Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Καταγγελία σύμβασης χρησιδανείου

 

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 94/2016 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. 


«… Από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 810 μέχρι 819 του ίδιου Κώδικα για το χρησιδάνειο , προκύπτει ότι, ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, σε περίπτωση που έχει αυτό δοθεί ως χρησιδάνειο , δικαιούται μετά την λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοσή του, τόσο τη διεκδικητική αγωγή, όσο και την αγωγή από το χρησιδάνειο. Νόμιμος δε τρόπος λήξης του χρησιδανείου αορίστου χρόνου είναι, ανεξάρτητα από τους αναφερόμενους στο άρθρο 817 ΑΚ τρόπους και η καταγγελία της συμβάσεως (άρθρο 323 ΑΚ και κατ’ ανάλογη εφαρμογή 669 παρ. 2 α , 767 παρ. 1 ΑΚ), αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας ακαίρως, καταχρηστικώς και επιζημίως για τον χρησάμενο (άρθρα 200, 281, 288 ΑΚ), επιδιδόμενη (η καταγγελία) στον αντισυμβαλλόμενο (χρησάμενο). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.

Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων Δήμος Λαρισαίων είναι κύριος και νομέας ενός οικοπέδου,...που βρίσκεται στη Λάρισα.... Επί του οικοπέδου αυτού έχει ανεγερθεί κτίριο με ισόγειο και πρώτο όροφο....Μετά το έτος 1964 το ακίνητο αυτό χρησιμοποιείτο ως Δημοτική Βιβλιοθήκη και στο δημοτικό κτηματολόγιο φέρει τον αύξοντα αριθμό …. Ας σημειωθεί ότι η κυριότητα και νομή του ενάγοντος δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο Δημόσιο. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι το έτος 1988 ο ενάγων Δήμος Λαρισαίων και ένας κύκλος φιλολόγων της Λάρισας εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την ίδρυση και οργάνωση Ιστορικού Αρχείου στην πόλη της Λάρισας,...Ο Δήμαρχος Λαρισαίων με το από 20-12-1998 έγγραφό του, απευθυνόμενο προς το Τμήμα Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, εκδήλωσε την επιθυμία συνδρομής στην ίδρυση τέτοιου Αρχείου, καθώς και την πρόθεσή του να παράσχει στέγη στο εν λόγω Ιστορικό Αρχείο που επρόκειτο να ιδρυθεί, σύμφωνα άλλωστε και με την εκ του νόμου υποχρέωση, την οποία ο Δήμος υπείχε, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα Α.Ν. 2027/1939 (άρθρο 26). Στη συνέχεια, ο ενάγων Δήμος, με...απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του, παραχώρησε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, για αόριστο χρόνο και χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση του ανωτέρω ακινήτου-κτιρίου της Δημοτικής Βιβλιοθήκη.......Επομένως, μεταξύ του ενάγοντος Δήμου και του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό Παιδείας, συνήφθη εγκύρως και εκτελέσθηκε σύμβαση χρησιδανείου, με αντικείμενο το παραπάνω ακίνητο (επίδικο)....Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κάνει χρήση του επιδίκου κτιρίου από το έτος 1990, συγκεντρώνοντας εκεί το αρχειακό υλικό της περιοχής Λάρισας, στεγάζοντας υπαλλήλους και μεριμνώντας για τη συντήρηση του κτιρίου με δικά του έξοδα και τεχνικά μέσα. Ακολούθως, το Δημοτικό Συμβούλιο του ενάγοντος με την υπ’ αριθμ. …...9-12-2003 απόφασή του,, που εκδόθηκε επί εισηγήσεως του Δημάρχου και επικυρώθηκε ως προς τη νομιμότητα από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας, επικαλούμενο επί λέξει "... τα ακραία οξυμένα προβλήματα του Δήμου σε ζητήματα κάλυψης στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών του και άλλων κοινωνικών φορέων της πόλης", αποφάσισε κατά πλειοψηφία την ανάκληση της προηγούμενης υπ’ αριθμ. ...1990 απόφασής του παραχώρησης της χρήσης του επιδίκου ακινήτου και την επιδίωξη απόδοσης του τελευταίου στον ενάγοντα. Για το σκοπό αυτό, στις 23-1-2004 και 27-1-2004 επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο των Γενικών Αρχείων Νομού Λάρισας και στον Υπουργό Παιδείας αντίστοιχα..., η από 20-1-2004 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, εκπροσωπουμένου από τον Δήμαρχο αυτού, με την οποία συγκοινοποιήθηκαν οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και τάχθηκε στο εναγόμενο εύλογη προθεσμία 15 ημερών, για να αποδώσει στον ενάγοντα τη χρήση του επιδίκου ακινήτου, αλλά αυτή παρήλθε άπρακτη. Με την παραπάνω εξώδικη δήλωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ο ενάγων προέβη σε καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, επικαλούμενος ως λόγους τη μη πραγματοποίηση της ίδρυσης Τοπικού Ιστορικού Αρχείου ως ιδιαίτερου νομικού προσώπου, την αντισυμβατική και παράνομη παραχώρηση του ακινήτου σε τρίτο (Υπηρεσία Γενικών Αρχείων Νομού Λάρισας) και την ανάγκη ικανοποίησης των στεγαστικών αναγκών του ενάγοντος. Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι αβάσιμοι, διότι σχετίζονται με την ανυπαρξία Ιστορικού Αρχείου Λάρισας, ως ιδιαίτερου νομικού προσώπου, αποτελούντος ανέκαθεν αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία, όπως προαναφέρθηκε, ενώ ο τρίτος λόγος, δηλαδή η ανάγκη ικανοποίησης στεγαστικών αναγκών, όπως αορίστως αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. ...9-12-2003 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και προβλήθηκε στην από 20-1-2004 εξώδικη δήλωση καταγγελίας, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης του ενάγοντος για χρήση του χρησιδανεισμένου ακινήτου, κατ’ άρθρο 817 του Α.Κ., δεδομένου μάλιστα ότι προφορικώς περί τον Απρίλιο 2004, αλλά και εγγράφως με το υπ’ αριθμ. .../7.4.2005 έγγραφό του, ο Δήμαρχος Λαρισαίων πρότεινε τη μετεγκατάσταση των Αρχείων σε άλλο δημοτικό κτίριο (γνωστό με το όνομα "...") στη συνοικία Νέας Πολιτείας της Λάρισας και συνεπώς δεν υπήρχε η εκ του νόμου απαιτούμενη απρόβλεπτη και επείγουσα ανάγκη. Ωστόσο, όμως, η ως άνω από 20-1-2004 δήλωση καταγγελίας, συνιστά τακτική καταγγελία της επίμαχης σύμβασης χρησιδανείου αορίστου χρόνου, η οποία κατά τον χρόνο που έγινε, ήταν άκαιρη για το εναγόμενο και αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης. Και τούτο, διότι δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εκείνο, και μάλιστα εντός της ταχθείσης προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών, άμεσα διαθέσιμο κτίριο για τη συγκέντρωση, εναπόθεση και επεξεργασία του αρχειακού υλικού, το οποίο, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, περιλαμβάνει ευαίσθητα έγγραφα (όπως παλαιά χειρόγραφα και έγγραφα, παλαίτυπα βιβλία, σητόβρωτα έγγραφα, που χρήζουν άμεσης συντήρησης και ιδιαίτερης μεταχείρισης κλπ) και άρα υφίστατο ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης λόγω μη ενδεδειγμένης αποθήκευσης και συντήρησης του υλικού. Το συγκεκριμένο δημοτικό κτίριο στην περιοχή Νέα Πολιτεία της Λάρισας, το οποίο πρότεινε ο ενάγων για τη μέταστέγαση των Αρχείων, ήταν τότε ακατάλληλο για τη χρήση αυτή, διότι ήταν ημιτελές, χωρίς ηλεκτρολογική και υδραυλική εγκατάσταση και μη λειτουργικό για τις ανάγκες των Γενικών Αρχείων.....Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και ενώ συνεχιζόταν η χρήση του ακινήτου από το εναγόμενο, σε μη αποδεικνυόμενο ακριβές χρονικό σημείο μετά το έτος 2004, οπωσδήποτε δε τον Οκτώβριο του έτους 2010 είχαν μεταβληθεί οι κρίσιμες συνθήκες. Συγκεκριμένα, από το υπ’ αριθμ. ...22-10-2010 έγγραφο που απηύθυνε η Υπηρεσία Γενικών Αρχείων του Κράτους- Αρχείων Νομού Λάρισας προς την προϊσταμένη Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, με θέμα το επίδικο κτίριο, σαφώς προκύπτει ότι κατά τον χρόνο σύνταξης του εγγράφου, στο επίδικο (κτίριο) φυλασσόταν πλέον ένα πολύ μικρό μέρος των αρχείων της Υπηρεσίας, κυρίως η συλλογή βιβλίων και ένα μικρό τμήμα των συμβολαιογραφικών αρχείων και ο μεγαλύτερος όγκος είχε ήδη τότε μεταφερθεί στο αρχειοστάσιο Νέας Σμύρνης, που βρίσκεται στο 3° χιλιόμετρο της Παλαιάς Εθνικής Οδού Λάρισας-Θεσσαλονίκης και σε άλλο μισθωμένο κτίριο, που επίσης χρησιμοποιείται ως αρχειοστάσιο, στην Παλαιά Εθνική Οδό Λάρισας-Αθηνών. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι στο επίδικο κτίριο δεν στεγάζονται πλέον οι υπάλληλοι, πλην ενός για παραλαβή της αλληλογραφίας και των υποβαλλομένων αιτήσεων και ότι στο αρχειοστάσιο Νέας Σμύρνης έχει διαμορφωθεί ειδικός χώρος γραφείων, όπου έχει εγκατασταθεί ο τεχνολογικός εξοπλισμός της Υπηρεσίας και έχει μεταφερθεί ο βασικός χώρος εργασίας των υπαλλήλων. Σχετικώς, επιβεβαιώθηκε και από τον μάρτυρα απόδειξης ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (16-10-2012) το επίδικο κτίριο υπολειτουργεί και ότι τα αρχεία έχουν μεταφερθεί σε άλλους πιο λειτουργικούς χώρους.

