Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Σκόρπιες μνήμες του Περικλή Λεύκα, εκδόσεις Ελκυστής

 


Κάθε άνθρωπος έχει μια συναρπαστική ζωή να διηγηθεί. Τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει όταν την ζει. Μόνο όταν περάσουν τα χρόνια και κοιτάξει πίσω του  μπορεί να το συνειδητοποιήσει. Λέει μία παροιμία, σαν νερό κυλάνε τα χρόνια. Ίσως να ισχύει αυτό για τους μεσήλικες γιατί για τα παιδιά και τους νέους τα χρόνια έχουν διάρκεια. Οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες βιώνονται πολλές φορές ως  αιωνιότητα, ως χρόνος σταματημένος, από το παιδί που ζει χωρίς οικογένεια. Δεν γνωρίζω εάν αυτό οφείλεται σε κάποια εγκεφαλική λειτουργία αλλά είναι γεγονός ότι στις μικρές ηλικίες η δυσκολία κρατάει υπερβολικά πολύ. Επίσης η απουσία αγαπημένων προσώπων βιώνεται τραγικά, ισοδύναμα με απώλεια. Εξ ου και το ψυχικό τραύμα και όλα τα άγχη που πηγάζουν από αυτό.

Ο συγγραφέας, μικρό παιδί στην Κατοχή, βιώνει την πείνα και τη φτώχεια στο ορεινό χωριό του στην Ήπειρο και όταν ξεκινάει ο εμφύλιος πόλεμος οι γονείς του παίρνουν την απόφαση να πάει μαζί με τον αδερφό του στην Παιδόπολη «Αγία Ελένη» στα Ιωάννινα.  Θα συνεχίσει στην παιδόπολη «Άγιος Αλέξανδρος» Ζηρού Φιλιππιάδος,  στον «Άγιο Ανδρέα» και τέλος στον «Άγιο Δημήτριο»  στη Θεσσαλονίκη όπου τελειώνει το Γυμνάσιο και το Λύκειο.

Μεγάλος και δύσκολος ο αγώνας για να μάθεις γράμματα εκείνα τα χρόνια. Έγραφε ο διορατικός πατέρας στον Περικλή που ήθελε να εργαστεί παράλληλα με την Παιδόπολη: «Εάν πάλι σκέφτηκες να φύγεις από αυτού για να βγεις να μας βοηθήσεις αυτό να μην το σκεφτείς καθόλου. Αυτό το βοήθημα που θα μας κάμεις εμάς είναι προσωρινό, τον δρόμο δεν τον επιθυμώ εγώ αυτό. Εγώ επιθυμώ να ασφαλίσεις μόνο το μέλλον σου και όταν εσύ ασφαλίσεις το μέλλον σου τότε και εγώ θα είμαι καλά. Εγώ δοξάζω το Θεό ο οποίος μας αξίωσε να είσαι σε τέτοια θέση η οποία δεν βρίσκεται σήμερον στη μοίρα τη δική μας…»

Ο Περικλής έδωσε διπλές εξετάσεις και επέτυχε τόσο στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων αλλά και στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο τελικά διάλεξε. Όλα αυτά βέβαια δεν ήρθαν εύκολα και ο δρόμος δεν ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα. Βέβαια θεωρώ πώς και ο ίδιος «δυσκόλεψε» τον εαυτό του με την υπερευαισθησία του και την συνεχή έγνοια που είχε για την πατρική του οικογένεια που ζούσε υπό αντίξοες συνθήκες πάνω στο βουνό. Ο Περικλής ήθελε να δουλέψει για να τους βοηθήσει αλλά ο πατέρας πολύ σωστά τον συμβούλευε να έχει το μυαλό του μόνο στα γράμματα. Το περιβάλλον της Παιδόπολης ήταν καλό. Και είναι λογικό όταν εσύ ζεις σε ένα μέρος που έχει ηλεκτρικό ρεύμα, ζεστό νερό, καλή τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα, να νιώθεις ενοχές που τα αγαπημένα σου πρόσωπα ζουν σε συνθήκες ένδειας μέσα στην παγωνιά και στο σκοτάδι. Η σκέψη ότι εσύ τώρα τρως το χορταστικό σου δείπνο ενώ οι δικοί σου ή τα μικρότερα αδέρφια σου πιθανόν να μην έχουν να πιούν ένα ποτήρι γάλα σε γεμίζει ενοχές και είναι οδυνηρό. Για αυτό και η αδιάκοπη εσωτερική σύγκρουση. Που φαίνεται τόσο έντονα μέσα από τα ημερολόγια που κρατούσε ο Περικλής αλλά και από τα γράμματα που αντάλλασσε με τον πατέρα του και τους αγαπημένους του  φίλους.   

