Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Η διαμεσολάβηση στην καθημερινότητα του δικηγόρου



Το Δίκτυο Εμπορικής Διαμεσολάβησης και το Κέντρο Οικογενειακής Διαμεσολάβησης διοργανώνουν εκδήλωση, με θέμα " Η διαμεσολάβηση στην καθημερινότητα του δικηγόρου" στην Αθήνα στο NEW HOTEL, Φιλλελήνων 16 και Ναυάρχου Νικοδήμου, Σύνταγμα την Τετάρτη, 1η Οκτωβρίου 2014 και ώρα 18:00.    


                                                           

Ονοματοδοσία τέκνου, επιλογή αναδόχου, επιλογή θρησκεύματος και σοβαρή χειρουργική επέμβαση στον πυρήνα της γονικής μέριμνας.


Σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο, είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι και την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Το άρθρο 1512 ΑΚ, του ίδιου κώδικα, ορίζει, ότι αν διαφωνούν οι γονείς, και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο, το οποίο ως προς το ζήτημα αυτό, δικάζει σύμφωνα με όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 681Β ΚΠολΔ, δηλαδή κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν τη διατροφή και την επιμέλεια του τέκνου (άρθρα 666 § 1, 667, 670, 671 §§ 1-3 και 672 έως 676 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, καθώς και εκείνης του άρθρου 1518 ΑΚ, με την οποία ορίζεται, ότι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, προκύπτει, ότι η ονοματοδοσία (δηλαδή ο προσδιορισμός του ονόματος) του τέκνου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων, ως προς το οποίο αποφασίζουν από κοινού. Ειδικότερα η ονοματοδοσία γίνεται με δήλωση του κυρίου ονόματος του τέκνου στο ληξίαρχο και είναι ανεξάρτητη από το μυστήριο της βάπτισης (βλ. ΟλΑΠ 240/1975 NοB 23.655). Με την ειδική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 15 του ν. 1438/1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του ν. 344/1976, το οποίο αφορά τις ληξιαρχικές πράξεις, το δικαίωμα ονοματοδοσίας έχει αναχθεί πλέον σε αυτοτελές λειτουργικό δικαίωμα των γονέων και σαφώς διακρίνεται από την επιμέλεια, γι' αυτό και αποτελεί περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Πρόκειται για δικαίωμα το οποίο δεν είναι διαρκές, αφού ασκείται εφάπαξ και αποσβέννυται με τη δήλωση που το πραγματώνει. Κατά συνέπεια, φορείς του δικαιώματος ονοματοδοσίας είναι και οι δύο γονείς (ακόμη και αν είναι ανήλικοι), που έχουν τη γονική μέριμνα, ανεξάρτητα από το αν την ασκούν. Αυτοί ακριβώς, είναι εκείνοι, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα της ονοματοδοσίας από κοινού. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία οι γονείς του διαφωνούν, πρέπει, να προκληθεί απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου σχετικά με το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο τους (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλο: Αστικός Κώδικας τόμ VIII 1993 στα άρθρα 1505-1541 αριθ. 146 σελ 40 επομ., Παπαδημητρίου: Συμπλήρωμα οικογενειακού Δικαίου 1998 σελ. 275, ΑΠ 716/1993 Δνη 35.1265, ΕΑ 8688/1990 Δνη 33.153, ΕφΛαρ 286/1994 Δνη 35.1377, ΕφΘεσ 1981/1984 NοB 32. 1565). Ο νόμος, δεν ορίζει, πότε το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να λάβει το δικαστήριο σχετική απόφαση. Επομένως, αυτό θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η προσφυγή δε στο δικαστήριο, μπορεί να γίνει τόσο πριν από την επιχείρηση της πράξης, εξαιτίας της οποίας προέκυψε η διαφωνία, όσο και μετά την πράξη.

Τέλος, αν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, έχει ανατεθεί, σε περίπτωση διάστασης των γονέων, με δικαστική απόφαση στον ένα από τους γονείς π.χ. στη μητέρα, τότε αυτή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει μόνη της, για τα τρέχοντα και καθημερινά μόνο θέματα, τα σχετιζόμενα με την επιμέλεια του τέκνου, όχι δε και εκείνα που από τη φύση τους είναι προορισμένα να επηρεάσουν κρίσιμα για τη ζωή του θέματα (όπως ονοματοδοσία, επιλογή αναδόχου, επιλογή θρησκεύματος, σοβαρή χειρουργική επέμβαση), για τα οποία δεν είναι αρκετή, κατά την αληθινή έννοια των προμνημονευομένων διατάξεων, η απόφαση του ενός από τους γονείς. Και τούτο γιατί, και αν ακόμα η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, λ.χ. στη μητέρα, εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, η λήψη της απόφασης επί των πιο πάνω σοβαρών ζητημάτων, γι' αυτό και είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίζουν αυτοί από κοινού για τα ζητήματα αυτά και αν διαφωνούν, τη διαφορά τους θα τη λύσει το δικαστήριο (ΑΠ 1321/1992 Αρμ. 1994. 340, Εφ.Αθ 4287/2005 Ελλ.Δ 2006,47).  


Στεφανία Σουλή 
Δικηγόρος 
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Έλλειψη συμβολαιογραφικής συναίνεσης του συντρόφου σε τεχνητή γονιμοποίηση.



Σύμφωνα με το άρθρο 1456 παρ. 1ΑΚ: "Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής...διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο". Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 1475 ΑΚ, η συμβολαιογραφική συναίνεση του άνδρα σε τεχνητή γονιμοποίηση επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης. Κατά δε το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 1479 ΑΚ, αν διενεργηθεί τεχνητή γονιμοποίηση με γεννητικό υλικό τρίτου δότη, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας αποκλείεται, έστω και αν η ταυτότητά του είναι ή γίνει εκ των υστέρων γνωστή. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι σε περίπτωση απόκτησης τέκνου από άγαμη γυναίκα με γεννητικό υλικό του άνδρα με τον οποίο συζεί σε ελεύθερη ένωση, χωρίς να έχει δοθεί η συναίνεση του με συμβολαιογραφικό έγγραφο και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης, το τέκνο, θεωρούμενο εκτός γάμου, μπορεί να αναγνωριστεί δικαστικά, με βάση τις προϋποθέσεις των γενικών διατάξεων, εφόσον δηλαδή αποδειχθεί όχι απλώς ότι υπήρχε συμβίωση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, αλλά και ότι το γεννητικό υλικό χορηγήθηκε από το σύντροφο της μητέρας κατά το ίδιο διάστημα, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1481 ΑΚ, η οποία, ναι μεν προϋποθέτει σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, πλην όμως κατά διασταλτική αυτής ερμηνεία, επιβαλλόμενη από την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, περιλαμβάνει και την τεχνητή γονιμοποίηση, διότι, εφόσον το γεννητικό υλικό προέρχεται από τον ίδιο το σύντροφο της μητέρας, δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του τεκμηρίου αν η σύλληψη του παιδιού υπήρξε αποτέλεσμα σαρκικής συνάφειας ή τεχνητής γονιμοποίησης. ( βλ. απόφαση Αρείου Πάγου 898/2014 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ)

 



Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

 

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Μαθητές με δυσλεξία και τρόπος εξέτασης (Νομοθεσία για μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες)






Η δυσλεξία, γνωστή τα τελευταία χρόνια ως «ειδική μαθησιακή δυσκολία στη γραφή και στην ανάγνωση», είναι μια ειδική μαθησιακή δυσκολία, η οποία συνίσταται στην αδυναμία των μαθητών να αποκτήσουν τις γλωσσικές δεξιότητες που σχετίζονται με την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Η λειτουργική αυτή αδυναμία εκδηλώνεται, αν και υπάρχει συνήθως επαρκής νοητική ικανότητα, ομαλή συναισθηματική ανάπτυξη, κατάλληλη διδασκαλία και πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον. Ήδη όμως από το 1896 είχε επισημανθεί και ο Βρετανός σχολίατρος Pringle Morgan είχε γράψει «…αυτό το (δυσλεξικό) παιδί θα ήταν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου, αν η διδασκαλία και μάθηση ήταν αποκλειστικά προφορική…» [A case of congenital word blindness, British Medical Journal 2,1378] ).
Σύμφωνα με την υπ.αρ. 1846/2000 εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν αν παρατηρούν κάποιες ιδιαίτερες δυσκολίες του μαθητή, να παραπέμπουν τους γονείς στα Κέντρα Διάγνωσης-Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΚΔΑΥ) (νυν ΚΕΔΔΥ).

