Απόρριψη έφεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ασφαλής και
αξιόπιστη κατάθεση μάρτυρα. Επιτρεπτό απόδειξης με μάρτυρες λόγω της ύπαρξης
ηθικής αδυναμίας από μέρους του ενάγοντος για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης,
αφού ήταν σύζυγος με την εναγομένη και εν μέσω της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης
μεταξύ των η εκδήλωση επιθυμίας από μέρους του για τη λήψη έγγραφης απόδειξης
θα αποτελούσε δυσπιστία ικανή να διαταράξει τον δεσμό με την εναγομένη σύζυγό
του.
Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 334/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
"…Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον
του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αρνήθηκε γενικώς το γεγονός ότι καταρτίσθηκαν
μεταξύ αυτής και του ενάγοντος οι επίδικες συμβάσεις ατόκου δανείου σε εκτέλεση
των οποίων ο τελευταίος της μεταβίβασε κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των
61.123,93 (εξήντα μιας χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα τριών
λεπτών του ευρώ) και ισχυρίστηκε ότι τα έξοδα για τη σύνταξη και μεταγραφή στο
οικείο υποθηκοφυλακείο του προαναφερομένου συμβολαίου γονικής παροχής
καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου από τους γονείς της, ενώ τα χρήματα που απαιτήθηκαν
για την ανακαίνιση των διαμερισμάτων της προήλθαν από το «κοινό συζυγικό
ταμείο» που διατηρούσαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους για την αντιμετώπιση
των οικογενειακών αναγκών τους. Από τη γενική αυτή άρνηση της εναγομένης, καθώς
και από το σύνολο των ισχυρισμών της το Δικαστήριο συναγάγει έμμεση ομολογία
της εναγομένης ως προς το ανωτέρω γεγονός, δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε
ειδικώς από εκείνη η αλήθεια του πραγματικού αυτού γεγονότος. Επιπροσθέτως
δε, διότι, στις «οικογενειακές ανάγκες», για την αντιμετώπιση των οποίων οι
σύζυγοι έχουν κοινή υποχρέωση ανάλογης συνεισφοράς με τα εισοδήματα και την
περιουσία του έκαστος μέσω της δημιουργίας ενός κεφαλαίου που θα καλύπτει τις
κοινές δαπάνες αλλά και τις ατομικές ανάγκες καθενός, δεν περιλαμβάνονται
δαπάνες σαν τις προαναφερόμενες, αφού, κατά τον καθορισμό από το νομοθέτη του
περιεχομένου του όρου αυτού, «οικογενειακές ανάγκες» είναι η διατροφή (των
συζύγων μεταξύ τους και των παιδιών από κοινού, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο
την τροφή, αλλά και όλες τις δαπάνες διαβίωσης και ότι είναι αναγκαίο για να ζήσει
κανείς («λειτουργία του κοινού οίκου»), καθώς και οι δαπάνες για την κάλυψη των
αναγκών από τη συγκατοίκηση (άρθρο 1389 Α.Κ.) στις οποίες δεν εμπεριέχονται οι
προαναφερόμενες δαπάνες της εναγομένης.
