Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 19/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Περιστερίου,
δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«…Το ζήτημα των τηλεφωνικών κλήσεων για σκοπούς
απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς
σκοπούς ρυθμίζεται με το άρθρο 11 ν. 3471/2006, όπου ορίζονται τα σχετικά με
τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες. Ειδικότερα, στη διάταξη της παρ. 1 του ανωτέρω
άρθρου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 v.
3917/2011, ορίζεται ότι: «1.Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης, ιδίως
με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα
η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής
επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής
προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς ,
επιτρέπεται μόνο, αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς. 2. Δεν
επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με ανθρώπινη παρέμβαση
(κλήσεων) για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον
φορέα παροχής της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να
δέχεται τέτοιες κλήσεις. Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις
δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε
ενδιαφερομένου». Η ανωτέρω διάταξη είναι σύμφωνη με όσα ορίζονται στο άρθρο 13
της Οδηγίας 2002/58/ ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών
επικοινωνιών, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ, η οποία,
στην παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 14, αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του Εθνικού
Νομοθέτη να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις πραγματοποίησης τηλεφωνικών
κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση είτε μετά από προηγούμενη συγκατάθεση
(σύστημα ««opt-in)>) είτε με δήλωση αντίρρησης ( σύστημα «opt-out» ). Για το
εν λόγω ζήτημα είχε αρχικά επιλεγεί ο κανόνας της προηγούμενης συγκατάθεσης
(βλ. προϊσχύσασα μορφή άρθρου 11 ν. 3471/2006). Όμως, μετά την
1-09-2011, οπότε και τέθηκε σε ισχύ η τροποποιηθείσα - προς το ευνοϊκότερο για
τους υπευθύνους επεξεργασίας - διάταξη, οι τηλεφωνικές κλήσεις με ανθρώπινη
παρέμβαση, για τους ανωτέρω σκοπούς, επιτρέπονται, εκτός αν ο καλούμενος έχει
δηλώσει ότι δεν τις επιθυμεί (σύστημα «opt-out»). Το σύστημα «opt-out» έχει ως
συνέπεια ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να απευθύνουν τις αντιρρήσεις
τους, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους, είτε ειδικά, απευθείας
στον υπεύθυνο επεξεργασίας (δηλαδή στον διαφημιζόμενο), ασκώντας το δικαίωμα
αντίρρησης ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βάσει του άρθρου 13 ν.
24 72/1997 είτε γενικά, μέσω της εγγραφής τους στον ειδικό κατάλογο συνδρομητών
του παρόχου που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 ν. 3471/2006. Ο νόμος
προβλέπει τη δημιουργία σε κάθε πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών
επικοινωνιών Μητρώου ( «opt out» ), στο οποίο κάθε ενδιαφερόμενος δηλώνει
ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τηλεφωνικές κλήσεις για απευθείας εμπορική
προώθηση. Με την προαναφερόμενη διάταξη, ο κάθε πάροχος φέρει την
υποχρέωση να τηρεί, με τις ανωτέρω δηλώσεις, Δημόσιο Μητρώο που επιτελεί έναν
δημόσιο σκοπό και στο οποίο έχει πρόσβαση όποιος ενδιαφέρεται να το
χρησιμοποιήσει για απευθείας εμπορική προώθηση. Βάσει των ανωτέρω, οι πάροχοι έχουν
την υποχρέωση: α) να τηρούν το Δημόσιο Μητρώο, που, όπως προαναφέρθηκε, τους
ανατέθηκε με την ανωτέρω διάταξη και β) όταν ο ι ίδιοι ενεργούν με σκοπό να
διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους, να λαμβάνουν υπόψη το Μητρώο που τηρούν όχι
