Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και στο σπίτι της Άννας και του Θάνου επικρατεί χαρούμενη και γιορτινή ατμόσφαιρα. Η Άννα, ο Θάνος και τα δυο τους παιδιά, η δεκατριάχρονη Ισμήνη και ο δεκάχρονος Ιάσονας, θα κάνουν αλλαγή του χρόνου σε μια φιλική τους οικογένεια. Ο Θάνος είναι αραχτός στον καναπέ, με τις πιτζάμες, και βλέπει ένα DVD. Η Άννα είναι ντυμένη, μακιγιαρισμένη, και τακτοποιεί τα δώρα που θα πάει στα μέλη της φιλικής οικογένειας. Η ώρα έχει πάει δέκα το βράδυ και ο Θάνος συνεχίζει να είναι στον καναπέ.
«Πότε σκοπεύεις να ετοιμαστείς; Πέρασε η ώρα…» του λέει αγχωμένα η Άννα.
«Μην ανησυχείς, θα είμαι στην ώρα μου», της απαντάει αδιάφορα ο Θάνος.
«Ποια ώρα σου, ρε άνθρωπε… Δέκα πήγε και δεν έχεις κάνει ούτε μπάνιο», παραπονιέται η Άννα.
«Σε δέκα λεπτά τελειώνει», της απαντά ο Θάνος.
Η Άννα παρατάει τις τσάντες με τα δώρα και πάει κοντά του. «Έτσι είπες και πριν από μισή ώρα…»
Ο Θάνος χοροπηδάει πάνω στον καναπέ και πετάει το τηλεκοντρόλ στο πάτωμα. «Με έχεις γαμήσει… ούτε μια ταινία δεν μπορώ να φχαριστηθώ… άντε μην τα πάρω και δεν πάμε πουθενά».
Η Άννα ταράζεται και πάει στο δωμάτιο της κόρης της.
«Τι συμβαίνει;» τη ρωτάει η Ισμήνη, που καταλαβαίνει ότι η μητέρα της είναι αναστατωμένη. «Ο μπαμπάς είναι έτοιμος;»
Η Άννα κουνάει το κεφάλι της και της απαντάει χαμηλόφωνα: «Είναι στον καναπέ ξαπλωμένος και βλέπει DVD».
«Ελπίζω να μη μας χαλάσει τη βραδιά!» ουρλιάζει η Ισμήνη και η Άννα τρέχει και κλείνει με δύναμη την πόρτα του δωματίου. «Σιγά μην τον φοβηθούμε! Αυτή τη φορά, έρθει δεν έρθει, εμείς θα πάμε… έτσι δεν είναι;» γυρίζει προς τη μητέρα της και περιμένει απάντησή της. Η Άννα δε μιλάει. Η Ισμήνη πάει κοντά της. Η φωνή της φοβισμένη, ίσα που ακούγεται: «Θα πάμε, μαμά… Έτσι δεν είναι; Θα είναι και ο Αλέξης, μαμά…»
Η Άννα φτιάχνει το φόρεμα της Ισμήνης και σκύβει και τη φιλάει στοργικά. «Είσαι μια κούκλα».
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Ιάσονας, ο οποίος βλέποντας την Ισμήνη, ντυμένη και στολισμένη, σωστή δεσποινίδα, αρχίζει να κάνει χαβαλέ, της σηκώνει το φόρεμα, της ανακατώνει τα μαλλιά, της τσιμπάει τον πισινό. Τα δύο αδέλφια πιάνονται στα χέρια. Ο Ιάσονας αρχίζει τις πολεμικές λαβές και… όποιον πάρει ο χάρος. Η Ισμήνη σε έξαλλη κατάσταση του ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα. Ο Ιάσονας φτύνει πάνω στο φόρεμά της. Η Άννα τον βουτάει από την πιτζάμα και τον βγάζει σηκωτό από το δωμάτιο.
«Γρήγορα να ντυθείς! Ακόμη με τις πιτζάμες είσαι».
«Δεν πάω πουθενά!» αρχίζει να ουρλιάζει ο Ιάσονας και πέφτει στο πάτωμα. Η Άννα προσπαθεί να τον σηκώσει αλλά αυτός την απωθεί με κλοτσιές.
«Τι γίνεται εδώ;» ακούγεται η φωνή του Θάνου και αμέσως η Άννα μαζεύει τα χέρια της και αφήνει τον Ιάσονα, ο οποίος συνεχίζει να είναι στο πάτωμα και αυτή τη στιγμή κλαίει. «Τι έγινε; Θα μου πει κάποιος;» ρωτάει επίμονα ο Θάνος. Κοιτάει μία την Άννα, μία τον Ιάσονα. Δεν απαντάει κανείς. Η Ισμήνη τους πλησιάζει και βλέποντάς την ο Θάνος γουρλώνει τα μάτια του. «Δε φαντάζομαι να μου κυκλοφορήσεις με αυτό το τσόλι;»
Η Ισμήνη βάζει τα κλάματα και επιστρέφει στο δωμάτιό της.