Εξάλλου, από το γεγονός ότι η
εναγομένη δεν είχε άλλη πηγή εισοδήματος, εκτός του εμπορικού καταστήματος που
διατηρούσε στην Πάτρα, του οποίου η λειτουργία όμως δεν της απέφερε κέρδη, σε
συνδυασμό και με την κακή οικονομική κατάσταση της επιρρωνύεται η κρίση
του Δικαστηρίου για το ότι καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων οι επίδικες
συμβάσεις ατόκου δανείου, προκειμένου η εναγομένη να χρησιμοποιήσει μέρος των
χρημάτων που της μεταβίβασε ο ενάγων για να προβεί στην ανακαίνιση των
διαμερισμάτων της. Ενώ, και η παραδοχή από μέρους της (εναγομένης) ότι η ίδια
συνεισέφερε το ποσό των
45.000,00 € (σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ) που έλαβε ως στεγαστικό δάνειο από την Τράπεζα «EUROBANG
ERGASIAS» για την ανακαίνιση των διαμερισμάτων της, συνιστά
έμμεση ομολογία της ότι για την ανακαίνιση των (διαμερισμάτων) δεν ήρκεσε μόνο
το ποσό αυτό αλλά, δαπανήθηκαν και άλλα χρηματικά ποσά. Όσον αφορά δε στον
ισχυρισμό της εναγομένης ότι τα έξοδα για τη σύνταξη και μεταγραφή του
προαναφερομένου συμβολαίου γονικής παροχής καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου από τους
γονείς της, τούτος δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο και είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το γεγονός ότι καταρτίσθηκαν μεταξύ των
διαδίκων οι επίδικες συμβάσεις ατόκου δανείου αποδεικνύεται και από την
κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος λόγω του συγγενικού δεσμού του με τον
ενάγοντα (πρώτος εξάδελφος του) είχε φιλοξενηθεί στην οικία των διαδίκων επί
ένα μήνα και ήταν παρών σε σχετικές συζητήσεις μεταξύ τους. Η κατάθεση αυτή, η
οποία κρίνεται ασφαλής και αξιόπιστη, δεν αναιρείται από την κατάθεση του
μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος δεν έχει προσωπική αντίληψη για τις επίδικες
συμβάσεις δανείου και όσα κατέθεσε τα γνωρίζει από διηγήσεις της ιδίας (της
εναγομένης) και της μητέρας της.
Σημειωτέον δε, πως στην προκειμένη
περίπτωση επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες λόγω της ύπαρξης ηθικής αδυναμίας
από μέρους του ενάγοντος για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, αφού ήταν σύζυγος
με την εναγομένη και εν μέσω της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης μεταξύ των η εκδήλωση
επιθυμίας από μέρους του για τη λήψη έγγραφης απόδειξης θα αποτελούσε δυσπιστία
ικανή να διαταράξει το δεσμό του με την εναγομένη σύζυγο του (ΑΠ 2/2015, ΑΠ
346/2013 ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, πρέπει να λεχθεί πως ο ενάγων δεν
επιδίωξε τη λήψη έγγραφης απόδειξης, κατά τη διαδικασία έκδοσης του
συναινετικού διαζυγίου του με την εναγομένη, καθόσον για την απόκτηση της θα
απαιτείτο και η σύμπραξη της εναγομένης σε μια χρονική περίοδο που οι σχέσεις
τους ήταν τεταμένες και ήταν βέβαιο πως η τελευταία δεν θα συμμετείχε σε μια
τέτοια κοινή προσπάθεια που απαιτούσε τη συνεννόηση και των δύο πλευρών, ενώ σε
περίπτωση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου η συμφωνία για τη ρύθμιση των
περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν επικυρώνεται από το Δικαστήριο. Κατ'
ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων οι
ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις ατόκου δανείου, σε εκτέλεση των οποίων ο ενάγων
μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 61.123,93€ (εξήντα
μιας χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών του
ευρώ), το οποίο η τελευταία αρνείται να του επιστρέψει και ο ενάγων, με την υπό
κρίση αγωγή του, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 20/4/2011, κατήγγειλε τις εν
λόγω συμβάσεις δανείου. Συνακόλουθα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την
εκκαλούμενη απόφαση του οδηγήθηκε στην ίδια κρίση και ακολούθως δέχθηκε την
αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να
καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 61.123,93€ (εξήντα μιας χιλιάδων εκατόν
είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών του ευρώ), νομιμοτόκως από
την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις
αποδείξεις. Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά
αβάσιμη και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα ως ηττηθείσα διάδικος στην πληρωμή των
δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό
δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως
ορίζεται στο διατακτικό..."
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.