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3699/2008 οι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών με δυσλεξία διερευνώνται και διαπιστώνονται από τα ΚΕΔΔΥ και τα πιστοποιημένα από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΝΠ) άλλων Υπουργείων.

Η διάγνωση της δυσλεξίας θα πρέπει να γίνεται στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού για να μπορεί ο μαθητής να δεχτεί ειδική βοήθεια και εξατομικευμένη διδασκαλία τόσο στο σχολείο όσο και στο οικογενειακό περιβάλλον, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Είναι γεγονός ότι οι μαθητές με δυσλεξία δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις και χρειάζονται ενθάρρυνση, κατανόηση και βοήθεια για να είναι συνεπείς στις σχολικές τους υποχρεώσεις.
 
Σύμφωνα με την υπ.αρ. 28722/Γ2 Υπουργική Απόφαση "Εξέταση μαθητών Ημερήσιων και Εσπερινών Γυμνασίων, με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες" (ΦΕΚ Β/276/16-3-2010), οι μαθητές που παρουσιάζουν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία εξετάζονται προφορικά κατόπιν αίτησής τους. Όταν ο μαθητής της περίπτωσης αυτής επιθυμεί να απαντήσει και γραπτά σε κάποια ερωτήματα, αυτά αξιολογούνται κατά τη βαθμολόγηση.      

Σύμφωνα με την ανωτέρω υπουργική απόφαση, η εξέταση των μαθητών που παρουσιάζουν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, κατά τις ολιγόλεπτες ωριαίες δοκιμασίες των τριμήνων και τις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις γίνεται προφορικά (μετά από αίτημά τους)  και εφόσον το επιθυμεί ο μαθητής και γραπτά, από τον οικείο καθηγητή ταυτόχρονα με τους μαθητές της τάξης στην οποία ανήκουν και στα ίδια θέματα

Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Γυμνάσιο του μαθητή συνοδευόμενη από δημόσιο έγγραφο που να βεβαιώνει την ύπαρξη ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, είτε γνωμάτευση (έκθεση αξιολόγησης) από Κέντρο Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ) που λειτουργούν στις έδρες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των Νομαρχιακών Διαμερισμάτων της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Ν. 3699/2008, είτε πιστοποιητικό από Ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, πιστοποιημένο από το Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, στο οποίο πιστοποιητικό θα αναγράφεται η ειδική μαθησιακή δυσκολία του μαθητή, καθώς και ο χρόνος επαναξιολόγησής του.    

Όταν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των γνωματεύσων των ΚΕΔΔΥ και ΙΠΔ για τον ίδιο μαθητή, δίδεται το δικαίωμα προσφυγής σε πενταμελή Δευτεροβάθμια Ειδική Διαγνωστική Επιτροπή Αξιολόγησης (ΕΔΕΑ), η οποία συγκροτείται με απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης. Η απόφαση της Δευτεροβάθμιας ΕΔΕΑ είναι οριστική. Στην περίπτωση που υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των γνωματεύσων των ΚΕΔΔΥ και των ΙΠΔ  για τον ίδιο μαθητή και δεν έχει γίνει προσφυγή στην πενταμελή Δευτεροβάθμια ΕΔΕΑ, υπερισχύει η γνωμάτευση του ΚΕΔΔΥ. Σε περίπτωση προσφυγής στην ΕΔΕΑ  η σχετική αίτηση και η γνωμάτευση υποβάλλεται στο Διευθυντή του οικείου Γυμνασίου το αργότερο 10 μέρες πριν την έναρξη των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων κάθε έτους. Οι γνωματεύσεις των ΚΕΔΔΥ και των Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων (ΙΠΔ) εκδίδονται κατά προτεραιότητα μετά από σχετική αίτηση του ενδιαδερομένου. 

Οι αιτήσεις για προφορική εξέταση και οι γνωματεύσεις των ΚΕΔΔΥ και ΙΠΔ υποβάλλονται στον Διευθυντή του οικείου Γυμνασίου το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους. Σε έκτακτες και απρόβλεπτες περιπτώσεις μπορούν να υποβάλλονται και αργότερα.         

                                                            
                                                     
                                                           


            
 



Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος - Διαμεσολαβήτρια



Εισαγγελική παραγγελία και προστασία προσωπικών δεδομένων (υπ. αρ. 4/2014 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου)


 
Στην υπ.αρ. 4/2014 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 25 παρ. 2 Ν. 1756/1988 [Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών] οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλονται ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους οι διαλαμβανόμενοι στο άρθρο 24 του ίδιου νόμου δημόσιοι λειτουργοί, καθώς και οι υπηρεσίες του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού νόμου, ενώ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος....Κατά το Σύνταγμα, ο Εισαγγελέας είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και η ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του περιβάλλεται με το κύρος της δικαστικής λειτουργίας, ο ίδιος δε απολαμβάνει τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας (άρθρα 87 παρ. 1, 2 και 88 παρ. 1 Συντ.) Επομένως οι κατά το άρθρο 25 παρ. 4 εδ. β’ Ν. 1756/1988 παραγγελίες του προς τις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφελείας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 ΚΠΔ., έχουν το χαρακτήρα δικαστικής διάταξης, η οποία βεβαίως πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό έγγραφο της σχετικής αιτήσεως του ιδιώτη προς τη δημόσια υπηρεσία, με την οποία ο τελευταίος ζητεί να λάβει γνώση του περιεχομένου ή τη λήψη αντιγράφων εγγράφων, χωρίς ρητή έκφραση της γνώμης του συντάκτη της εν λόγω παραγγελίας, δηλαδή του Εισαγγελέα [ΑΠ 148/2013, Ποιν.Χρον ΞΔ/2014, ΣΕΛ. 203.]. Εξάλλου, η προστασία των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων και τα προσωπικά, απλά και ευαίσθητα, δεδομένα του (άρθρο 9Α  Συντ.), πρωτίστως και κυρίως προστατεύονται από τις δικαστικές αρχές με τις δικαιοδοτικές κρίσεις τους εν ευρεία έννοια, όπως αυτές που εκδίδονται από τους αρμόδιους κατά περίπτωση εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, λαμβάνουν υπόψη την αναγκαιότητα  προστασίας των περί ων ο λόγος δικαιωμάτων, προερχόμενοι, ενόψει και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας, και σε αξιολογική στάθμιση των προστατευόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών, με προέχουσα την απαίτηση για αναζήτηση της αλήθειας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, μέσω της οποίας πραγματώνεται και η αξιούμενη κατά τα προστασία των δικαιωμάτων αυτών. Περαιτέρω, είναι αυτονόητο ότι οι δικαστικές κρίσεις σε καμία περίπτωση δεν υποκαθίστανται από αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών και πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να μη λαμβάνονται υπόψη από τις τελευταίες, των οποίων οι αρμοδιότητες είναι σαφώς και αυστηρώς προσδιορισμένες από τις διατάξεις του σχετικού ιδρυτικού νόμου (Ν. 2472/1997), ο οποίος διέπει τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια όσων προεκτέθηκαν, οι προαναφερόμενες υπηρεσίες του δημοσίου και εν γένει του ευρύτερου δημόσιου τομέα, είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με τις κατά τα άνω εισαγγελικές διατάξεις, τυχόν δεν άρνηση των διοικήσεών τους και γενικά των νομίμων εκπροσώπων τους συνιστά, κατ’ αρχάς, άδικη και ποινικά επιλήψιμη πράξη και μάλιστα, κατ’ εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, αυτήν της παράβασης καθήκοντος ( άρθρο 259 ΠΚ)     

 
 
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ενίσχυση του αδελφικού δεσμού των ανηλίκων τέκνων




Ιστορικό : Όταν οι γονείς χωρίσανε η μία ανήλικη κόρη επέλεξε να ακολουθήσει τον πατέρα της (με την σύμφωνη γνώμη της μητέρας της), ενώ η μικρότερη κόρη είχε αρχικά επιλέξει να ακολουθήσει την μητέρα της. Ενώ τα 2 αδέρφια είχαν αρχικά «χωριστεί» με συμφωνία των γονέων, το Εφετείο ανέθεσε την άσκηση της γονικής μέριμνας και των 2 παιδιών στον πατέρα. Στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος με την υπ.αρ. 952/2007 απόφασή του (δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ) δέχθηκε την εφετεική κρίση ως προς την απομάκρυνση της μίας ανήλικης από την μητέρα της και την ανάθεση της γονικής μέριμνας στον πατέρα της κρίνοντας πως υπερέχει των δυσμενών συνεπειών εκ της απομάκρυνσης του τέκνου από τη μητέρα του η ενίσχυση του αδελφικού δεσμού των ανηλίκων που απαιτείται για τη σωστή ψυχοσωματική τους διάπλαση και εξυπηρετεί περισσότερο το συμφέρον αμφότερων των ανηλίκων  


Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της απόφασης του Αρείου Πάγου.