«Γιατί τσόλι; Μια χαρά φόρεμα είναι…» του απαντάει νευριασμένα η Άννα.
«Το δικό μου το κορίτσι δε θα βγει έξω με αυτό το ρούχο! Δε θα γίνω εγώ ρεζίλι απόψε…» και δείχνοντας με το χέρι του την πόρτα του δωματίου της Ισμήνης λέει στην Άννα: «Πήγαινε μέσα να της βρεις κάτι πιο σοβαρό να φορέσει και εσύ, Ιασονάκο, πήγαινε να ετοιμαστείς».
«Με πονάει η κοιλιά μου…» παραπονιέται ο Ιάσονας και πιάνει την κοιλιά του.
«Τι έχει το παιδί;» γυρίζει έκπληκτος προς την Άννα.
«Τίποτα δεν έχει. Πριν έριχνε κλοτσιές στην Ισμήνη».
«Σε πονάει η κοιλιά σου;» ρωτάει ο Θάνος τον Ιάσονα.
«Τίποτα δεν τον πονάει», απαντάει πάλι η Άννα και σκύβει να τραβήξει τον Ιάσονα. Ο Ιάσονας κάνει έναν ελιγμό για να αποφύγει το χέρι της Άννας και μέσα από τα δόντια του, της ρίχνει μια βρισιά. Η Άννα κάνει πως δεν άκουσε, δε θέλει να το τραβήξει, ξέρει ότι ο Θάνος δεν ασχολείται όταν τη βρίζει ο γιος της και πηγαίνει στο δωμάτιο του γιου της για να τον βοηθήσει να ντυθεί. Ο Ιάσονας μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και πέφτει στο κρεβάτι του.
«Τι να σου βγάλω;» τον ρωτάει η Άννα και ανοίγει την ντουλάπα.
«’Ξαφανίσου…» της απαντάει ο Ιάσονας, σχεδόν γρυλίζοντας.
Η Άννα κάνει πως δεν ακούει και συνεχίζει με γλυκό τρόπο: «Θα βάλεις πουκάμισο ή φούτερ;»
«Σου είπα, ’ξαφανίσου…» της ξαναλέει ο Ιάσονας.
Η Άννα συνεχίζει να βγάζει ρούχα από την ντουλάπα, ο Ιάσονας σηκώνεται πάνω στο κρεβάτι και αρχίζει να ουρλιάζει, τονίζοντας την κάθε λέξη ξεχωριστά: «Φύγε… από δω μέσα, σκύλα…»
Η Άννα τρέμει ολόκληρη. «Τη μάνα σου, σκύλα…;»
«Ναι, ναι, σκύλα! Είσαι μία σκύλα γιατί πάντα μας ξεχωρίζεις· και ο μπαμπάς το λέει… αγαπάς την Ισμήνη πιο πολύ από εμένα».
Ο Ιάσονας βάζει τα κλάματα και εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Θάνος μέσα στο δωμάτιο. «Τι έκανες του παιδιού;» ρωτάει την Άννα.
Στο άκουσμά του, ο Ιάσονας αρχίζει να κλαίει με λυγμούς.
«Τι του έκανες, μωρή;» γυρίζει στην Άννα και πάει κοντά της και της πατάει με δύναμη το πόδι. «Σε ρωτάω, τι του έκανες;» συνεχίζει την ανάκριση ο Θάνος και πιέζει με όση δύναμη έχει το πόδι της Άννας. Ο Ιάσονας είναι ξαπλωμένος και βλέπει τον πατέρα του που έχει πλησιάσει επικίνδυνα τη μητέρα του. Κοιτάει και τους δύο. Αισθάνεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, γιατί συνήθως η μητέρα του, όταν ο πατέρας του θυμώνει, φεύγει. Τώρα αυτή έχει μείνει ακίνητη, σαν βαλσαμωμένη, με αυτή τη γελοία έκφραση σφιξίματος στο πρόσωπο. Κανονικά θα έπρεπε να έχει φύγει, σκέφτεται ο Ιάσονας. Τι κάνει τώρα; Ηλίθια είναι; Δεν της κόβει, να την κάνει; Λες να θέλει να μας χαλάσει τη βραδιά; Ε, η γυναίκα είναι ηλίθια, έχει δίκιο ο μπαμπάς που τη λέει ηλίθια.
Ο Ιάσονας πετάγεται από το κρεβάτι, βουτάει ένα φούτερ και λέει, αγχωμένα, στον πατέρα του: «Η Ισμήνη φταίει, μπαμπά… δε φταίει η μαμά… άντε, φύγετε να ντυθώ».