μόνο οι ίδιοι αλλά και κάθε άλλος πάροχος. Έτσι οι πάροχοι,
προκειμένου να προβούν νόμιμα σε προωθητικές ενέργειες (για διαφημιστικούς
σκοπούς των ιδίων), όπως κάθε διαφημιζόμενος, οφείλουν να ελέγχουν προηγουμένως
και τις δύο κατηγορίες αρχείων δηλώσεων,: δηλαδή αυτήν που αφορά στους
συνδρομητές όλων των παρόχων ( και του ιδίου ) που έχουν δηλώσει ότι
δεν επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις γενικά και αποτελεί το σύνολο
των επί μέρους Μητρώων του άρθρου 11 παρ. 2 ν. 3471/2006 που θα πρέπει να
λαμβάνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ( μηνιαία ) από κάθε πάροχο και
αυτήν που αναφέρεται στον ίδιο τον πάροχο ειδικά και περιλαμβάνει :
α) όσους ελεύθερα και ρητά του δηλώνουν (άρα συγκατατίθενται) ότι επιθυμούν να
λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις από τον ίδιο (ακόμα και αν είναι εγγεγραμμένοι
στο Μητρώο) και β) όσους του δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν
διαφημιστικές κλήσεις από αυτόν ειδικά σε άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης
(άρθρο 13 παρ. 1 ν . 2472/1997), ακόμα και αν δεν είναι εγγεγραμμένοι στο
Μητρώο. Οι διαφημιζόμενοι οφείλουν να λαμβάνουν από όλους τους παρόχους επικαιροποιημένα αντίγραφα
των Μητρώων του άρθρου 11 ν. 3471/2006 και να εξασφαλίζουν ότι έχουν διαθέσιμες
τις δηλώσεις των συνδρομητών που έχουν πραγματοποιηθεί έως τριάντα ημέρες πριν
από την πραγματοποίηση της τηλεφωνικής κλήσης. Ο χρόνος αυτός των τριάντα
ημερών κρίνεται απαραίτητος , ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι υπεύθυνοι
επεξεργασίας να επεξεργαστούν τα μητρώα, λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές
δυσκολίες συγκέντρωσης από όλους τους παρόχους διαφορετικών αρχείων
μητρώων «opt-out», τα οποία πολλές φορές έχουν διαφορετικό μορφότυπο, ως
και το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν ο εκάστοτε υπεύθυνος επεξεργασίας να
προβαίνει σε καθημερινές ενημερώσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε
υπερβολικό φόρτο τόσο σε αυτόν όσο και στους παρόχους. Από την άλλη
πλευρά, υπέρβαση των τριάντα ημερών οδηγεί σε υπερβολική καθυστέρηση
ικανοποίησης, του αιτήματος αντίρρησης.
Συνεπώς, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας θα πρέπει να
εφαρμόζουν κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίζεται το ανωτέρω τριανταήμερο,
συνυπολογίζοντας κάθε είδους καθυστέρηση. Όσον αφορά στα αιτήματα που
απευθύνονται στον ίδιον τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ως έκφραση ειδικής
αντίρρησης βάσει του άρθρου 13 ν. 24 72/1997, καθώς σε αυτά δεν υπεισέρχονται
καθυστερήσεις λόγω λήψης στοιχείων από τρίτους, η ικανοποίησή τους θα πρέπει να
είναι σύμφωνη με το ανωτέρω άρθρο, ήτοι δεν θα πρέπει να υπερβαίνει σε καμία
περίπτωση τις δεκαπέντε (15) ημέρες, όπως ορίζει η ανωτέρω διάταξη (ιδανικά
βέβαια, η ικανοποίησή του θα πρέπει να γίνεται αμέσως). Σε κάθε περίπτωση, για
τις αυτοματοποιημένες κλήσεις (ήτοι τις κλήσεις χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση)
απαιτείται, όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3471/2006, η προηγούμενη
συγκατάθεση των συνδρομητών - ακόμα και αν οι αριθμοί αυτοί δεν έχουν
καταχωρηθεί στο μητρώο «opt-out» του παρόχου τους. Πρέπει δε να
επισημανθεί ότι η διάταξη για τις αυτοματοποιημένες κλήσεις, κατ’ εφαρμογή της
Οδηγίας 2002/58/ ΕΚ, είναι σε ισχύ από την έναρξη εφαρμογής του ν. 3471/2006
και του προγενέστερου ν. 2774 /1999, δεν επηρεάστηκε δηλαδή από τη μετέπειτα
τροποποίηση του ν. 3471/2006. Παράλληλα, καθώς για την πραγματοποίηση των
τηλεφωνικών κλήσεων η διαφημιζόμενη εταιρεία αποτελεί τον υπεύθυνο της
επεξεργασίας, οφείλει να ικανοποιεί και τα λοιπά δικαιώματα των υποκειμένων ,
ιδίως τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης (άρθρα 11-13 ν.