"..Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514 του ΑΚ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα, η οποία περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, ασκείται από τους γονείς του. Είναι δε έννοια ευρύτερη της επιμέλειας, η οποία (επιμέλεια) περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Στην περίπτωση όμως διακοπής της συζυγικής συμβιώσεως, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της ασκήσεως της γονικής μέριμνας του ανηλίκου είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβασθεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής - οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεώτερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δικάζοντας έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ΄ αριθ. 10235/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχαν γίνει δεκτές, κατά ένα μέρος αντίθετες αγωγές των διαδίκων και είχε ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, Χ2 στην αναιρεσείουσα μητέρα της και η αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Χ1, στον αναιρεσίβλητο πατέρα της, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι ενήλικοι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους, νόμιμο γάμο, από τον οποίο γάμο απόκτησαν δύο τέκνα, και συγκεκριμένα τη Χ1 ηλικίας κατά το χρόνο ασκήσεως των δύο αντιθέτων αγωγών 12 ετών και σήμερα 14 ετών περίπου και την Χ2 , ηλικίας κατά τον προαναφερόμενο χρόνο 7 ετών και σήμερα 9 ετών περίπου. Τα πρώτα χρόνια εργάζονταν μόνον ο εκκαλών-εναγόμενος-ενάγων, (ήδη αναιρεσίβλητος) ως …, ενώ η εφεσίβλητος - ενάγουσα - εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) ασχολούνταν αποκλειστικά με τη φροντίδα της κατοικίας τους και με την ανατροφή των προαναφερομένων ανηλίκων τέκνων τους. Από το έτος 2000 και μετέπειτα άρχισε να εργάζεται και η εφεσίβλητος - ενάγουσα - εναγόμενη, αρχικά σε διάφορα καταστήματα και στη συνέχεια σε ….. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάσθηκε οριστικά, στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2004, με την αποχώρηση του αναιρεσιβλήτου από τη συζυγική τους κατοικία. Από τα τέκνα των διαδίκων η Χ1 επέλεξε να ακολουθήσει τον πατέρα της, με τη σύμφωνη γνώμη και της μητέρας της, ενώ η Χ2 αρχικά επέλεξε, να ακολουθήσει τη μητέρα της με την οποία και διαμένει μέχρι και σήμερα. Αρχικά ο αναιρεσίβλητος εγκαταστάθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην κατοικία της αδελφής του και ακολούθως προέβη στη μίσθωση άλλης κατοικίας στην ..... και συγκεκριμένα επί της οδού ....., στην οποία και διαμένει με την ανήλικη Χ1 και την αδελφή του. Η αναιρεσείουσα παρέμεινε αρχικά στη συζυγική τους κατοικία με την ανήλικη θυγατέρα τους Χ2 , στη συνέχεια όμως μίσθωσε άλλο διαμέρισμα στην .... που βρίσκεται στην επί της οδού ..... , πολυώροφη οικοδομή και στο οποίο διαμένει έκτοτε με την προαναφερόμενη θυγατέρα της. Και οι δύο γονείς των προαναφερόμενων ανηλίκων τέκνων αγαπούν πολύ τα τέκνα τους και επιθυμούν να βρίσκονται συνεχώς μαζί τους. Από τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων, δηλαδή για χρονικό διάστημα πολλών μηνών, η μεν ανήλικη Χ1 διαμένει με τον πατέρα της, η δε Χ2 με τη μητέρα της δηλαδή η καθεμία ανήλικη διαμένει σε διαφορετικό περιβάλλον. Η Χ1 είναι μαθήτρια της δεύτερης τάξεως του Γυμνασίου, ενώ η Χ2 είναι μαθήτρια της τρίτης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου. Το γεγονός ότι οι ανήλικες θυγατέρες των διαδίκων διαμένουν, όπως προαναφέρθηκε, σε χωριστό περιβάλλον, μακριά η μία από την άλλη, δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη του αδελφικού δεσμού μεταξύ τους, πράγμα που απαιτείται για τη σωστή ψυχοσωματική τους διάπλαση. Το συμφέρον τους επιβάλλει να διαμένουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Ειδικότερα (συνεχίζει το Εφετείο) η ανήλικη Χ1 έχει αναπτύξει ιδιαίτερο ψυχικό δεσμό με τον πατέρα της, με τον οποίο διαμένει μέχρι σήμερα και επιθυμεί να συνεχίσει να διαμένει. Αυτός δε είναι υπεύθυνος και στοργικός πατέρας, ασχολείται συνεχώς με τη Χ1 βοηθούμενος και από την αδελφή του που διαμένει μαζί τους, και έχει δημιουργήσει ένα ήρεμο περιβάλλον, από το οποίο δεν επιθυμεί να απομακρυνθεί η Χ1. Με την τελευταία και στην κατοικία του αναιρεσιβλήτου πρέπει να διαμένει και η άλλη ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων Χ2 , διότι, τούτο θα συμβάλει στη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Πράγματι η ανήλικη Χ1 όπως διαπίστωσε από την προσωπική επαφή μαζί της ο Δικαστής που δίκασε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και ο Εισηγητής του παρόντος Δικαστηρίου (Εφετείου) είναι εντελώς αρνητική στην προοπτική της επιστροφής της στην κατοικία της μητέρας της και αντιδρά έντονα στη σκέψη της αναθέσεως της ασκήσεως της γονικής της μέριμνας στην εφεσίβλητη μητέρα της, αποδίδοντας εμμέσως, πλην σαφώς, σε αυτήν το χωρισμό των γονέων της και δείχνοντας ότι έχει πληγωθεί υπέρμετρα από την απόφαση της μητέρας της για τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς της με τον πατέρα της, απόφαση που θεωρεί ότι δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς από τη μητέρα της. Ευθέως δήλωσε ότι δεν θα φύγει από τον πατέρα της. Η βούλησή της αυτή δεν προέκυψε ότι είναι προϊόν πειθαναγκασμού ή υπέρμετρης επιείκειας του πατέρα της ή αλόγιστης παροχής υλικών αγαθών, προκειμένου να προσκολληθεί σε αυτόν και πολύ περισσότερο κάποιας διαταραγμένης προσωπικότητάς της. Ακόμη και η μικρή θυγατέρα των διαδίκων Χ2 , η οποία διαμένει με τη μητέρα της κατά την εξέτασή της από τον Εισηγητή Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου) χωρίς να εκφράσει τίποτε το μεμπτό εναντίον της μητέρας της, δήλωσε ότι θέλει να διαμένει στην κατοικία του πατέρα της για να είναι μαζί με την αδελφή της. Επίσης, θέλει, να ασχολείται με τα προβλήματά της, παράλληλα και με της αδελφής της, μόνον ο εκκαλών πατέρας της. Στη συνέχεια το Εφετείο αφού αναφέρεται στην πολύ καλά επίδοση της Χ1 στο σχολείο δέχεται ότι και η μικρή Χ2 έχει άριστη επίδοση στα μαθήματά της, καθώς και στην Αγγλική γλώσσα. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι το καλώς εννοούμενο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, υπαγορεύει να ανατεθεί στον αναιρεσίβλητο πατέρα η αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας όχι μόνο της ανήλικης Χ1 , όπως είχε κρίνει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και της ανήλικης Χ2 και αφού εξαφάνισε ως προς το τελευταίο αυτό κεφάλαιο (γονική μέριμνα της Χ2 ) την πρωτόδικη απόφαση ανέθεσε στον αναιρεσίβλητο, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της ένδικης αγωγής του, την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας και της ανήλικης Χ2 . Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο δεν παρεβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512 και 1514 ΑΚ, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το δικαιολογημένο ή όχι της απομάκρυνσης της ανήλικης Χ2 από την αναιρεσείουσα μητέρα της και ανάθεση της γονικής μέριμνας αυτής στον αναιρεσίβλητο πατέρα της αφού με τις ανωτέρω παραδοχές του διέλαβε επαρκή αιτιολογία στην οποία περιέχονται όλα τα απαιτούμενα για την εφαρμογή, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, των διατάξεων, των άρθρων 1510, 15121, 1512 και 1514 ΑΚ περιστατικά..."