Ο Θάνος, κοιτώντας επίμονα την Άννα, αφήνει το πόδι της. Γυρίζει προς το γιο του, του σκάει ένα χαμόγελο και του λέει: «Ντύσου και έλα στο σαλόνι, να σου δείξω κάτι».
Η Άννα μένει με τον Ιάσονα. Το σώμα της την οδηγεί στην άκρη του παιδικού κρεβατιού. Κάθεται και κοιτάει προς τον Ιάσονα αλλά όχι τον Ιάσονα. Σκέφτεται τη συνέχεια της βραδιάς και τρομάζει από την έλλειψη επιθυμίας να πάει οπουδήποτε και να δει οποιονδήποτε. Πώς τα καταφέρνει πάντα να μου χαλάει τη διάθεση, πάντα να δημιουργεί ιστορίες την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, σκέφτεται. Αισθάνεται τόσο κουρασμένη, που δεν έχει τη δύναμη να σηκωθεί. Το κοκαλωμένο βλέμμα της ενοχλεί τον Ιάσονα.
«Άντε, μαμά, φύγε κι εσύ να ντυθώ… σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμος». Η Άννα τον φιλάει και βγαίνει.
Πηγαίνει στο σαλόνι και αρχίζει μηχανικά να μαζεύει τις τσάντες με τα δώρα.
«Δεν πας να δεις τι έβαλε η κόρη σου;» της φωνάζει ο Θάνος που αυτή τη στιγμή κάθεται στον καναπέ, ντυμένος, και διαβάζει εφημερίδα.
«Θα κατεβάσω τα πράγματα στο αυτοκίνητο…» του απαντάει ξέπνοα η Άννα.
«Άσε τα πράγματα και πήγαινε να δεις τι φόρεσε», σχεδόν τη διατάζει.
Η Άννα αφήνει τις τσάντες και πηγαίνει στο δωμάτιο της Ισμήνης. Η Ισμήνη έχει αλλάξει φόρεμα και είναι πολύ θλιμμένη. «Καλά, είναι απαίσιος… απορώ γιατί τον ανέχεσαι», λέει στη μητέρα της, μόλις η Άννα ανοίγει την πόρτα.
«Να δεις που δε θα περάσουμε καλά… ποτέ δεν περνάμε καλά με αυτό τον μπαμπούλα…» μονολογεί και δαγκώνει τα νύχια της. «Είσαι μια κούκλα… έλα να διαλέξουμε ένα τσαντάκι που να ταιριάζει με το φόρεμά σου».
Η Ισμήνη αλλάζει αμέσως διάθεση. «Αλήθεια θα κρατάω και τσαντάκι απόψε;»
Η Άννα ανοίγει ένα κουτί και βγάζει ένα ασημί τσαντάκι με μαύρες παγέτες. Η Ισμήνη κάνει ένα μορφασμό και λέει: «Νομίζω ότι είναι λίγο μεγαλίστικο».
«Αυτό πώς σου φαίνεται;» τη ρωτάει η Άννα και βγάζει ένα πράσινο τσαντάκι. «Ταιριάζει τέλεια με το φόρεμά σου».
Η Ισμήνη πιάνει το τσαντάκι και το ακουμπάει πάνω στο φόρεμά της. «Μαμά, είναι τέλειο!» και πέφτει στην αγκαλιά της Άννας.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Θάνος, ο οποίος θυμωμένα λέει στην Άννα: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί καθυστερείτε, αυτή η δουλειά θα γίνεται συνέχεια μ’ εσάς;»
Η Ισμήνη απομακρύνεται από την αγκαλιά της μητέρας της και γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στον πατέρα της.
«Για να σε δω εσένα…» πάει κοντά της ο Θάνος και την πιάνει από τον ώμο. «Έτσι μπράβο, αυτό είναι ρούχο… λίγη σοβαρότητα δε βλάπτει. Οπ, τι είναι αυτό; Δε φαντάζομαι να φορέσεις και αυτό;» Παίρνει το τσαντάκι από τα χέρια της Ισμήνης και το κουνάει μπροστά στα μούτρα της Άννας. «Εσύ την ξεμυαλίζεις; Δικές σου ιδέες είναι αυτές;» Γυρίζει προς την Ισμήνη και με αυστηρό ύφος τής λέει: «Δεν έχει έρθει η ώρα σου ακόμη ούτε για τσαντάκια, ούτε για μινάκια…» Ο Θάνος πετάει την τσάντα στο κρεβάτι. «Αν δεν είσαστε σε ένα λεπτό στο αυτοκίνητο, να το ξεχάσετε το ρεβεγιόν…» και βγαίνει από το υπνοδωμάτιο χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
Η Ισμήνη βάζει πάλι τα κλάματα. «Δε σε πιστεύω εσένα… δεν του είπες τίποτα… γιατί να μην κρατήσω το τσαντάκι;…»
Η Άννα δεν απαντάει.
