Όταν μία πράξη μας, προξενεί βλάβη (σωματική, ψυχική,
οικονομική κ.λ.π ) ή πόνο (σωματικό ή ψυχικό) σε κάποιο πρόσωπο, με το οποίο
συνδεόμαστε, οφείλουμε, εάν θέλουμε να συνεχιστεί η σχέση μας μαζί του ή να
έλθουμε σε συμφωνία μαζί του, και να ζητήσουμε συγγνώμη, αλλά και να προσπαθήσουμε
να επανορθώσουμε, αίροντας ή ελαχιστοποιώντας τις συνέπειές της.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, αν και γνωρίζουν τα λάθη τους ή
τις ζημιογόνες πράξεις τους, εντούτοις δύσκολα τα αναγνωρίζουν ενώπιον του άλλου και ακόμα πιο δύσκολα προβαίνουν
σε πράξεις επανόρθωσης.
« Έφταιξα … και ζήτησα συγγνώμη … », « Δεν φτάνει που
ζήτησα συγγνώμη; Τι άλλο θέλει να κάνω ….;»,
« Εγώ ζήτησα συγγνώμη αλλά έχει πρόβλημα που δεν με συγχωρεί…» λέει συχνά η μία
πλευρά και ρίχνει στην άλλη πλευρά τις ευθύνες για την διάρρηξη των σχέσεών τους.
Μία
συγνώμη που λέγεται, όταν δεν συνοδεύεται από πράξεις επανόρθωσης, είναι κενή
περιεχομένου.
Ακόμα και στο Ποινικό Δίκαιο, η ειλικρινή μετάνοια
αποτελεί ελαφρυντική περίσταση, και όταν συντρέχει, μειώνει την ποινή του
κατηγορούμενου που επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του.
Μία από τις τρεις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ν.
3500/2006 για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης, και τη μη
παραπομπή του προσώπου που τέλεσε πράξεις ενδοοικογενειακής βίας ενώπιον του
δικαστηρίου, είναι και η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του, ότι είναι
πρόθυμο να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες
που προκλήθηκαν από την πράξη του και να καταβάλλει εύλογη χρηματική
ικανοποίηση στον παθόντα.
Είναι στη φύση του ανθρώπου να κάνει λάθη. Είναι στο
χαρακτήρα του όμως να τα διορθώνει και
να επανορθώνει.
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.