Μπορείς να διαβάσεις αντίθετη απόφαση εδώ






Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Όταν το δικαστήριο διατάσσει χωρισμό των αδελφών


 

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 121/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  

«...Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως του αναιρεσείοντος και αντεφέσεως της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 390/206 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης,  η οποία κατά παραδοχή εν μέρει των αντίθετων αγωγών των διαδίκων περί αναθέσεως σ' αυτούς της επιμέλειας των τριών ανηλίκων τέκνων τους, ανέθεσε την επιμέλεια των δύο μεγαλύτερων τέκνων των διαδίκων Ρ και Π. στον αναιρεσείοντα και του μικρότερου Ν. στην αναιρεσίβλητη, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής : " Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις ……  στην ….. , όπου και εγκαταστάθηκαν σε μισθωμένο διαμέρισμα. Το 1990 εγκαταστάθηκαν στην ιδιόκτητη οικία του εκκαλούντος στη …... Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά τον Ρ., που γεννήθηκε στις …. και τον Π., που γεννήθηκε στις …. και το …, που γεννήθηκε στις  ... Οι σχέσεις των διαδίκων ήσαν αρμονικές μόνο στην αρχή της εγγάμου συμβιώσεως τους. Στη συνέχεια άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, τα οποία οφείλονταν στην κακή συμπεριφορά του εκκαλούντος, ο οποίος δεν έδειχνε προς την εφεσίβλητη την πρέπουσα συμπεριφορά του συζύγου. Συγκεκριμένα, ήταν προσβλητικός, εριστικός, πολύ συχνά και χωρίς λόγο της έκανε σκηνές ζηλοτυπίας, ενώ χρήματα της έδινε μόνο για τις απολύτως αναγκαίες δαπάνες της οικογένειας. Επίσης, δεν εμπιστευόταν ότι μπορούσε η σύζυγος του να διεκπεραιώσει απλές συναλλαγές και τις ανέθετε σε τρίτους, όπως για παράδειγμα τα δίδακτρα των αγγλικών των ανηλίκων, τα οποία κατέβαλε όχι ο ίδιος, ούτε μέσω της συζύγου του, η οποία μετέβαινε στο φροντιστήριο για να συνοδεύσει τα ανήλικα, αλλά μέσω της συζύγου του αδελφού του, …, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητα της. Εκτός τούτων, διέδιδε ψευδώς ότι αυτή είχε πολλούς εραστές, ενώ την ειρωνευόταν ότι ντυνόταν κατά τρόπο άκομψο, ότι δεν γνώριζε να μαγειρεύει και ήταν ανοικοκύρευτη. Η εφεσίβλητη, όμως, η οποία δεν εργαζόταν κατά το χρόνο της εγγάμου συμβιώσεως τους, απασχολείτο με τις οικιακές εργασίες, μαγείρευε, καθάριζε, προετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο και τα συνόδευε σε όλες τις εξωσχολικές δραστηριότητες, υπομένοντας την ως άνω ανάρμοστη συμπεριφορά του συζύγου της. Ωστόσο, ο εκκαλών, υποτιμώντας την προσφορά και τις ικανότητες της, έφθασε στο σημείο να την καταγγείλει στο τμήμα Δημόσιας Υγιεινής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ……, για ανθυγιεινές συνθήκες στην κατοικία τους και κάλεσε την αρμόδια υπηρεσία να ενεργήσει έλεγχο, κατά τον οποίο διαψεύστηκαν οι αιτιάσεις του (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. …. έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας). Άλλο παράδειγμα ανάρμοστης συμπεριφοράς του εκκαλούντος, είναι και το περιστατικό που συνέβη το 1999, όταν αυτός επέστρεψε από ταξίδι στη Γερμανία και κατηγόρησε αδίκως τη σύζυγο του ότι του είχε μεταδώσει σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια, πλην όμως μετά την ολοκλήρωση των ιατρικών εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν έγκυος στο τρίτο τους τέκνο. Τέλος, τον Αύγουστο του 2004, της απηύθυνε απειλητική φράση "θα σε χαρακώσω", επειδή καθυστέρησε να επιστρέψει στο σπίτι από κοινωνική εκδήλωση. Μετά το περιστατικό αυτό η εφεσίβλητη εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη, μαζί με τα τρία ανήλικα τέκνα τους και έκτοτε οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 1781/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …. (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία: α) επιτράπηκε η μετοίκηση της εφεσίβλητης από τη συζυγική στέγη, β) ανατέθηκε σ' αυτήν προσωρινώς η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και γ) υποχρεώθηκε ο εκκαλών να της καταβάλει προσωρινή διατροφή, τόσο για την ίδια όσο και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους. Η τελευταία απόφαση ανακλήθηκε εν μέρει με την υπ' αριθμ. 479/2005 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου και ανατέθηκε προσωρινώς στον εκκαλούντα η επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων τους, του Ρ. και του Π. Έτσι, εφόσον η διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων προήλθε από πρωτοβουλία του εκκαλούντος και ως αποτέλεσμα της προεκτιθέμενης αντισυζυγικής συμπεριφοράς του, θεωρείται ότι υφίσταται εύλογη, για την εφεσίβλητη, αιτία γι' αυτήν, κατά την έννοια του άρθρου 1391 παρ. 1 του ΑΚ. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη είχε συνάψει εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό, παραβιάζοντας έτσι την υποχρέωση πίστης που είχε απέναντι του. Ωστόσο, η οποιαδήποτε αντισυζυγική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, αν θεωρηθεί ότι είναι υπαίτια και ότι επέφερε και αυτή αυτοτελώς ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, δεν αναιρεί το εύλογο της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως της από την πλευρά της εφεσίβλητης και μόνο ένσταση επιδίκασης ελαττωμένης διατροφής θα μπορούσε να θεμελιώσει. Τέτοια όμως ένσταση, και μάλιστα με το περιεχόμενο που απαιτείται κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ. IV), δεν έχει υποβληθεί πρωτοδίκως και συνεπώς παρέλκει η έρευνα του ισχυρισμού του αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, ότι η καθ' αυτή υπαιτιότητα των γονέων για τη λύση του γάμου ή την απλή διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως, όσο και αυτό το υπαίτιο γεγονός είναι χωρίς σημασία για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των ανηλίκων. Συνεπώς, παρέλκει επίσης η έρευνα του ιδίου ισχυρισμού, που περιλαμβάνεται και στη αγωγή του με την οποία ζητεί να του ανατεθεί η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων του. Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα. Από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκαν ακόμη και τα παρακάτω. Μετά την αποχώρηση της από τη συζυγική στέγη, η εφεσίβλητη εγκαταστάθηκε στην οικία των γονέων της, όπου και παραμένει με το μικρότερο υιό της, του οποίου έχει προσωρινώς την επιμέλεια, ενώ τα δύο μεγαλύτερα τέκνα των διαδίκων, από το Δεκέμβριο του 2004 κατοικούν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στην Κοζάνη, μαζί με τον πατέρα τους, στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανατέθηκε προσωρινώς η επιμέλεια τους. Η επικοινωνία των αδελφών μεταξύ τους είναι συχνή, οι γονείς όμως δύσκολα συνεννοούνται, καθώς οι εντάσεις δεν έχουν ακόμα κοπάσει. Η τεταμένη σχέση τους φαίνεται καθαρά από τα δικόγραφα και τις αλλεπάλληλες δικαστικές τους διαμάχες, οι οποίες περιλαμβάνουν και άλλους στενούς συγγενείς, όπως τους γονείς της εφεσίβλητης. Από την προσωπική επαφή που είχε η δικαστής του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με τα δύο μεγαλύτερα ανήλικα, που ζουν μαζί με τον πατέρα τους, προκειμένου να ληφθεί και να συνεκτιμηθεί η γνώμη τους, και αφού διαπίστωσε ότι είχαν την απαραίτητη ωριμότητα για να την εκφράσουν, αυτά δήλωσαν ότι είναι ευχαριστημένα από τον τρόπο ζωής τους, για τον οποίο δεν εξέφρασαν δυσαρέσκεια.

