδυασμό με όσα εκτίθενται στην κρινόμενη αίτηση της, αποδεικνύονται, Κατά
την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα
έλαβε το βαπτιστικό όνομα «Ανδρομάχη», συνταχθείσας σχετικώς της υπ' αριθ.
./30-12-1983 ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως από τον Ληξίαρχο Βόλου. Πάρα ταύτα
από τη γέννηση της έως και σήμερα οι γονείς της, το συγγενικό και κοινωνικό της
περιβάλλον αλλά και η ίδια η αιτούσα χρησιμοποιούσαν το κύριο όνομα «Ασημίνα»
αντί το βαπτιστικό της «Ανδρομάχη». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αιτούσα να
αποκρίνεται μόνο στο κύριο όνομα «Ασημίνα». Η εν λόγω διάσταση ανάμεσα στο
κύριο όνομα «Ασημίνα» που χρησιμοποιεί η αιτούσα στις κοινωνικές της
συναναστροφές από την παιδική της ηλικία, με πρωτοβουλία των γονέων της, και
στο βαπτιστικό της όνομα «Ανδρομάχη», που αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη
γέννησης της, δημιουργεί κωλύματα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας της, δοθέντος
ότι προκαλεί σύγχυση στις κοινωνικές της σχέσεις και λειτουργεί αποτρεπτικά
κυρίως στον χώρο εργασίας της, καθόσον δημιουργεί αμφιβολίες, καχυποψία και
αμφισβήτηση περί του προσώπου της και της ταυτότητας της. Η διόρθωση
(συμπλήρωση) της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως της αιτούσας επιβάλλεται λόγω της
ασφαλείας των συναλλαγών, καθώς σχετίζεται με τον ακριβή προσδιορισμό της
ταυτότητας της και το βαπτιστικό της όνομα της έχει δημιουργήσει δικαιολογημένα
μη επιθυμητές συνέπειες.
Συνακολούθως
των ανωτέρω, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συμπληρώσεως της ληξιαρχικής πράξης
γεννήσεως της αιτούσας ως προς την καταχωρηθείσα ονοματοδοσία της και
ως εκ τούτου θα πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν και
να συμπληρωθεί η παραπάνω ληξιαρχική πράξη γέννησης δια της προσθήκης του
ονόματος «Ασημίνα», πριν από το ήδη καταχωρηθέν κύριο όνομα αυτής «Ανδρομάχη»,
ώστε να καταστεί αυτό «Ασημίνα - Ανδρομάχη», όπως ειδικότερα ορίζεται στο
διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας
παρουσία της αιτούσας.
Δέχεται την
αίτηση.
Βεβαιώνει, με
σκοπό την συμπλήρωση, σχετικά με το κύριο όνομα της αιτούσας, της παρακάτω
ληξιαρχικής πράξης, ήτοι της με αριθμό ./30-12-1983 ληξιαρχικής πράξης
γεννήσεως, που συντάχθηκε από τον Ληξίαρχο του Δήμου Βόλου, ότι το κύριο όνομα
της αιτούσας είναι το «Ασημίνα - Ανδρομάχη».
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Βόλο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων
τους, και με την παρουσία της Γραμματέα της έδρας, την 16η Ιουλίου 2019..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.