2472/1997). Τούτο σημαίνει ότι κατά τη διενέργεια μιας τηλεφωνικής κλήσης και
σε συμφωνία με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 ν. 2472/1997, θα πρέπει να ενημερώνει
για την ταυτότητά της και την ταυτότητα του εκπροσώπου της, να μην αποκρύπτει ή
παραποιεί τον αριθμό καλούντος και να ενημερώνει τουλάχιστον για τη δυνατότητα
άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός της
επεξεργασίας (ήτοι προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών) είναι αυταπόδεικτος και οι
αποδέκτες των δεδομένων, εφόσον περιορίζονται στα πρόσωπα του υπεύθυνου και των
εκτελούντων την επεξεργασία για το συγκεκριμένο σκοπό, είναι εύκολα αντιληπτοί.
Στην περίπτωση αυτή, η έννοια του εκπροσώπου ταυτίζεται με αυτή του εκτελούντος
την επεξεργασία κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. η ν. 2472/1997, οπότε
και η ενημέρωση πρέπει να περιλαμβάνει και τα στοιχεία του εκτελούντος την
επεξεργασία.
Ειδικότερα, ως προς το δικαίωμα αντίρρησης, το οποίο
προβλέπεται στο άρθρο 13 ν. 24 72/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει,
προκειμένου να συμμορφώνεται με την υποχρέωση που απορρέει από την εν λόγω
διάταξη, να φροντίζει, εφόσον ένας καλούμενος συνδρομητής εκφράζει την
αντίρρησή του να δέχεται κλήσεις από τον συγκεκριμένο υπεύθυνο επεξεργασίας
(ή/και εκπρόσωπό του), να ακολουθεί μία σαφώς ορισμένη διαδικασία που να
διασφαλίζει ότι ο αριθμός αυτός θα εξαιρείται από οποιαδήποτε τηλεφωνική
προωθητική / διαφημιστική ενέργεια του υπευθύνου επεξεργασίας στο μέλλον.
Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι σε γνώση και των
εξωτερικών συνεργατών του υπευθύνου επεξεργασίας (ήτοι των εκτελούντων την
επεξεργασία), οι οποίοι και θα πρέπει να συμμορφώνονται με αυτήν. Η άσκηση του
δικαιώματος αντίρρησης δεν πρέπει να συγχέεται με την εγγραφή στο μητρώο «opt-out»,
καθότι η δεύτερη υποδηλώνει βούληση του συνδρομητή να εξαιρείται ο αριθμός του
από κάθε τηλεφωνική προωθητική ενέργεια οποιοσδήποτε διαφημιζόμενου. Περαιτέρω.
στο άρθρο 10 παρ. 3 ν. 2472/1997 ορίζεται ότι «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει
να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων
και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια,
αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης
επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο Ασφαλείας ανάλογο
προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που
είναι αντικείμενο της επεξεργασίας …..», ενώ στην παρ. 4
του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του
υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά
εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία την
διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στις περιπτώσεις αυτοματοποιημένων ή μη κλήσεων για διαφημιστικούς ή άλλους εμπορικούς σκοπούς, που διενεργούνται από συνεργαζόμενες
Εταιρείες για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, οι εταιρείες αυτές
αποτελούν εκτελούσες την επεξεργασία. Συνεπώς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει
να εξασφαλίζει ότι και αυτές ενεργούν χωρίς να παραβιάζουν τη Νομοθεσία. Προς
τον σκοπό αυτό, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας που πραγματοποιούν τηλεφωνικές
κλήσεις με ανθρώπινη παρέμβαση για την προώθηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών
τους οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες και εγγράφως διατυπωμένες διαδικασίες,
καθώς επίσης και να παρέχουν αντίστοιχες έγγραφες οδηγίες στο προσωπικό τους
αλλά και στο προσωπικό των εκτελούντων την επεξεργασία. Οι οδηγίες αυτές πρέπει
κατ' ελάχιστον να περιλαμβάνουν: α) το πώς διενεργείται η διαδικασία
τηλεφωνικών κλήσεων, π.χ. επιλογή αριθμών, αφαίρεση αριθμών όσων έχουν εκφράσει
αντίρρηση, μη απόκρυψη αριθμού κλήσης, β ) τα στοιχεία που είναι υποχρεωμένος ο
υπάλληλος να αναφέρει κατά την κλήση (π.χ. στοιχεία υπεύθυνου και εκτελούντος
την επεξεργασία, αναφορά πληροφοριών για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης
και αντίρρησης), γ) αναλυτικότερες πληροφορίες για το πώς μπορεί να γίνει η
ικανοποίηση των δικαιωμάτων των καλούμενων συνδρομητών, είτε όσων εκφράζουν
ειδική αντίρρηση είτε όσων επιθυμούν να εγγραφούν στο μητρώο. Παράλληλα, στο
πλαίσιο συμμόρφωσης του υπευθύνου επεξεργασίας με τα όσα πρόβλεπε το άρθρο 10