Η Ισμήνη συνεχίζει: «Θα κάνει αυτός ό,τι γουστάρει εδώ μέσα;» και πετάει με δύναμη τα παπούτσια της στον τοίχο. «Δεν πάω πουθενά, πουθενά, πουθενά!»
«Έλα, Ισμήνη, φόρα τα παπούτσια σου να φύγουμε».
«Εσύ φταις, που δε μιλάς, που δεν αντιδράς. Τον έχεις αφήσει να κάνει ό,τι θέλει. Εσύ φταις για όλα!» Η Ισμήνη παίρνει τα παπούτσια της και βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο.
Η Άννα είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Για άλλη μια φορά το παιδικό κρεβάτι την καλεί. Αυτή τη φορά ξαπλώνει. Δεν έχει καμία διάθεση να βγει. Το μόνο που θέλει είναι να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να κοιμηθεί. Σκέφτεται τον Ιάσονα. Τελευταία είναι πολύ νευρικός και επιθετικός. Την Ισμήνη τη χτυπάει συνέχεια. Σήμερα χτύπησε και αυτήν. Στο σχολείο άραγε τι να κάνει;
«Εμείς φεύγουμε», φωνάζει ο Θάνος και κύματα πανικού χτυπούν το κορμί της Άννας, που σαν ελατήριο πετάγεται από το παιδικό κρεβάτι.
Στη διαδρομή προς τους φίλους τους, ο Θάνος επέλεξε μουσική που άρεσε στα παιδιά και έλεγε αστείες ιστορίες από την παιδική του ηλικία. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα και γελούσαν με τα αστεία του πατέρα τους. Η διάθεση της Ισμήνης είχε φτιάξει. Η Άννα ήταν αμίλητη και σκεφτική. Στο σπίτι των φίλων τους, ο Θάνος έκλεψε την παράσταση. Χαιρέτησε τους πάντες εγκάρδια, σε αντίθεση με την Άννα, η οποία ήταν κατηφής και δικαιολογούνταν σε όλους ότι έχει πονοκέφαλο. Βοήθησε την οικοδέσποινα να σερβίρει τα φαγητά. Έπαιξε με τα παιδιά. Όταν ήρθε η ώρα του χορού, τα έδωσε όλα. Στιγμές στιγμές πλησίαζε και την Άννα για να της μιλήσει τρυφερά, να τη χαϊδέψει και να την προσκαλέσει να τον συνοδεύσει σε κάποιο χορό. Όλοι είχαν να λένε πόσο φανταστικός και υπέροχος είναι. Τα παιδιά έλεγαν στην Ισμήνη και στον Ιάσονα πόσο φανταστικός είναι ο μπαμπάς τους. Όταν μοίρασαν τα δώρα στα παιδιά, ο Θάνος έδωσε δώρα και στην Ισμήνη και στον Ιάσονα. Τα παιδιά ξαφνιάστηκαν με την κίνηση αυτή. Ο Ιάσονας στην κυριολεξία πετούσε από τη χαρά του και αγκάλιαζε συνεχώς τον πατέρα του. Η Ισμήνη ήταν πιο συγκρατημένη. Κοιτούσε τη μητέρα της που, τόσες ώρες, αγέλαστη και σκυθρωπή παρέμενε καθηλωμένη σε μια καρέκλα. Είναι πολύ χαζή τελικά, σκεφτόταν. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να ήταν πιο γελαστή. Κοίτα πώς αυτός τώρα κοροϊδεύει τον κόσμο. Όλους τούς κοροϊδεύει αλλά εμένα δεν μπορεί να με κοροϊδέψει. Ξέρω τι είναι… Η Ισμήνη κοιτούσε λυπημένα το δώρο της.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, τα παιδιά πήγαν στα δωμάτιά τους. Ο Θάνος έβαλε ένα DVD και ξάπλωσε στον καναπέ.
«Δε θα έρθεις να ξαπλώσεις;» τον ρώτησε η Άννα και του χάιδεψε το κεφάλι.
«Όχι, και μη με ακουμπάς…» της απάντησε ο Θάνος και με δύναμη απέκρουσε το χέρι της.
Η Άννα δέχτηκε, αγόγγυστα, το τελειωτικό χτύπημα της ημέρας και αποσύρθηκε στα ενδότερα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο ΑΘΕΑΤΗ ΒΙΑ - Η αγάπη δεν πρέπει να πονάει, κεφάλαιο 4ο: Ο ΒΙΑΙΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΩΣ ΠΑΤΕΡΑΣ)
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.