Αντιθέτως, εξέφρασαν την αντίθεση τους στο ενδεχόμενο να ανατεθεί η επιμέλεια τους στην εφεσίβλητη μητέρα τους. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η προαναφερόμενη κοινωνική λειτουργός, η οποία τονίζει την άρνηση των ανηλίκων απέναντι στη μητέρα τους και κυρίως του μεγαλύτερου, του Ρ., ο οποίος αναφέρεται σε κάποιο περιστατικό που έχει επηρεάσει έντονα τον ψυχικό του κόσμο. Το περιστατικό αυτό, όπως περιγράφεται στη έκθεση, είναι ότι "θυμάται κάποια νύκτα, πριν χωρίσουν οι γονείς του και κατά την απουσία του πατέρα του στη Θεσσαλονίκη, ενώ κοιμόταν ξύπνησε από φωνές που ακουγόταν από την κρεβατοκάμαρα και όπως διαπίστωσε ήταν φωνές ηδονής της μητέρας του με άγνωστο άνδρα που τον είδε γυμνό όταν πήγαινε στην τουαλέτα με τη μητέρα του". Το περιστατικό αυτό δεν το ανέφερε αμέσως στον πατέρα του, αλλά μετά από αρκετό χρονικό διάστημα και ενώ οι γονείς του είχαν χωρίσει. Η καθυστέρηση αυτή, σε συνδυασμό με το ότι, το συγκεκριμένο παιδί, δεν έδειξε τον έντονο θυμό απέναντι στη μητέρα του ούτε κατά το διάστημα που ζούσαν όλοι μαζί, ως οικογένεια, αλλά ούτε κατά το χρόνο που ζούσε με τη μητέρα του, μετά το χωρισμό των γονέων του, όπως επισημαίνει και η λειτουργός, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα στο δικαστήριο ως προς τη βασιμότητα του. Περαιτέρω, ο ανήλικος Ν. δεν εκδηλώνει κάτι αρνητικό για τη μητέρα, την οποία αγαπά όπως αγαπά τον πατέρα και τα αδέλφια του, γεγονός το οποίο διαπίστωσε και ο εισηγητής δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προσωπική επαφή που είχε με αυτόν. Όπως αναφέρει δε χαρακτηριστικά στην από …. ιατρική της γνωμάτευση η παιδοψυχίατρος ...., στην οποία προσέφυγε ο πατέρας μετά την άρνηση του Ν. να επιστρέψει στην οικία της μητέρας του, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές του 2008: "Ο ανήλικος Ν. προσπαθεί να κρατά ισορροπίες ανάμεσα στα δύο διαφορετικά πλαίσια στα οποία καλείται να ζήσει ... βρίσκεται σε έντονα συγκρουσιακή συναισθηματική κατάσταση που του προκαλεί ισχυρότατη ψυχική οδύνη, όσον αφορά την εκπλήρωση της επιθυμίας να μείνει με τον πατέρα και τα αδέλφια του και το φόβο και την ενοχή ότι εγκαταλείπει και πληγώνει, με αυτή του την επιθυμία, τη μητέρα του που αγαπά. Η στάση του είναι προστατευτική και προς τους δύο γονείς...". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ακόμη ότι και οι δύο γονείς ανταποκρίνονται με επάρκεια στα γονικά τους καθήκοντα, φροντίζοντας προσωπικά την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση τους. Οι κατοικίες και των δύο είναι προσεγμένες, άνετες και καθαρές και παρέχουν στα παιδιά τους ό,τι απαιτεί γι' αυτά ο σύγχρονος τρόπος ζωής και όλα τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή τους. Ο εκκαλών, μετά την ανάθεση σ' αυτόν της επιμέλειας των δύο ανηλίκων τέκνων τους, περιόρισε το χρόνο εργασίας του και εργάζεται μέχρι το μεσημέρι. Έτσι, όταν τα παιδιά επιστρέφουν από το σχολείο, ασχολείται με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση τους. Με την καθημερινή επαφή και φροντίδα του, έχει οικοδομήσει με αυτά καλή σχέση. Επίσης, τους έχει εξασφαλίσει τις απαραίτητες για την ηλικία τους εξωσχολικές δραστηριότητες (κολυμβητήριο, ξένες γλώσσες), ασκεί σ' αυτούς τη δέουσα εποπτεία και έχει προσλάβει οικιακή βοηθό η οποία βρίσκεται καθημερινώς στο σπίτι και επιμελείται του φαγητού και της καθαριότητας του σπιτιού και των παιδιών. Η εφεσίβλητη, μετά τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως εργάσθηκε αρχικά στην εταιρία …. και στη συνέχεια, τις πρωινές ώρες, ως σερβιτόρα σε κεντρικό κατάστημα της πόλης. Από το καλοκαίρι του 2007 εργάζεται ως υπάλληλος στην …... Μετά την εργασία της ασχολείται με την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου Ν., που φοιτά στο δημοτικό σχολείο, έχοντας προς τούτο και την αρωγή των γονέων της, με τους οποίους κατοικεί στην ιδιόκτητη κατοικία τους. Αγαπά το Ν., όπως και τα άλλα δύο παιδιά της, του συμπεριφέρεται με στοργή και αγάπη και είναι αφιερωμένη στην ανατροφή του. Επίσης, τον παρακολουθεί στα μαθήματα του, με τη συνδρομή του πατέρα της, που είναι … και έτσι ο ανήλικος αναπτύσσεται κανονικά, πνευματικά, ψυχικά και σωματικά, ενώ η επίδοση του στο σχολείο είναι από πολύ καλή έως άριστη. Τονίζεται τέλος, ότι η επαφή του Ν. με τους γονείς της μητέρας του είναι πολύ καλή. Ενόψει λοιπόν όλων των ανωτέρω, κρίνεται πως το αληθινό συμφέρον των ανηλίκων Ρ. και Π. επιβάλλει την οριστική ανάθεση της επιμέλειας στον πατέρα τους. Στην απόφαση του αυτή το Δικαστήριο συνεκτίμησε, εκτός των άλλων, τη γνώμη των ανηλίκων, που έχουν τον απαιτούμενο βαθμό ωριμότητας προς τούτο, όπως αυτή εκφράστηκε ενώπιον του δικαστή του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και την έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας. Περαιτέρω, το αληθινό συμφέρον του ανήλικου Ν. επιβάλλει, ενόψει και της ηλικίας του, την οριστική ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα του. Έτσι, σε μία περίοδο που το παιδί αποκτά τις απαραίτητες γνωστικές βάσεις, θεωρείται σημαντική η παρουσία και φροντίδα της μητέρας του και συνεπώς είναι προς το συμφέρον του να βρίσκεται κοντά της. Εκτός τούτου, με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συνεχής διαπαιδαγώγηση του, από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο πάντοτε και αδιάλειπτα από τη γέννηση του έως σήμερα επιμελείται με στοργή του προσώπου του. Στην απόφαση του αυτή το Δικαστήριο συνεκτίμησε και τη γνώμη του ανηλίκου, ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας του, όπως αυτή εκφράσθηκε ενώπιον του εισηγητή Δικαστή (του παρόντος Δικαστηρίου), ως και τη γνώμη της κοινωνικής υπηρεσίας, η οποία ομοίως καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει αναφορά στην στάση που κράτησε ο Ν. μετά τις καλοκαιρινές διακοπές του 2008 και την άρνηση του να επιστρέψει στην οικία της μητέρας του, που αποτέλεσε σημείο τριβής και εντάσεων μεταξύ των γονέων, κάτι που ο ανήλικος βίωσε πολύ έντονα, όπως παρατήρησε και η δασκάλα του …Ειδικότερα, η τελευταία στην από … ένορκη κατάθεση της, αναφέρει ότι, κατά την περίοδο εκείνη "... ως μαθητής ήταν απροετοίμαστος, τις περισσότερες φορές ξεχνούσε πράγματα (βιβλία-ασκήσεις), ως παιδί ήταν σκεπτικό, θλιμμένο, χαμένο στις σκέψεις του υπερκινητικό...". Η ίδια τονίζει επίσης την ψυχολογική πίεση που υπέστη ο ανήλικος κατά την περίοδο εκείνη, λόγω του ότι μετά το πέρας των μαθημάτων, εκτός από τον παππού του έρχονταν να τον πάρουν και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, με αποτέλεσμα να γίνονται φασαρίες και μερικές φορές να επεμβαίνει η αστυνομία, μετά από κλήσεις του παππού. Όταν δε από τα μέσα Οκτωβρίου 2008 περιορίστηκε η σφοδρή αυτή διαμάχη μεταξύ των μεγαλυτέρων, το ανήλικο ξαναγύρισε στο σπίτι της μητέρας του και επανήλθε στη φυσιολογική του ζωή, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του και στο μαθησιακό επίπεδο που είχε κατά τα δύο (2) προηγούμενα σχολικά έτη, με επίδοση πολύ καλή μέχρι άριστη. Έτσι, καθίσταται σαφές ότι η εκδηλωθείσα αντίδραση του ανηλίκου οφείλετο προφανώς σε επηρεασμό τρίτων και στην ένταση που επικρατούσε στις σχέσεις των γονέων του, κατά την περίοδο εκείνη. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ανήλικος, κατά τα δύο προηγούμενα σχολικά έτη που ζούσε με τη μητέρα του, φέρθηκε ως ένα φυσιολογικό παιδί της ηλικίας του, παρακολουθώντας με ευχάριστη διάθεση τα μαθήματα του, συμμετέχοντας ενεργά σε όλα τα διδακτικά αντικείμενα, χωρίς εξάρσεις και ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση αναφορικά με όσα συνέβαιναν μεταξύ των γονέων του και των αδελφών του, βρίσκοντας τρόπους να ισορροπεί ανάμεσα τους, εκδηλώνοντας αβίαστα την αγάπη του προς τους γονείς, τα αδέλφια και τους παππούδες του (βλ. την ένορκη κατάθεση της δασκάλας του …).