ν. 2472/1997 και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι, λόγω και της εγγενούς
πολυπλοκότητας της διαδικασίας, είναι συχνά τα παράπονα των καλούμενων
συνδρομητών για αζήτητες τηλεφωνικές οχλήσεις, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει
να φροντίζει ώστε να τηρεί τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διερεύνηση
κάθε παραπόνου. Άλλωστε, η διερεύνηση των παραπόνων μπορεί να γίνει μόνο με στοιχεία που τηρούνται από τον ίδιο τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή/και τον εκτελούντα την επεξεργασία. Τέτοια
είναι τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας (οπωσδήποτε ημερομηνία και ώρα κλήσης,
αριθμοί καλούντος και καλούμενου), των οποίων η τήρηση πρέπει να γίνεται με
ασφαλή τρόπο για διάστημα ενός έτους, που είναι το κατάλληλο για τη διερεύνηση
τυχόν καταγγελιών. Πέραν αυτών, σκόπιμο είναι να διαθέτει και τηλεφωνική γραμμή
παραπόνων, η οποία να προορίζεται για χρήση και από μη συνδρομητές του ιδίου
και την οποία να ανακοινώνει δημόσια. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να
λαμβάνει μέτρα, ώστε να διασφαλίζει ότι οι ανωτέρω διαδικασίες τηρούνται τόσο
από τους υπαλλήλους του όσο και από τους εκτελούντες την επεξεργασία, όπως π.χ.
μέσω περιοδικών επιτόπιων ελέγχων. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14
ν. 3471/2006 «1. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόμου αυτού,
προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική
βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου
ορίζεται, κατ' ελάχιστο, στο ποσό δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, εκτός αν
ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται
ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη». Από τις
διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι με τον ν. 3471/2006 οριοθετείται η
έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την
έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου)
και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί
και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους
προορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής
αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η
ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που
αφορούν το φυσικό πρόσωπο, για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την
εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ρύθμιση του Ν.
3471/2006 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5
παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ . 2 και 19 Συντάγματος, 57 ΑΚ κ.λπ.),
συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου
57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών της προσωπικότητας σε
σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται - κατ' αρχήν - απαγορευμένη κάθε
επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή). χωρίς την τήρηση
ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. σχετ. ΕφΑθ 3833/2003, ΕλλΔ/νη
45, 1022 και μελέτη Μ. Σταθόπουλου, ΝοΒ 48, 1 επ.). Από τις
διατάξεις του Ανωτέρω άρθρου 14 παρ. 1 και 2 ν. 3471/2006, σε συνδυασμό με
εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης
για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή
το κατά τις διατάξεις του ν. 3471/2006 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ
1257 /2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, «μόνη η παράβαση» διάταξης του Νόμου
«ενεργοποιεί» και τις συνέπειες για τους παραβάτες, γι’ αυτό και η ευθύνη είναι «νόθος αντικειμενική και τεκμαιρόμενη». Ως συνέπεια, το δικόγραφο
της αγωγής του θιγόμενου από την «παράβαση», που επιδιώκει αποζημίωση για
«ηθική βλάβη», που ορίζεται ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία, αρκεί να
αναφέρει την παράβαση, που οδηγεί ως αποτέλεσμα στην «ηθική του βλάβη», ως απλή
«τυπική διαδικασία απόδειξης της παράβασης», ώστε να μην υπάρχει ανάγκη
αναφοράς των επί μέρους στοιχείων της ηθικής βλάβης (κατ' αντίθεση των άρθρων
του ΑΚ, αλλά και της περιουσιακής βλάβης , που απαιτεί πλήρη αιτιολόγηση), που
υπέστη στην προσωπικότητά του, η οποία εμφαίνεται και είναι δεδομένη. Η μόνη
περίπτωση να μην υπέχει ευθύνη ο επεξεργαστής/ διαφημιζόμενος είναι όταν δεν
παρέβη τους όρους του νόμου (βλ. ΑΠ 2244/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΗρακλ 629/2017, ΕπισκΕμπΔ Γ.