Ο Περικλής ήταν ένα χαρισματικό παιδί που ξέφυγε από το μέλλον του χωριού του. Το έχω ακούσει και από άλλους Ηπειρώτες που οι συνθήκες τους οδήγησαν σε Παιδόπολη. «Τι θα γινόμουν αν δεν ήταν η Παιδόπολη; Θα γινόμουν ένας γιδοβοσκός ή ένας εργάτης. Αλλά η Παιδόπολη με έκανε έναν δάσκαλο/γιατρό/δικηγόρο/μηχανικό/επιχειρηματία». Δεν είναι έτσι όμως. Πράγματι η Παιδόπολη έδωσε ευκαιρίες στα παιδιά προπαντός σε αυτά  που είχαν έφεση στα γράμματα. Όμως οι κανόνες ήταν πολύ αυστηροί. Η βαθμολογία έπρεπε να είναι πάνω από το 17 -  τις εποχές που οι καλοί βαθμοί δίνονταν φειδωλά-, και οι Παιδοπολίτες κρίνονταν πιο αυστηρά από τα άλλα παιδιά που φοιτούσαν στα σχολεία του Ελληνικού Κράτους με τα χρήματα των γονιών τους. Χωρίς θυσίες και πειθαρχία κανείς δεν πέτυχε τίποτα.  Η επιτυχία του Παιδοπολίτη που σπούδασε είναι αποκλειστικά δική του επιτυχία γιατί την κέρδισε μόνος του με τεράστιο κόπο.

Ο Περικλής δεν επαναπαύτηκε στις ευκαιρίες και στη μόρφωση που του έδωσε η Παιδόπολη. Τα καλοκαίρια δεν πήγαινε στο χωριό να ξεκουραστεί. Όπου υπήρχε δουλειά έτρεχε κα τον βλέπουμε να κουβαλάει τσιμέντο με τον κουβά στην πλάτη να ανεβαίνει 10 ορόφους σε οικοδομή στην Αθήνα. Άλλο καλοκαίρι τον βρίσκουμε στην Ορεστιάδα να ζυγίζει το στάρι. Έγραφε τότε ο Περικλής: « Για τη δουλειά αυτή πρέπει να είναι κανείς πολύ έντιμος και να εμπνέει εμπιστοσύνη γιατί είναι εύκολο, σε συνεννόηση με τον παραγωγό, να δηλώσει λιγότερα κιλά, παίρνοντας για τον εαυτό του κάποιο φακελάκι κάτω από την παλάμη. Εγώ, ως Παιδοπολίτης που ήμουν, είχα όλα τα εχέγγυα της εντιμότητας και δε δυσκολεύτηκε καθόλου να με προσλάβει». Πράγματι, 18 ώρες την ημέρα εργάστηκε ο Παιδοπολίτης  για να πάρει λίγο στάρι και στο τέλος ο έμπορος δεν δυσκολεύτηκε να τον κλέψει. «Πέρασαν σαράντα μέρες μέσα στο λιοπύρι του Αλωνάρη και τη σκόνη και η ζωή μου ήταν μαρτύριο, και όλα αυτά για μια χούφτα στάρι».  Ο Περικλής δούλεψε και στο χωριό του, στους δρόμους που έφτιαχνε τότε η Πολιτεία. «Η παραμονή μου στο χωριό δεν ήταν παραμονή αναψυχής και ξεκουράσεως, αλλά παραμονής δουλειάς σκληρής. Πολλές φορές ξυπνούσα το πρωί με τα κοκόρια κι άλλες με τον Αυγερινό. Τα χέρια μου φουλτάκιασαν απ’ τη δουλειά, από τον κασμά, απ’ το λοστό και τη βαριά».

Ο Περικλής είχε καλούς γονείς. Μπορεί να τους είχε μακριά του αλλά ένιωθε τη σκέψη τους, την προσευχή τους, την ευχή τους να πετύχει και να έχει ένα καλύτερο μέλλον από αυτούς. Η αλληλογραφία με τον πατέρα του, τα γράμματα του οποίου διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο, καταδεικνύει την μοναξιά που ένιωθε μέσα στο ίδρυμα. Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο που έγραψε ο Περικλής τις εορτές που ήταν μακριά από την πατρική εστία και μιλάει για ξενιτιά. Δεν ήταν όμως μόνος του. Στις δύσκολες στιγμές ήρθε βοήθεια από πρόσωπα που γνώρισε μες στην Παιδόπολη ή στο Νοσοκομείο Συγγρού που βρέθηκε κάποιο διάστημα να κάνει θεραπεία για το τριχόφυτο που κόλλησε. Νομίζω πως περισσότερο από ο,τιδήποτε οι Παιδοπολίτες είχαν αντιληφθεί την έννοια της πειθαρχίας, της συνεχής προσπάθειας αλλά και της βοήθειας που μπορεί να έρθει από τον συνάνθρωπο. Τα μεγαλύτερα παιδιά βοηθάγανε στα μαθήματα τα μικρότερα. Ο Πνευματικός Πατέρας έδωσε μάχη να γίνουν δεκτά στην Παιδόπολη «Άγιος Δημήτριος» τα παιδιά που ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία όπως ο Περικλής που πρέπει να αναφερθεί ότι όταν πήγε στην παιδόπολη «Αγία Ελένη»  ήταν ήδη 13 ετών.

