Μία από τις ειδήσεις της εβδομάδας που πέρασε,
δημοσιευμένη σχεδόν σε όλα ενημερωτικά site του διαδικτύου ήταν ότι ο Άρειος
Πάγος επικύρωσε απόφαση του Εφετείου και δικαίωσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που
διεκδικούσε την επικοινωνία με τα εγγόνια του. Είδηση πρωτόγνωρη για την
κοινωνία και τον απλό κόσμο, συνηθισμένη όμως για τους νομικούς κύκλους και τα
δικαστήρια.
Του
παιδιού μου το παιδί είναι δύο φορές παιδί μου
λέει μία παλαιά ελληνική παροιμία και δείχνει την δύναμη που αποκτά, σε αρκετές
περιπτώσεις, η σχέση του παππού ή της γιαγιάς ή και των δύο μαζί με το εγγόνι τους.
Σχέση μοναδική, σχέση ανεπανάληπτη, σχέση ανώτερη και πιο ουσιαστική, κάποιες
φορές, από την σχέση των γονέων με το παιδί τους, και όποιο εγγόνι είχε την
τύχη και ευλογία να την ζήσει, πλέον ως ενήλικας, γνωρίζει και αναγνωρίζει πόση
από την πορεία του και τη δυναμική του οφείλει στον παππού ή στη γιαγιά ή και στους
δύο μαζί, που ήταν δίπλα του, να το ακούσουν, να το στηρίξουν, να του δώσουν φτερά.
Έρευνες στο εξωτερικό έχουν καταδείξει την ωφελιμότητα της
σχέσης αυτής ακόμα και σε ενήλικα εγγόνια, πόσω μάλλον σε ανήλικα. Η αποδοχή, η
υποστήριξη, η ενθάρρυνση, η αφοσίωση, η προστασία, η αγάπη και η στοργή, δίνονται
στο εγγόνι απλόχερα,γενναιόδωρα, χωρίς όρους και όρια, από τους παππούδες και τις
γιαγιάδες, που στην τρίτη ηλικία τους γίνονται καλύτεροι «γονείς» , αφού έχουν επαναπροσδιορίσει
τους εαυτούς τους και έχουν συνειδητοποιήσει τα γονεϊκά τους λάθη.
Όσο και εάν η παρουσία τους μέσα στην οικογένεια του
ζευγαριού, κάποιες φορές δημιουργεί κόντρες και αψιμαχίες με το πραγματικό παιδί
τους, σχετικά με τον τρόπο διαπαιδαγώγησης του ανήλικου εγγονού, εντούτοις όλοι
αναγνωρίζουμε και οι έρευνες το επιβεβαιώνουν ότι η παρουσία τους στην
οικογένεια είναι ένα δώρο, καθόσον ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται
μεταξύ παππού, γιαγιάς και εγγονού είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ψυχική
και κοινωνική εξέλιξη του τελευταίου.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα για τους παππούδες
και τις γιαγιάδες. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που αποξενώνονται από τα εγγόνια τους.
Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν το ζευγάρι χωρίζει με εχθρικές σχέσεις ή όταν το
παιδί τους πεθαίνει, και ο εν ζωή γονέας δυναμιτίζει τη σχέση τους με το εγγόνι,
παρεμποδίζοντας με κάθε τρόπο την επικοινωνία τους μαζί του. Θυμάμαι μία γυναίκα-θύμα
βίας (η ιστορία της οποίας βρίσκεται μέσα στον Οδηγό Αθέατη Βία, σελ. 264 επ.) και
δεύτερη σύζυγο του βίαιου άνδρα, που πήγαινε κρυφά από τον σύζυγό της, τα δύο
νήπια τέκνα του, στις παιδικές χαρές για να τα συναντήσουν οι γονείς (παππούς-
γιαγιά) της πεθαμένης μητέρας τους. Η γυναίκα αυτή, πραγματική μητέρα για τα
δύο νήπια και πραγματική «νέα» κόρη για τα πεθερικά του συζύγου της, που την
είχαν αγαπήσει και αυτοί με τη σειρά τους, σαν παιδί τους, είχε αναφέρει «…Ο Γιώργος δεν ήθελε τα παιδιά να βλέπουν τους
γονείς της συχωρεμένης. Μου είχε πει και εμένα, να ξέρω να μην τα αφήνω. Αυτοί όμως
ήθελαν να βλέπουνε τα παιδιά, ήταν ένα κομμάτι από το παιδί τους, πώς να το
κάνουμε τώρα, οι άνθρωποι είχαν δίκιο. Τηλεφωνούσαν στο σπίτι και με
παρακαλούσαν να τα δουν. Εγώ τα πήγαινα στο πάρκο και ερχόντουσαν αυτοί και τα
έβλεπαν. Οι άνθρωποι έκαναν δικαστήριο και το δικαστήριο είπε να τα βλέπουν
αλλά ήταν λίγες οι ώρες, γι’ αυτό εγώ, όταν μπορούσα και έλειπε αυτός, τα πήγαινα...»
Σύμφωνα με το άρθρο 1520 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα ως
ορίζει, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του
τέκνου τους με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος.
Κατά την ως άνω διάταξη οι απώτεροι ανιόντες δηλαδή ο παππούς και η γιαγιά
έχουν ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα προσωπικής
επικοινωνίας με το τέκνο του παιδιού τους (εγγόνι).
Όταν ο παππούς και η γιαγιά είναι ψυχικά υγιείς και
πρόσωπα με ηθικές αρχές κρίνεται από τα δικαστήρια ότι είναι προς όφελος και το
συμφέρον του παιδιού, η επαφή και επικοινωνία μαζί του, αφού αυτή συντελεί και
ενισχύει την σωστή ψυχοκοινωνική ανάπτυξή του.
Ενώ τα παιδιά έχουν δικαιώματα που προστατεύονται και από
το Νόμο και από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (η οποία έχει
επικυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν. 2101/1992) αλλά και από το Σύνταγμα της Χώρας,
ελάχιστα μπορούν να πράξουν από μόνα τους. Ειδικά όταν βρίσκονται στη νηπιακή ή παιδική ηλικία
παρατηρείται, πολλές φορές, και άρνηση αυτών να επικοινωνήσουν με τον παππού και
τη γιαγιά, άρνηση η οποία είναι καθοδηγούμενη από τον γονέα που έχει την επιμέλεια.
Την αδικία μπορεί να άρει μόνο η Δικαιοσύνη και μετά
από προσφυγή σε αυτήν, των πληττομένων,του παππού και της γιαγιάς δηλαδή. Η Δικαιοσύνη θα ρυθμίσει
την επικοινωνία τους με το εγγόνι ή τα εγγόνια, όπως συνέβη και στην ως άνω
δημοσιοποιημένη περίπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.