2017, Ειρην. Αμαρ. 172/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως δε προαναφέρθηκε, η
διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3471/2006 προβλέπει ως ελάχιστο όριο
αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Ο καθορισμός με τη
διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει
την προστασία των πολιτών, από προσβολές της προσωπικότητάς τους, και εν
τάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το
άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της
αξίας του ανθρώπου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω παραδοχών, το Δικαστήριο
καταλήγει στην κρίση ότι η ως άνω διάταξη του ν. 3471/2006, ως προς το ελάχιστο
χρηματικό όριο της χρηματικής ικανοποίησης, είναι αντισυνταγματική για τους
κάτωθι λόγους: Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας
αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του
Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων
και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά
των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ' αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των
οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει τ ων
συγκεκριμένων περιστάσεων. Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής, ο νομοθέτης
μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής
ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της
τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος. Η ρύθμιση όμως αυτή αντιβαίνει στη
διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη
με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη
μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για
τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας , ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000,00 ευρώ,
χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν
στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την
υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών
εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο
όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια
του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη
του οποίου προσβλήθηκε. Επομένως, το δικαστήριο κατά την άσκηση της
δικαιοδοτικής του λειτουργίας πρέπει να ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση,
με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από τον νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής
ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (μεταξύ του
χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού) και σε περίπτωση
παραβίασής της, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών (είδους και βαρύτητας της
προσβολής, ενδεχόμενης έκτασης της δημοσιότητας, βαθμού υπαιτιότητας και
κοινωνικής θέσης και οικονομικής καταστάσεως των μερών) να μην εφαρμόσει τη
διάταξη για το ελάχιστο όριο και να επιδικάσει μικρότερο ποσό χρηματικής
ικανοποίησης. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και
δεν θα εφαρμοστεί από το Δικαστήριο τούτο (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011, ΝοΒ 2011/1819,
που έκρινε αντιστοίχως αντισυνταγματικές τις διατάξεις περί των ελάχιστων ορίων
χρηματικής ικανοποίησης του αδικηθέντος για δυσφημιστικές και εξυβριστικές
πράξεις που τελέστηκαν από ραδιοφωνικούς σταθμούς, ΑΠ 1852 /2013, ΕφΑΔ 2014/722, ΕφΠατρ 137/2017 ό.π.).
Σ την προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων με την υπό κρίση
αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του
που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά (άρθρα 224 και
591 ΚΠολΔ ), εκθέτει ότι οι εναγόμενες εταιρείες, η δεύτερη και τρίτη
των οποίων τυγχάνουν ομόρρυθμα μέλη της πρώτης, με την περιγραφόμενη
συμπεριφορά των εκπροσώπων και των προστηθέντων από αυτές προσώπων,
προσέβαλαν κατ’ επανάληψη την προσωπικότητά του στη σφαίρα της
πληροφοριακής του αυτοδιάθεσης και της ιδιωτικότητάς του καθώς και
κατά το δικαίωμα που του αναγνωρίζει ο νόμος να μην καθίστανται τα προσωπικά
δεδομένα του, αντιθέτως προς τη βούλησή του. Αντικείμενα παράνομης επεξεργασίας
από τις εναγόμενες και τους εκπροσώπους της.
