Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ. αρ.
497/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«… Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 εδ. α' ΚΠΔ, όπως η
παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 Ν. 4531/2018, ο Εισαγγελέας του
Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος,
συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τα οποία τα συμβούλια πλημμελειοδικών και εφετών
αποφαίνονται αμετακλήτως, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου,
μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται
και σε αυτήν την περίπτωση. Από την πρώτη των άνω διατάξεων προκύπτει ότι ο
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιουδήποτε
βουλεύματος και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 484 παρ. 1
ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και αυτός της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 αριθ. 1).
Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου με αριθμό έκθεσης .../08-11-2018 για αναίρεση του υπ' αριθμό
180/08-10-2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων, το οποίο
απέρριψε την με αριθμό πρωτοκόλλου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χανίων …/28-6-2018
αίτηση του κατηγορουμένου, …. του ...., κατοίκου ... περί ακύρωσης της ποινικής
δίωξης και της παραπομπής του στο ακροατήριο επί της υπ' αρ. ΑΒΜ: …./2015
δικογραφίας και επιστροφής της υπόθεσης στο στάδιο της κατά το άρθρο 11 επ. του
Ν. 3500/2006 ποινικής διαμεσολάβησης ενώπιον του Εισαγγελέως για απόλυτη
ακυρότητα έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός μηνός από την έκδοσή
του, στις 08-10-2018. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ'
ουσίαν.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2
(όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 4531/2018) και 6 παρ. 1 του N.
3500/2006 "Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες
διατάξεις", "Για τον παρόντα νόμο θεωρείται: ενδοοικογενειακή βία, η
τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα
6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα. 2, α. οικογένεια
ή κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου
βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. (6 παρ. 1).
Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση
ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α' της παρ. 1 του άρθρου 308
του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή
βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β' της παραπάνω διάταξης,
τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους. Όπως προκύπτει από την
αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νομοθετήματος, σκοπός του είναι η αντιμετώπιση
του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, στη βάση των αρχών της ελευθερίας,
της αυτοδιαθέσεως και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική
συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας, θύματα του φαινομένου αυτού
είναι πρωτίστως οι γυναίκες, αλλά και οι ανήλικοι, οι υπερήλικοι, καθώς και οι
ανάπηροι.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 11 του Ν. 3500/2006
αναφέρεται στις προϋποθέσεις της ποινικής, διαμεσολάβησης: "1. Στα
πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης
εισαγγελέας διερευνά τη δυνατότητα διαμεσολάβησης κατά τη διαδικασία των
επόμενων. 2 Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης
είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο
αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά: α) να
υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής
βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός
οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα.
Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό - θεραπευτικό
πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε
όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους
αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση
της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο της
δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του
συμβουλευτικού - θεραπευτικού προγράμματος και ο αριθμός των συνεδριών που
παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης
του προγράμματος εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 13. γ) να άρει ή να
αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από
την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα".
Ακόμη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ίδιου νόμου "1. Αν σε
βάρος του υπαιτίου κινηθεί η διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο
αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 423 του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας.
Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διαδικασία χωρεί
κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριο που αναβάλλει
την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το πρώτο εδάφιο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν
συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο
18 του παρόντος νόμου. 2. Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται
προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια α) μπορεί να
διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής άλλη ενέργεια: πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο
ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος
του τέλεση της πράξεως, β) εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς
και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους
αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, και γ) καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται
η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο
εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
3. Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την
κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται,
προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει
προθεσμία τριών ημερών για να απαντήσει. 4. Αν η απάντηση του παρέχοντος
εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική διαδικασία
κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παρέχοντος
εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του
για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό
αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία, το πολύ τριών ημερών, για να δηλώσει
αν δέχεται τη διαμεσολάβηση. 5. Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή
αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περίπτωσης α'
της παραγράφου 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις
διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι
θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της
εισαγγελίας. Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή. 6. Αν τα πρόσωπα στα
οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα, για την έναρξη της
διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο
ισχύει και αν η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα. Αν δεν
επιτευχθεί συμφωνία κατά τα προηγούμενα εδάφια, η διαμεσολάβηση δεν είναι
δυνατή. 7. Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11
του παρόντος έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί
στον αρμόδιο εισαγγελέα και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους.".
Τέλος κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 του ίδιου
ως άνω νόμου "1. Η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής
διαμεσολάβησης καταχωρίζεται σε ειδική μερίδα στο δελτίο ποινικού. μητρώου και
τηρείται για χρονικό διάστημα ίσο προς τον εκ του νόμου προβλεπόμενο χρόνο
παραγραφής του εγκλήματος στο οποίο αφορά. 2. Αν ο ενδιαφερόμενος συμμορφωθεί
προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών,
τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της
πολιτείας για το έγκλημα που αφορά. 3. Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα
υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης διακόπτει τη διαδικασία και
προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή
ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία
συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να
επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση. 4. Ενόσω
διαρκεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, τελεί σε εκκρεμοδικία η πράξη
στην οποία αυτή αφορά. Η άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη για την οποία
εξαλείφθηκε η ποινική αξίωση της πολιτείας, λόγω ολοκληρώσεως της διαδικασίας
ποινικής διαμεσολάβησης, είναι απαράδεκτη. Η παραγραφή της πράξης αναστέλλεται
μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης. 5. Η άρνηση ενός
εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της,
για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται σε βάρος αυτών καμία αρνητική ουσιαστική ή
δικονομική συνέπεια στην ποινική δίκη που επακολουθεί....".
Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίσθηκε ο θεσμός της
ποινικής διαμεσολάβησης σε συμμόρφωση της Χώρας προς την απόφαση-πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 15.3.2001, σχετικά με το καθεστώς των
θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες. Αφετηρία της διαδικασίας ποινικής
διαμεσολάβησης είναι είτε η έναρξη της προκαταρκτικής εξετάσεως, μετά από
έγκληση του παθόντα ή καταγγελία τρίτου, είτε η κίνηση της διαδικασίας του
αυτοφώρου. Πρώτη ενέργεια του Εισαγγελέα είναι η διερεύνηση της δυνατότητας
ποινικής διαμεσολαβήσεως. Αρχικώς πρέπει να εξασφαλισθεί ότι τα διάδικα
μέρη θα συμφωνήσουν να συνδιαλλαγούν, διαφορετικά η ποινική διαδικασία θα
ακολουθείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Από τις προπαρατεθείσες
διατάξεις του Ν. 3500/2006 και τους σκοπούς στους οποίους ο νόμος αυτός
αποβλέπει, προκύπτει ότι η προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο Εισαγγελέα
της δυνατότητας ποινικής διαμεσολαβήσεως, πριν ακολουθήσει την ποινική
διαδικασία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έχει αναχθεί από τον νόμο σε
ειδική δικονομική προϋπόθεση, για την έγκυρη άσκηση της προβλεπόμενης επί
των ανωτέρω παραβάσεων ποινικής διώξεως. Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή
δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα πάσχει από απόλυτη
ακυρότητα (171 παρ. 1 β ΚΠΔ), η οποία αφορά την προδικασία και πρέπει, κατά την
ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 Κ ΠΔ, να προτείνεται μέχρι να καταστεί
αμετάκλητη η παραπομπή (Πρβλ. ΑΠ 621/2014, ΑΠ 1465/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση
των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι κατόπιν της από 6-9-2017 εγκλήσεως
της ...., κατοίκου ..., ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Χανίων ποινική δίωξη σε βάρος του συζύγου της, .... με παραπομπή αυτού δι'
απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων για την
αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρα 6 παρ. 1 του Ν.
3500/2006 και άρθρο 308 παρ. 1α ΠΚ) που φέρεται ότι τέλεσε στις 14-8-2015 και η
υπόθεση προσδιορίστηκε προς εκδίκαση για τη δικάσιμο της 2-11-2018, χωρίς να
ακολουθήσει η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Η ποινική δίωξη ασκήθηκε
χωρίς την προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο ως άνω Εισαγγελέα της
δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης με αποτέλεσμα η ασκηθείσα, κατά τα άνω,
δίωξη να πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Ο κατηγορούμενος, .... με την υπ'
αρ. .../28-6-2018 αίτησή του προσέφυγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
ισχυριζόμενος ότι της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του δεν προηγήθηκε η
επιβαλλόμενη από τον Ν. 3500/2006 διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής
διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα η σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη να πάσχει
από απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 β ΚΠΔ). Το Συμβούλιο πλημμελειοδικών Χανίων
με το προσβαλλόμενο 180/2018 βούλευμά του, υιοθετώντας το περιεχόμενο της
εισαγγελικής πρότασης, απέρριψε την αίτηση, δεχόμενο, όπως και η προτείνουσα
εισαγγελέας, ότι η παράλειψη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης από τον
αρμόδιο εισαγγελέα δεν αποτελεί λόγο απόλυτης ακυρότητας. Δεν επιφέρει δηλαδή ακυρότητα της κίνησης της
ποινικής δίωξης, κατά την έννοια του άρθρο 171 παρ. 1 β ΚΠΔ, ούτε επίσης
καθιστά απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Ωστόσο, με την άσκηση ποινικής
δίωξης χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία για της διερεύνηση της δυνατότητας
ποινικής διαμεσολάβησης, η οποία, κατά τα εκτεθέντα, αποτελεί ειδική δικονομική
προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής διώξεως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατ'
άρθρο 171 παρ. 1 περ. β του ΚΠΔ και ως εκ τούτου συντρέχει ο σχετικός από το
άρθρο 484 παρ. 1 α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.
Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 παρ. 1
στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για απόλυτη
ακυρότητα είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί το
προσβαλλόμενο βούλευμα και κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη (άρθρα
485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 180/08-10-2018 βούλευμα του
Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων.
Κηρύσσει απαράδεκτη την ασκηθείσα σε βάρος του
κατηγορουμένου αναιρεσείοντα ποινική δίωξη…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.