«Ζήτα και θα λάβεις» μας διδάσκει η Αγία Γραφή. Όταν ο Περικλής έμαθε ότι η οικογένειά του στερήθηκε το επίδομα (κατόπιν ψευδούς καταγγελίας) ή όταν ο πατέρας του ανάπηρος στο κρεβάτι έπρεπε να εξεταστεί από Δημόσιο Νοσοκομείο ζήτησε βοήθεια δίνοντας ένα γράμμα στους αρμόδιους. Κι άλλα πρόσωπα βοήθησαν όταν ένιωθε απερίγραπτα μόνος. Εκεί  συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνος. Είχε ανθρώπους στην Αθήνα να τον βοηθήσουν, να τον φιλοξενήσουν, δεν είχε παρά να το ζητήσει. Πόσα σπουδαία πράγματα, πόσα ηθικά διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε μέσα από αυτή την αυτοβιογραφία!

Η μαγεία του βιβλίου είναι εκείνα τα αποσπάσματα του ημερολογίου που παρατίθενται όπως γράφτηκαν, αυτούσια δίχως στολίδια και επιτήδευση που εάν δεν υπήρχαν, αναγκαστικά ο συγγραφέας θα προσπαθούσε να περιγράψει την ψυχική κατάσταση στην οποία ευρισκόταν εκείνη την εποχή και τι τρομερά ψυχοφθόρο!. 

Κάποια στιγμή μιλώντας με έναν εξαίρετο επιστήμονα από την Ήπειρο εξέφρασα την απορία μου πώς ένα ορφανό παιδί που έζησε τον πόλεμο, την πείνα, την ανέχεια και τη δυστυχία,  κατάφερε να  γίνει  ένας έντιμος, δίκαιος και σωστός άνθρωπος στην κοινωνία. 

«Στεφανία, τα παιδιά τότε είχαν ψυχικές αντοχές, σήμερα δεν έχουν … » μου απάντησε και με έβαλε σε σκέψεις.   

Στάθηκα αρκετά στο θέμα της Παιδόπολης ενώ το βιβλίο αναφέρεται σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα. Όποιος αγαπάει την Ήπειρο θα το λατρέψει. Οι περιγραφές της φύσης είναι μοναδικές και ξυπνούν νοσταλγία. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει κοντά στη φύση. Να ρεμβάζει τα βουνά ή τη θάλασσα. Να ξυπνάει υπό τον ήχο των πουλιών. Να αναπνέει το μυρωδάτο  αέρα. Να αγαπάει τα δέντρα και τα ζώα ωσάν ανθρώπους.  

Γράφει ο συγγραφέας για το πολυαγαπημένο του χωριό: «Εδώ έρχομαι το καλοκαίρι να βρω λίγη γαλήνη. Το χωριό είναι πραγματικό ησυχαστήριο… Το απόβραδο, όταν πέφτουν τα πόσκια, κάθομαι στην αυλή κι αγναντεύω κάτω το χωριό και πέρα τα ψηλά βουνά, καθώς τα χρυσίζουν γυμνά οι τελευταίες ηλιαχτίδες στο λυκόφως. Κι όταν πέφτει η νύχτα και προβάλλει ολόγιομο το αυγουστιάτικο φεγγάρι πέρα από τα Τζουμέρκα, κάθομαι και απολαμβάνω την πλέρια φωτοχυσία και τις σιλουέτες των δέντρων και των βουνών, καθώς έχω στήσει το κρεβάτι μου στην αυλή και κοιμάμαι έξω τα βράδια. Τίποτε δε χαλάει τη γαλήνη της νύχτας πέρα από κάποιο κυπροκούδουνο, που ακούγεται πότε πότε, μαζί με κάποιο γαύγισμα σκυλιού και κάπου κάπου το βραχνό και λυπητερό τραγούδι του γκιόνη, που έρχεται να φωλιάσει στην καρυά. Τούτα όμως είναι μία γλυκιά μουσική αρμονία μέσα στην απέραντη γαλήνη της νύχτας, που σε χαλαρώνουν και σε νανουρίζουν ώσπου να σε πάρει γλυκά ο ύπνος. Έτσι καθώς ξαπλώνω, κοιτάζοντας το έναστρο και φεγγαρόφωτο στερέωμα, καθώς νιώθω το φρέσκο και δροσερό νυχτιάτικο αεράκι να φυσάει στο πρόσωπό μου, και καθώς ακούω το θρόισμα των καρυόφυλλων, ο ύπνος σφαλίζει κάποτε τα βλέφαρά μου, μετά από πολύ ρεμβασμό και σκέψη για να με ξυπνήσουν το γλυκοχάραμα τα κυπροκούδουνα, καθώς ο Κωτσιο- Νίδας σκαράει τα γίδια. Ας τον έχει ο Θεός καλά, γιατί είναι ο τελευταίος που τα κρατάει στη γειτονιά μας και μας χαρίζει αυτήν την ξεχωριστή νότα».

Καλά Χριστούγεννα!     

 

Στεφανία Σουλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.