Ότι, συγκεκριμένα, οι εν λόγω προσβολές έλαβαν χώρα
κατά το χρονικό διάστημα από 11-1-2018 έως 28-2-2020 και τις αναφερόμενες
ειδικότερα στην αγωγή ημερομηνίες και ώρες, οπότε οι εναγόμενες, διά των προστηθέντων από
αυτές υπαλλήλων, πραγματοποίησαν από τους αναφερόμενους επίσης στην αγωγή
τηλεφωνικούς αριθμούς, κλήσεις προς τους επίσης αναφερόμενους εκεί τηλεφωνικούς
αριθμούς του, προκειμένου να προωθήσουν σ' αυτόν τις εμπορικές υπηρεσίες τους,
παρά το γεγονός ότι είχε ήδη ζητήσει, με αίτησή του στους αντίστοιχους
τηλεπικοινωνιακούς παρόχους την ένταξη των τηλεφωνικών του αριθμών
στο μητρώο του άρθρου 11 του ν. 3471/2006, και παρά τις προφορικές αλλά και
έγγραφες εκκλήσεις του προς τους εκπροσώπους τους να μην τον ξαναενοχλήσουν,
προξενώντας έτσι σ' αυτόν ψυχική αναστάτωση και απώλεια του προσωπικού και
εργασιακού του χρόνου, προκειμένου να απαντήσει στις κλήσεις των εναγομένων,
καθόσον η διεύθυνση κατοικίας του αποτελεί και επαγγελματική έδρα του ιδίου και
του συμβίου του-πληρεξουσίου δικηγόρου του. Με βάση το παραπάνω
ιστορικό, όπως εκτέθηκε συνοπτικά, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες
να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των 15.000,00
ευρώ άλλως και όλως επικουρικά το προβλεπόμενο από τον νόμο κατώτατο ποσό των
10.000 ,00 ευρώ, με τον νόμιμο και στις δυο περιπτώσεις τόκο από 2-2 -2018, την
επομένη δηλαδή της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το από 1-2-2018
μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να
κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη
δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η αγωγή παραδεκτώς και
αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο
(άρθρα 7, 9 εδ. γ', 14 παρ. 1, 25 παρ. 2 και 37 ΚΠολΔ), κατά την
ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που αφορούν χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης , προκληθείσας από σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών (άρθρο
614 περ. 7 ΚΠολΔ - βλ. σχετ. ΕιρΑμαρ 172/20 18
και ΕιρΑθ 319/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις
διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και σε εκείνες των
άρθρων 57, 59, 298 , 299, 914, 932, 346, 480 επ. ΑΚ, 271 ν. 4072/2012,
907, 908, 176 ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο όμως αίτημα επιδικάσεως τόκων από την
επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που φέρεται ότι τάχθηκε με το από
1-2-2018 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, δεν είναι νόμιμο, καθόσον δεν
συνιστά το επικαλούμενο μήνυμα σαφή, σύμφωνα με τον νόμο, όχληση των εναγομένων
για την καταβολή του ως άνω αιτούμενου ποσού ως χρηματικής ικανοποίησης ένεκα
ηθικής βλάβης, ώστε μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας να περιέλθουν
οι εναγόμενες οφειλέτιδες σε υπερημερία. Επομένως, πρέπει η αγωγή,
κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική
της βασιμότητα, αφού έχει καταβληθεί και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου
με τις τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τον με αριθμό … κωδικό ηλεκτρονικού παραβόλου
- αγωγόσημου, σε συνδυασμό με την από 19.6.2020 απόδειξη εξόφλησης
ηλεκτρονικού παράβολου, που εξέδωσε η ALPHA ΒΑΝΚ και πιστοποιεί την καταβολή
του δικαστικού ενσήμου), ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης κατατέθηκε από τον
ενάγοντα το κατά το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ενημερωτικό σημείωμα του
πληρεξουσίου του δικηγόρου για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με
διαμεσολάβηση (βλ. την από 9-3-2020 έγγραφη ενημέρωση).
Από την περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα
πρακτικά κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, ………, τις περιεχόμενες στα ίδια πρακτικά διευκρινίσεις, που έδωσε
ο ενάγων στο ακροατήριο προφορικά χωρίς να ορκιστεί. τα έγγραφα που
προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι (η προσκομιζόμενη όμως από τις
εναγόμενες ένορκη βεβαίωση τ.... δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι στη σχετική από 17-6-2020 κλήση των εναγομένων
προς τον ενάγοντα για εξέταση της μάρτυρα αυτής δεν αναφέρεται το επάγγελμά της
τελευταίας, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 424 ΚΠολΔ - βλ. σχετ.
ΑΠ 1208/2019 και ΑΠ 1175/2019 ΤΝΠ Nomos) και τις αναφερόμενες ειδικότερα
πιο κάτω ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται ή συνάγονται από τις προτάσεις
τους (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο
ενάγων τυγχάνει επαγγελματίας …… και κατοικεί στ...
Αττικής, όπου διατηρεί και την επαγγελματική του έδρα ενώ οι εναγόμενες
διατηρούν στ.. και στ…. Αττικής και εκμεταλλεύονται Κέντρο αισθητικής, αδυνατίσματος και αποτρίχωσης, η δεύτερη δε και τρίτη απ' αυτές τυγχάνουν ...