Συνεπώς, ήδη μετά τον Οκτώβριο 2010 η απόδοση του κτιρίου, που ήταν το αντικείμενο της σύμβασης χρησιδανείου, δεν παρίσταται άκαιρη ή επιζήμια για το Δημόσιο ή αντίθετη στη συναλλακτική καλή πίστη, διότι οι εξυπηρετούμενες από το κτίριο ανάγκες έχουν ήδη καλυφθεί με άλλα κτίρια. Επιπλέον, και σε σχέση με το έτος 2004, ιδίως λόγω αύξησης των αρμοδιοτήτων του ενάγοντος Δήμου, πολλαπλασιασμού των υπηρεσιών και τμημάτων, μετά και την κατά τον Ν. 3852/2010 συγχώνευση δήμων και μετακίνηση προσωπικού, ανέκυψε επιτακτική η ανάγκη του ενάγοντος για στέγαση των υπηρεσιών του και συγκεκριμένα της νομικής υπηρεσίας του, σχετικά με την οποία έχει ήδη ληφθεί η υπ’ αριθμ. ...12-2-2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ενάγοντος. Η τελευταία στεγάζεται τώρα σε μισθωμένο κτίριο (μαζί με τη ΔΕΤΠΟΛ) και ο ένας διαθέσιμος γι’ αυτήν (νομική υπηρεσία) χώρος, όπου απασχολούνται τέσσερις δικηγόροι και γραμματέας, δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών λειτουργίας της, ούτε για την αρχειοθέτηση παλαιών υποθέσεων, ούτε για την οργάνωση υποτυπώδους βιβλιοθήκης, όπως σαφώς κατατέθηκε από τον μάρτυρα αποδείξεως. Επομένως, από τον Οκτώβριο του 2010 και μετέπειτα, αδικαιολογήτως το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνείται την απόδοση του επιδίκου ακινήτου, αν και προ πολλού (Ιανουάριος 2004), με την επίδοση της από 20-1-2004 εξώδικης δήλωσης, είχε λήξει η επίμαχη σύμβαση χρησιδανείου, με βάση την οποία είχε παραληφθεί το ακίνητο. Επομένως, ο ισχυρισμός (ένσταση) περί αντίθετης στην καλή πίστη, άκαιρης και επιζήμιας άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας από τον ενάγοντα Δήμο, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σχετικό λόγο έφεσης το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σχετικό λόγο έφεσης το εναγόμενο, παρίσταται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, για τους εξής λόγους: 1) Παρά τον κατ’ αρχήν χαριστικό χαρακτήρα του χρησιδανείου, ήταν εξ αρχής γνωστό στο χρησάμενο Δημόσιο ότι η εγκατάσταση της υπηρεσίας Γενικών Αρχείων στο δημοτικό ακίνητο δεν θα ήταν μόνιμη και γι’ αυτό αναζήτησε και βρήκε άλλους χώρους στέγασης, 2) Ήδη μετά την κατάργηση του Α.Ν. 2027/1939 και ειδικότερα της διάταξης του άρθρου 26 του νόμου εκείνου περί συντήρησης των τοπικών αρχείων με δαπάνες του οικείου Δήμου με το Ν. 1946/1991, ήταν γνωστό στο εναγόμενο ότι ο ενάγων Δήμος δεν είχε πλέον την υποχρέωση παραχώρησης του κτιρίου, 3) Στο επίδικο κτίριο έγιναν μεν επισκευές μεταξύ των ετών 1989 και 1992 και η σχετική δαπάνη ποσού 5.000.000 δραχμών καλύφθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα υπ’ αριθ. ΣΤ1/3102/19-12-1989 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας περί έγκρισης της πίστωσης, υπ’ αριθ. .../17-12-1992 απόφαση της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχίας Λάρισας περί έγκρισης της μελέτης επισκευής και υπ’ αριθ. .../27-4-1994 και .../22-9-1994 αποφάσεις της ίδιας υπηρεσίας της Νομαρχίας Λάρισας περί έγκρισης των πρωτοκόλλων παραλαβής του έργου, όμως οι επισκευές αυτές ήταν συμφυείς με τη χρήση του κτιρίου και απαραίτητες για τη λειτουργικότητα του και την προστασία των αρχείων, εξυπηρετώντας κυρίως το χρησάμενο εναγόμενο, σε συνδυασμό δε και με τη δαπάνη που απαιτήθηκε και η οποία αντιστοιχεί σε ένα τμήμα μόνο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί το δικαίωμα του χρήστη για απόδοση του ακινήτου και 4) Μετά τη λήψη της υπ’ αριθ. ...2003 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, ο ενάγων Δήμος δεν αδράνησε, ούτε δημιούργησε στο εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει το ακίνητό του, αλλά σαφώς και επανειλημμένως επεδίωξε την απόδοση του ακινήτου με κάθε νόμιμο τρόπο και συγκεκριμένα με προφορικά διαβήματα, με τις από 20-1-2004 και 5-3-2009 εξώδικες δηλώσεις, με τα από 7-4-2005 και 25-11-2005 υπηρεσιακά έγγραφα, με πρόταση εναλλακτικής λύσης μεταστέγασης των αρχείων σε άλλο δημοτικό κτίριο και με την άσκηση της υπ’ αριθ. κατάθεσης 58/26-1-2006 αγωγής νομής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από την οποία νομότυπα παραιτήθηκε. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ίδια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις ενστάσεις περί αντίθετης στην καλή πίστη, άκαιρης και επιζήμιας άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, που προέβαλε το εναγόμενο, ακολούθως δε δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της από το χρησιδάνειο ως ουσιαστικά βάσιμη, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι συναφείς λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι...".

Με βάση αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του, με σαφήνεια και πληρότητα, τα απαραίτητα περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση του αποδεικτικού πορίσματος, αναφορικά με την κατά νόμιμο τρόπο λήξη της επίδικης σύμβασης χρησιδανείου αορίστου χρόνου, κατόπιν επιδοθείσας στο αναιρεσείον καταγγελίας του αναιρεσιβλήτου, για την οποία, μάλιστα, τελικώς, δέχτηκε και τη συνδρομή της από το άρθρο 817 ΑΚ επείγουσας στεγαστικής ανάγκης. Οι παραδοχές αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ορθής εφαρμογής των αναφερθεισών ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες το δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.

Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι αντίστοιχες με τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι.

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22 του ν. 3693/1957), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 06 Νοεμβρίου 2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 241/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ...»

 


Στεφανία Ι. Σουλή

Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια

https://stefaniasouli.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.