Επομένως, παρόλο που τα τρία αδέλφια συνδέονται μεταξύ τους με βαθιά αισθήματα αγάπης και ευκτέον θα ήταν να μεγαλώνουν μαζί, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει έδαφος για τέτοια λύση. Ωστόσο, η επαφή μεταξύ τους είναι δυνατόν να αναπληρωθεί με τη στενή και ειλικρινή συνεργασία των γονέων τους, οι οποίοι πρέπει να αφήσουν μακριά από αυτά τη μεταξύ τους διαμάχη, και όλοι μαζί να προσπαθήσουν ώστε αφενός να διατηρηθούν οι στενοί δεσμοί αγάπης μεταξύ των ανηλίκων και αφετέρου να αποκατασταθεί και να ομαλοποιηθεί η σχέση των δύο μεγαλύτερων από αυτά με τη μητέρα τους, στοιχείο απαραίτητο για την ομαλή ψυχική εξέλιξη και ανάπτυξη τους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, δεν έσφαλε κατ' αποτέλεσμα. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος λόγοι της έφεσης, ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, με τους οποίους ο εκκαλών ψέγει την πρωτόδικη απόφαση διότι δεν έκανε δεκτό το αίτημα του για ανάθεση σ' αυτόν και της επιμέλειας του ανηλίκου Ν.. Επίσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της αντέφεσης, με τον οποίο η εφεσίβλητη διατείνεται ότι έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα της για ανάθεση σ' αυτήν της επιμέλειας και των τριών ανηλίκων τέκνων τους". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη υπαγωγή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1511 και 1513 παρ.2 του Α.Κ. αναφορικά με το αληθές συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων Ν. να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του στην αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενόψει των πραγματικών παραδοχών ότι : α ) το ανήλικο τρέφει αισθήματα αγάπης και προς τους δύο γονείς του, ως προς τους οποίους τηρεί ίσες αποστάσεις, β ) ότι διαμένει οικειοθελώς με τη μητέρα του, γ ) ότι έχει συχνή επικοινωνία με τον πατέρα του και τα διαμένοντα με αυτόν δύο αδέλφια του, που κατοικούν στην ίδια πόλη της Κοζάνης και επομένως μπορούν να συμβάλλουν ως ανδρικά πρότυπα στη διαπαιδαγώγησή του, γ ) ότι έχει την αμέριστη αγάπη, στοργή και φροντίδα της μητέρας του, η οποία επιμελείται της ανατροφής και διαπαιδαγώγησής του με τη βοήθεια των γονέων της, με τους οποίους διαμένει στο ιδιόκτητο σπίτι τους, εξ αυτών δε ο πατέρας της είναι …. και την βοηθά στην παρακολούθηση των μαθημάτων του, δ ) ότι η επίδοση του ανηλίκου στο σχολείο είναι πολύ καλή έως άριστη και ε ) ότι το ανήλικο διατηρεί καλές σχέσεις με τους γονείς της μητέρας του και το σπίτι που διαμένει είναι προσεγμένο, άνετο και καθαρό. Το Εφετείο συνεκτίμησε και τη γνώμη του ανηλίκου, καθώς και την ηλικία του , την οποία δεν ανήγαγε σε προέχον και καθοριστικό στοιχείο για την ανάθεση της επιμέλειάς του στη μητέρα του. Επομένως, είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου…

 
Μπορείς να διαβάσεις αντίθετη απόφαση εδώ



Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Αποξένωση του τέκνου από τον γονέα – Παραμέληση του τέκνου από τον γονέα (δικαστική απόφαση)


 
Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ. αρ. 2673/1999 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.

«… Απ' όλα τα νόμιμα με επίκληση (βλ. προτάσεις των διαδίκων) προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δηλ. από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από την .../ 26.11.1997 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου-ενάγοντος ενόψει της δίκης αυτής μετά προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του, ενώ η ένορκη βεβαίωση με αριθμό .../2.4.1999 ενώπιον του Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκύπτει ότι αυτή λήφθηκε μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου της, αφού η ενάγουσα ούτε προσκομίζει ούτε επικαλείται σχετική έκθεση επιδόσεως και απ' όλα τα άλλα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που λήφθηκαν εξ αφορμής άλλων συναφών δικών μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα εξής: Το έτος 1982 ο ενάγων - εναγόμενος ….. και η ενάγουσα-εναγομένη ….. τέλεσαν νόμιμο γάμο. Από το γάμο τους αυτόν απέκτησαν δύο θυγατέρες, την … που γεννήθηκε στις …. και την…., που γεννήθηκε στις …….

 Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο. Προς τούτο εκδόθηκε η …../1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού οι διάδικοι παραιτήθηκαν των ενδίκων μέσων. Με την ίδια απόφαση επικυρώθηκε η από …/…/1996 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων με την οποία αυτοί ρύθμιζαν την επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους. Ειδικότερα, με τη συμφωνία αυτή η επιμέλεια των τέκνων των διαδίκων συμφωνήθηκε να ασκείται από τον πατέρα τους. Η συμφωνία αυτή είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης της ενάγουσας-εναγομένης και ήταν απότοκος της καταστάσεως που είχε δημιουργηθεί πριν από τη λύση του γάμου των διαδίκων. Είναι γεγονός ότι η ενάγουσα, μετά τη γέννηση του πρώτου ως άνω τέκνου της, αν και υποαπασχολείτο ως δασκάλα ...........,  αδιαφορούσε για τα καθήκοντά της ως μητέρας και συζύγου, αφού παραμελούσε τα καθήκοντά της για την ανατροφή και περιποίηση του τέκνου της. Επίσης παραμελούσε το σύζυγό της, που ήταν αρκετά εργατικός, εργαζόμενος επί 11 τουλάχιστον ώρες ...........ως καθηγητής …………Αλλά και μετά τη γέννηση της δεύτερης θυγατέρας της η κατάσταση δεν άλλαξε, αλλά χειροτέρεψε, αφού η ενάγουσα συνήψε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με την οικιακή βοηθό της ….. και αδιαφορούσε εντελώς για τις ως άνω θυγατέρες της. Το γεγονός αυτό της συνάψεως ομοφυλοφιλικών σχέσεων έγινε αντιληπτό από την πρώτη θυγατέρα των διαδίκων, η οποία ενημέρωσε σχετικώς τον πατέρα της, ο οποίος, ενόψει της κατάστασης αυτής, αναγκάσθηκε να εκδιώξει την ως άνω οικιακή βοηθό. Επακολούθησε τον Ιούλιο του 1995 εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης από την ενάγουσα και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του συζύγου της για ανάθεση σ' αυτόν προσωρινά της αποκλειστικής άσκησης της γονικής μέριμνας των ως άνω ανηλίκων τέκνων του. Η αίτηση αυτή ματαιώθηκε, αφού η ενάγουσα επανήλθε στη συζυγική οικία και δήλωσε σ' αυτόν ότι δεν θα εγκατέλειπε πλέον τη συζυγική οικία. Όμως οι σχέσεις των διαδίκων δεν εξελίχθηκαν ομαλά και αποφάσισαν να χωρίσουν κατά τα ανωτέρω με συναινετικό διαζύγιο, ρυθμίζοντας όλα τα σχετικά με την επιμέλεια του προσώπου των τέκνων τους. Έκτοτε τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν με τον πατέρα τους, ο οποίος, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, επιστράτευσε τις υπηρεσίες της μητέρας του και της αδελφής του, τις οποίες έφερε από την ... και διαμένουν εδώ μαζί του και οι οποίες περιποιούνται και φροντίζουν τα ανήλικα ως άνω τέκνα του και επιπλέον αυτός έχει προσλάβει οικιακή βοηθό για την καλύτερη διαβίωση των τέκνων του, που δεν παύει να φροντίζει και να υπεραγαπά και να ασχολείται με την ανατροφή τους κατά τον ελεύθερο χρόνο του. Ο φόβος της ενάγουσας, ότι κινδυνεύουν να εκτραπούν τα τέκνα της αφού σ' αυτά ο εναγόμενος έχει δώσει όπλα και μεγαλώνουν με τα όπλα, δεν είναι βάσιμος. Σε κάποια φωτογραφία που εμφανίζει η ενάγουσα φέρεται να κρατούν τα ανήλικα τέκνα της κάτι όπλα, πλην όμως αυτά είναι ψεύτικα και δεν είναι ασύνηθες τα μικρά παιδιά να παίζουν με τέτοια ψεύτικα (πλαστικά) όπλα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων έχουν αναπτύξει ένα ισχυρό ψυχικό δεσμό με τον πατέρα τους. Η πρώτη θυγατέρα των διαδίκων έχει αποξενωθεί από τη μητέρα της και δεν θέλει να την αντικρύσει. Αυτό δεν είναι προϊόν επιβολής του πατέρα της, αλλά προέρχεται από την προηγούμενη αδιάφορη και αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά προς αυτήν της μητέρας της. Η γνώμη της, που ζητήθηκε κατά την πρωτόδικη δίκη, είναι αρνητική για τη μητέρα της και αυτή θέλει να παραμείνει με τον πατέρα της. Ενόψει των ανωτέρω και αφού ληφθεί υπόψη το πραγματικό συμφέρον των ανήλικων τέκνων των διαδίκων γονέων τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί στον ενάγοντα-εναγόμενο η άσκηση της επιμέλειας των ανήλικων ως άνω τέκνων των διαδίκων, τον οποίο θεωρεί τον πλέον κατάλληλο για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη των τέκνων του. Η μητέρα αυτών ασκούσε από κοινού με τον πρώην σύζυγό της τις λοιπές λειτουργίες της γονικής μέριμνας και επιπλέον αυτή, αν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη σ' αυτά κατά τα διαστήματα που θα έχει την επικοινωνία με αυτά, μπορεί και αυτή να συντελέσει στην ψυχοσωματική ανάπτυξη των τέκνων της και να άρει το έναντί της αρνητικό κλίμα των ανήλικων τέκνων της….»

  

 

Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του συζύγου με αίτημα να διαταχθεί η μετοίκηση της συζύγου του από τη συζυγική στέγη και να ανατεθεί σ' αυτόν η γονική μέριμνα των ανήλικων παιδιών τους, επειδή αυτή προσχώρησε στους μάρτυρες του Ιεχωβά




Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1080/1995 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  

"…Στην κρινόμενη αίτηση, ο αιτών εκθέτει ότι έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση με την καθ'ής σύζυγό του και, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση ζητεί: α') να διαταχθεί προσωρινά η μετοίκηση της καθ'ής συζύγου του από τη συζυγική τους στέγη, παραλαμβάνοντας τα ατομικά της είδη, β') να ανατεθεί προσωρινά αποκλειστικά σ' αυτόν η άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους και να υποχρεωθεί η καθ'ής να του παραδώσει τα ως άνω τέκνα. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο για να δικάσει την αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1386, 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 ΑΚ και 682 παρ. 1, 735 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο, στις .../..../1990. Από το γάμο τους αυτόν απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, ηλικίας σήμερα (2) ετών. Επίσης πριν από την τέλεση του γάμου τους είχαν αποκτήσει και άλλο θήλυ (το έτος 1987), ηλικίας σήμερα οκτώ (8) ετών, το οποίο ο αιτών αναγνώρισε με την υπ'αριθ. .../.87 δήλωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, ……. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων υπήρξε αρχικά αρμονική στην συνέχεια δε, λόγω του γεγονότος ότι η καθ'ης έγινε μάρτυρας του Ιεχωβά, άρχισαν να δημιουργούνται μεταξύ τους προστριβές, κυρίως ενόψει των αντιρρήσεων του αιτούντος να μεταβαίνει η καθ' ης στις συγκεντρώσεις των ομοδόξων της. Τα επικαλούμενα από τον αιτούντα κλονιστικά της εγγάμου συμβίωσης των διαδίκων περιστατικά δεν πιθανολογήθηκαν, το δε γεγονός ότι η καθ'ης είναι μάρτυς του Ιεχωβά, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, δεν καθιστά από μόνο του αφόρητη την έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, ούτε εκ του γεγονότος αυτού υπάρχει κίνδυνος η εξακολούθηση της εγγάμου συμβιώσεώς των να οδηγήσει σε παρόξυνση και εκτράχυνση των σχέσεών των. Ενόψει των ανωτέρω, δεν κρίνεται επιβεβλημένη και αναγκαία η μετοίκηση της καθ'ης από τη συζυγική οικία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1511 παρ. 2 ΑΚ, στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Εξάλλου, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως αιρέσεως έναντι της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποτελούν γνωστή θρησκεία κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος (βλ. Ολ. ΣτΕ 2105/1975 ΝοΒ 23.1203, ΣτΕ 4260/1985 ΝοΒ 34.604, ΕφΑθ 1843/1987 ΕλλΔνη 28.1115). Δεν τίθενται δε από πλευράς απολαύσεως ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε ήσσονα μοίρα, επειδή απλώς και μόνο είναι οπαδοί του θρησκεύματος αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση δε, ως προς την ανάθεση προσωρινά της γονικής μέριμνας των ανηλίκων, μοναδικό κριτήριο που θέτει ο νόμος είναι το συμφέρον αυτών. Η καθ'ης είναι στοργική μητέρα, φροντίζει ιδιαίτερα τα ανήλικα, τα οποία έχουν ανάγκη, ενόψει της ηλικίας τους (8 και 2 ετών), της στοργής και της φροντίδας αυτής, ασχολείται συστηματικά και προσωπικά με την ανατροφή, επίβλεψη και μόρφωσή τους και ενδιαφέρεται για την ηθική και σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη, όπως ενδιαφέρεται και ο αιτών πατέρας τους. Εξάλλου, το γεγονός ότι η καθ'ης αγαπά και φροντίζει τα παιδιά της επιβεβαιώθηκε και από την κατάθεση της ίδιας της μάρτυρος του αιτούντος (αδελφή του). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ'ης προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις προσηλυτισμού των ανηλίκων τέκνων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αιτών, το γεγονός δε ότι η καθ'ης, λόγω αδυναμίας του αιτούντος να κρατήσει τα ανήλικα τέκνα, αναγκάσθηκε να τα πάρει μαζί της ελάχιστες φορές στις συναθροίσεις όπου μεταβαίνει, κρίνεται ότι δεν συνιστά πράξη προσηλυτισμού, ενόψει και της ανικανότητας των ανηλίκων, λόγω της ηλικίας τους, να αντιληφθούν τις όποιες δοξασίες. Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι, για το συμφέρον των ανηλίκων, πρέπει να ασκείται η γονική μέριμνα και από την καθ'ης μητέρα, αφού αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την ομαλή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη, σε αντίθετη δε περίπτωση θα προκληθεί αναστάτωση σ'αυτά και ριζική μεταβολή των μέχρι τώρα συνθηκών διαβίωσής τους, παράλληλα δε το γεγονός της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων στη ζωή τους θα έχει θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξή τους και την διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη..."



Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Επιλογή κοινοκτημοσύνης


 
Άρθρο 1403.- Επιλογή κοινοκτημοσύνης. Οι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκειά του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, αντί για το σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως 1402, σύστημα κοινοκτημοσύνης κατά ίσα μέρη σε περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού του μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης), τηρώντας τις διατάξεις των άρθρων που ακολουθούν. 
Οι συμβάσεις της προηγούμενης παραγράφου καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζονται στο ενιαίο ειδικό δημόσιο βιβλίο που τηρείται για αυτό το σκοπό. Πριν την καταχώρηση δεν ισχύουν απέναντι στους τρίτους.

Άρθρο 1404.- Οι λεπτομέρειες του συστήματος της κοινοκτημοσύνης που επιλέγεται και ιδίως τα σχετικά με την έκτασή της, τη διοίκηση των στοιχείων της κοινής περιουσίας, καθώς και την εκκαθάριση των τυχόν αμοιβαίων αποκαταστατικών αξιώσεων και τη διανομή των κοινών πραγμάτων μετά τη λήξη της, καθορίζονται στο σχετικό συμβόλαιο με βάση την αρχή της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συζύγων. Το συμβόλαιο για την κοινοκτημοσύνη δεν μπορεί να παραπέμψει σε έθιμα, σε νόμο που δεν ισχύει ή σε νόμο αλλοδαπό.     

Άρθρο 1405.- Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει πρόβλεψη για την έκταση της κοινοκτημοσύνης, η κοινοκτημοσύνη περιλαμβάνει όσα περιουσιακά στοιχεία ο καθένας αποκτά από αιτία μη χαριστική κατά τη διάρκεια του γάμου, εκτός από τα εισοδήματα της περιουσίας την οποία είχε πριν από το γάμο.  Δεν περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κοινή περιουσία, ακόμη και αν αποκτήθηκαν από μη χαριστική αιτία: 1. το περιουσιακό στοιχείο του καθενός από τους συζύγους που προορίζονταν για αυστηρά προσωπική του χρήση ή για την άσκηση του επαγγέλματός του και τα παραρτήματά τους, 2. οι απαιτήσεις των άρθρων 464 και 465, 3. τα δικαιώματα σε προϊόντα της διάνοιας.
Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη για τη χρήση και κάρπωση, τη διοίκηση και τη διάθεση των κοινών πραγμάτων, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 785 έως 792, του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 793 και του άρθρου 794.

Άρθρο 1406.- Υποκατάσταση. Ό.τι ο κάθε σύζυγος αποκτά κατά τη διάρκεια του γάμου με διάθεση στοιχείων της ατομικής του περιουσίας, περιέρχεται σ’ αυτήν. Ο ισχυριζόμενος ότι η απόκτηση έγινε με τέτοια διάθεση βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του.

Άρθρο 1407.- Δικαιοπραξίες από τον ένα σύζυγο. Δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε περιουσιακά στοιχεία της κοινοκτημοσύνης, οι οποίες, σύμφωνα με τους κανόνες που τη ρυθμίζουν, επιχειρούνται είτε και από τους δύο συζύγους από κοινού είτε από τον ένα μόνο σύζυγο, με άδεια του δικαστηρίου, αν ο άλλος βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή του και η δικαιοπραξία επιβάλλεται από το συμφέρον της οικογένειας.

Άρθρο 1408.- Έκταση υπεγγυότητας της κοινής περιουσίας.  Στην περίπτωση όπου επιλέγεται σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία, πέρα από τα εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα βάρη, με τα οποία βαρύνεται, είναι υπέγγυα και 1. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος, μέσα στα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας, για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας 2. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος για τις ανάγκες της οικογένειας  3. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και οι δύο σύζυγοι.

Άρθρο 1409.-  Η κοινή περιουσία είναι επιπλέον υπέγγυα, έως το μισό της αξίας της, και απέναντι στους ατομικούς δανειστές του κάθε συζύγου, εφόσον δεν είναι δυνατή η ικανοποίησή τους από την ατομική περιουσία του: 1. για υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε μόνος του για τη διαχείριση της περιουσίας αυτής πέρα από τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας  2. για ατομικά χρέη του, οποτεδήποτε και αν αυτά γεννήθηκαν.
Αν, στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι δανειστές είναι εγχειρόγραφοι, προτιμώνται οι δανειστές του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 1410.- Επικουρική υπεγγυότητα της ατομικής περιουσίας.  Για τα χρέη του άρθρου 1408 οι δανειστές μπορούν να στραφούν επικουρικά και κατά της ατομικής περιουσίας του μη οφειλέτη συζύγου έως το μισό της αξίας της απαίτησής τους, εφόσον η κοινή περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των χρεών του.

Άρθρο 1411.- Λήξη. Η κοινοκτημοσύνη λήγει αυτοδικαίως με τη λύση ή την ακύρωση του γάμου. Λήγει επίσης, όταν ο ένας από τους συζύγους κηρυχθεί σε αφάνεια ή σε πτώχευση και η σχετική απόφαση γίνει τελεσίδικη.
Στην περίπτωση του διαζυγίου ή της ακύρωσης του γάμου η λήξη της κοινοκτημοσύνης εισέρχεται αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της σχετικής αγωγής.

Άρθρο 1412.- Η κοινοκτημοσύνη λήγει με συμφωνία των συζύγων που περιβάλλεται το συμβολαιογραφικό τύπο. 
Άρθρο 1413.- Ο καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λύση της κοινοκτημοσύνης 1. αν επήλθε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, που διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος και συνεχίζεται κατά τη συζήτηση της αγωγής 2. αν, λόγω της κακής κατάστασης της περιουσίας του άλλου συζύγου ή της κακής διαχείρισης από αυτόν της κοινής περιουσίας, κινδυνεύουν τα συμφέροντα του ενάγοντος 3. αν υπάρχει αθέτηση, από τον άλλο σύζυγο, της υποχρέωσής του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Η απόφαση που διατάσσει τη λύση της κοινοκτημοσύνης ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο.

Άρθρο 1414.-  Η λήξη της κοινοκτημοσύνης κατά τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εκτός από την περίπτωση της λήξης λόγω θανάτου, ισχύει απέναντι στους τρίτους μόνο εφόσον στο περιθώριο του ειδικού δημόσιου βιβλίου, όπου έχει καταχωριστεί το συστατικό της συμβόλαιο, σημειώνονται η σχετική συμφωνία των συζύγων ή η απόφαση που κηρύσσει την αφάνεια ή την πτώχευση ή , στις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1411 και του άρθρου 1413, η επίδοση της αγωγής και η σχετική δικαστική απόφαση.

Άρθρο 1415.-  Με την πρόωρη λήξη της κοινοκτημοσύνης οι σύζυγοι επανέρχονται, από την άποψη της περιουσιακής τους κατάστασης, στο σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως 1402.
Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν η λήξη επέρχεται λόγω λύσης ή ακύρωσης του γάμου, έχουν εφαρμογή για τη λύση της κοινωνίας και τη διανομή των κοινών πραγμάτων, αν δεν υπάρχει διαφορετική συμφωνία, οι διατάξεις των άρθρων 795 και επόμενων, καθώς και οι ειδικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας για τη διανομή κοινών πραγμάτων .

Άρθρο 1416.- Έκταση εφαρμογής. Οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου έχουν εφαρμογή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή το δόγμα των συζύγων καθώς και από τον τύπο, πολιτικό ή θρησκευτικό, με τον οποίο έγινε ο γάμος τους.  

 

 
 
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/