Στα πλαίσια των ως άνω δραστηριοτήτων της, η πρώτη εναγομένη, διαφημίζοντας τις
υπηρεσίες που παρέχει, πραγματοποιεί διά των προστηθέντων υπαλλήλων
της σχετικές τηλεφωνικές κλήσεις σε υποψήφιους ή παλαιούς πελάτες. Τέτοιες δε
τηλεφωνικές κλήσεις με σκοπό προώθησης των προϊόντων της πραγματοποίησε αυτή
από 17-1-2018 και εφεξής στους τηλεφωνικούς αριθμούς 210 ……… και ……………….. του ενάγοντος. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιες κλήσεις δέχθηκε ο ενάγων από διαφόρους υπαλλήλους των εναγομένων:
1) στις 17-1 -2018 και ώρα 12:19 στο κινητό τηλέφωνό του με
αριθμό …… από το τηλέφωνο με αριθμό 210-……………….. της πρώτης εναγομένης, β) την ίδια ημέρα και ώρα 15:50 στο τηλέφωνο 210-... από το ίδιο ως άνω τηλέφωνο της πρώτης εναγομένης, γ) την 1-2-2018 και ώρα
12:00 στο τηλέφωνο 210-….. από το ίδιο ως άνω τηλέφωνο της πρώτης εναγομένης, δ) στις 12-2-2018 και ώρα 18:04 στο τηλέφωνο 210-……… από το τηλέφωνο με αριθμό 210-…………της πρώτης εναγομένης, ε) στις 17-5-2018 και ώρα 11:20 στο τηλέφωνο 210-……………………..
από το τηλέφωνο
210-………………. της πρώτης εναγομένης, στ) την 1-9-2019 και ώρα 16:40 στο τηλέφωνο 210-……………… από το τηλέφωνο με αριθμό 210-………… της πρώτης εναγομένης, ζ) στις 3-10-2019 και ώρα 16:30 στο τηλέφωνο 210-………… από το τηλέφωνο με αριθμό
210-……… της πρώτης εναγομένης και η) στις 28
-2-2020 και ώρα 12:41 στο τηλέφωνο 210-……… από το τηλέφωνο με αριθμό 210-………… της πρώτης εναγομένης. Όλες τις παραπάνω τηλεφωνικές κλήσεις πραγματοποίησε η πρώτη εναγομένη για τον προαναφερόμενο
σκοπό, παρά το γεγονός ότι α) καθώς άλλωστε δεν αμφισβητείται από τις
εναγόμενες, και τα δυο ανωτέρω τηλέφωνα του ενάγοντος ήταν καταχωρημένα στο
μητρώο του άρθρου 11 ν. 3471/2006, το οποίο τηρούν οι οικείες τηλεπικοινωνιακές
εταιρείες και β) ο ενάγων τόσο προφορικά (τηλεφωνικά) όσο και εγγράφως,
δηλαδή μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος του πληρεξουσίου του δικηγόρου, δήλωσε σαφώς
στην πρώτη εναγομένη την επιθυμία του να μην ενοχληθεί ξανά και ότι τα ανωτέρω
τηλέφωνα έχουν καταχωρηθεί στο μητρώο των οικείων τηλεφωνικών εταιρειών, στο
οποίο περιλαμβάνονται όσοι δεν επιθυμούν να δέχονται, εφόσον δεν τις ζήτησαν,
τηλεφωνικές κλήσεις εμπορικής ή διαφημιστικής προώθησης αγαθών ή παροχής
υπηρεσιών από απόσταση. Μάλιστα ο ενάγων, έχοντας αποκτήσει σχετική
εμπειρία από την εμπλοκή του κατά το παρελθόν σε ανάλογες υποθέσεις με άλλες
διαφημιζόμενες εταιρείες, από 1-2-2018 και εφεξής με τα ως άνω ηλεκτρονικά
μηνύματα του πληρεξουσίου του δικηγόρου κάθε φορά έκανε πρόταση στις εναγόμενες
για εξωδικαστικό συμβιβασμό και τους γνωστοποιούσε την πρόθεσή του, ότι άλλως,
θα ακολουθούσε τη δικαστική οδό (βλ. τα προσκομιζόμενα και από τις δυο διάδικες πλευρές
αντίστοιχα ηλεκτρονικά μηνύματα). Οι εναγόμενες, ενώ δεν αμφισβητούν αλλ'
αντίθετα συνομολογούν με τις προτάσεις τους ότι πραγματοποιήθηκαν από τα
τηλέφωνα της πρώτης απ' αυτές οι προαναφερόμενες μη ζητηθείσες από τον ενάγοντα
κλήσεις στα πιο πάνω τηλέφωνα του ενάγοντος (βλ. και σχετική περικοπή της
κατάθεσης του μάρτυρά τους στη σχελ. 7 των πρακτικών) και ότι τα τελευταία
αυτά τηλέφωνα ήταν καταχωρημένα στο μητρώο του άρθρου 11 ν. 3471/2006,
αρνούνται κατά τα λοιπά την αγωγή, υποστηρίζοντας ότι αφενός ότι μέχρι την
έναρξη ισχύος του νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων 2016/679 της ΕΕ
(25-5-2018) δεν ελάμβαναν εγκαίρως γνώση των ηλεκτρονικών
μηνυμάτων-διαμαρτυριών του ενάγοντος, και αφετέρου ότι οι επίμαχες τηλεφωνικές
κλήσεις έγιναν από την υπάλληλό τους, ... για ιδιωτικούς-προσωπικούς αυτής
λόγους και όχι στα πλαίσια προώθησης των προϊόντων και υπηρεσιών τους. Οι
ισχυρισμοί ωστόσο αυτοί δεν αποδείχθηκαν και πάντως δεν κρίνονται πειστικοί,
δεδομένου μάλιστα ότι α) ουδεμία εξήγηση δίδουν οι εναγόμενες για το γεγονός
ότι ούτε μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω κανονισμού, αφότου καθώς ρητά
συνομολογούν - ελάμβαναν άμεσα γνώση των διαμαρτυριών του ενάγοντος, διέκοψαν
την πραγματοποίηση των μη ζητηθεισών κλήσεων κι ούτε έδωσαν κάποια σχετική
απάντηση στον ενάγοντα και β) όπως ήδη σημειώθηκε, οι επίμαχες κλήσεις έγιναν
όχι μόνο από την ανωτέρω υπάλληλό τους, ...……………, αλλά και από
άλλες υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται
περαιτέρω ότι η πρώτη των εναγομένων, με την προπεριγραφόμενη παράνομη
και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της, προκάλεσε
στον ενάγοντα ψυχική αναστάτωση, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, παρά τις
διαμαρτυρίες του τον ενοχλούσε τηλεφωνικά για να ικανοποιήσει τους εμπορικούς
της σκοπούς και τον ανάγκαζε να απαντά, με απώλεια του προσωπικού και
εργασιακού του χρόνου, στις μη ζητηθείσες επίμαχες κλήσεις, προσβάλλοντας κατ’ επανάληψη την προσωπικότητά του στη σφαίρα της πληροφοριακής του αυτοδιάθεσης και της ιδιωτικότητάς του καθώς και κατά το δικαίωμα που του αναγνωρίζει ο νόμος να μην καθίστανται τα προσωπικά δεδομένα του αντικείμενα παράνομης επεξεργασίας.
Έτσι, προκάλεσε πράγματι στον ενάγοντα ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της
οποίας πρέπει να επιδικαστεί
σ’ αυτόν εύλογη χρηματική ικανοποίηση, αφού όμως ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αρχή της αναλογικότητας, με
γνώμονα την αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης των εναγομένων και του
αντίστοιχου πλουτισμού του ενάγοντος. Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά, η καταβλητέα
στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, ενόψει του είδους του αγαθού που θίχθηκε,
του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, των συνθηκών εν γένει που αυτή
τελέστηκε, του βαθμού υπαιτιότητας των εκπροσώπων και των προστηθέντων της
πρώτης εναγομένης, της κοινωνικής θέσης των διαδίκων φυσικών προσώπων και της
οικονομικής κατάστασης των μερών, πρέπει να οριστεί σε δύο χιλιάδες ευρώ.
Ενόψει όλων τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει
δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (η δεύτερη και η
τρίτη με την ιδιότητά τους ως ομορρύθμων μελών της πρώτης) να καταβάλουν στον
ενάγοντα, εις ολόκληρον η κάθε μια, το παραπάνω ποσό και να
καταδικαστούν οι εναγόμενες σε ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος,
να συμψηφιστεί δε αυτή κατά το υπόλοιπο λόγω της μερικής νίκης και μερικής
ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό…»
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.